Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 24-Δεκ-2024 00:05

    Η Γερμανία που ξέραμε δεν υπάρχει πια

    Η Γερμανία που ξέραμε δεν υπάρχει πια
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Όταν πήρα πρόσφατα ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο στο Λας Βέγκας - ήμουν στην Αμερική για να καλύψω τις εκλογές - ο πράκτορας στο γκισέ επέμενε να με "αναβαθμίσει" με ένα BMW. "Έτσι θα νιώθεις σαν στο σπίτι σου", είπε, κοιτάζοντας το γερμανικό δίπλωμα οδήγησης και χαμογελώντας. Πήρα τα κλειδιά και σημείωσα νοερά: Στο εξωτερικό, η Γερμανία παραμένει ανέπαφη.

    Είναι κάτι που συναντάω συχνά όταν ταξιδεύω. Στο εξωτερικό, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι μια χώρα αυτοκινήτων και πατρίδα μιας ακμάζουσας οικονομίας. Εξακολουθεί να είναι μια ευημερούσα χώρα, όπου όλοι οδηγούν BMW ή κάτι παρόμοιο. Εξακολουθεί να είναι μια καλά οργανωμένη χώρα, ένα ευχάριστο μέρος, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Χαμογέλασα πίσω στον πράκτορα. Αλλά μέσα μου σκίρτησα. Γιατί στην ίδια τη Γερμανία, η Γερμανία δεν αισθάνεται πια σαν τη Γερμανία.

    Την προηγούμενη Δευτέρα, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη Bundestag, το γερμανικό κοινοβούλιο, τερματίζοντας επίσημα την κυβέρνησή του. Ήταν κάτι τυπικό: Ο τρικομματικός συνασπισμός είχε πέσει στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ο Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, οδηγώντας τους Ελεύθερους Δημοκράτες να αποχωρήσουν. Η κίνηση αυτή άφησε τον Σοσιαλδημοκράτη Σολτς με μια κυβέρνηση μειοψηφίας μαζί με τους Πράσινους. Αντί να συνεχίσει παραπαίοντας, αποφάσισε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου. Η ψηφοφορία στη Bundestag ήταν μια τελευταία κίνηση νοικοκυροσύνης. 

    Με μια πρώτη ματιά, η ιστορία της κατάρρευσης της γερμανικής κυβέρνησης μοιάζει με ένα μάλλον βαρετό πολιτικό θρίλερ τύπου "House of Cards" με τον προϋπολογισμό της χώρας στο επίκεντρο. Πίσω από τον θόρυβο ωστόσο υπάρχει μια υπαρξιακή κρίση. Η οικονομικά ευημερούσα, κοινωνικά συνεκτική και πολιτικά σταθερή Γερμανία δεν υπάρχει πια. Και η κυβέρνηση Σολτς, ιδεολογικά διχασμένη και συγκλονισμένη από εξωτερικούς κραδασμούς, δεν μπόρεσε να διαχειριστή την κρίση. Πώς φτάσαμε εδώ;

    Το φθινόπωρο του 2021, τα πράγματα έμοιαζαν πολύ διαφορετικά. Μετά την απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ να μην είναι ξανά υποψήφια μετά από 16 χρόνια στην εξουσία, ο Σολτς νίκησε τον διάδοχό της και σχημάτισε την πρώτη τρικομματική κυβέρνηση στην πρόσφατη γερμανική ιστορία. Νεότεροι πολιτικοί όπως η Αναλένα Μπέρμποκ, η υπουργός Εξωτερικών και ο Λίντλερ ήρθαν στο προσκήνιο. Ήταν η πρώτη φορά που οι Πράσινοι, ένα οικονομικά αριστερό κόμμα με τις ρίζες του στο οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του '80, μοιράστηκαν την εξουσία σε εθνικό επίπεδο με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, ένα κόμμα υπέρ των πολιτικών ελευθεριών και της ελεύθερης οικονομίας. 

    Σε συνεντεύξεις για ένα βιβλίο μου, πολλοί από αυτούς τους νεότερους πολιτικούς μίλησαν για την υπέρβαση των ιδεολογικών εμποδίων για τον εκσυγχρονισμό της Γερμανίας μετά τη μακρά βασιλεία της Μέρκελ, την οποία έβλεπαν υπερβολικά προσκολλημένη στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Μίλησαν επίσης με ενθουσιασμό για την ψηφιοποίηση της χώρας και την προώθηση πράσινων βιομηχανιών. Υπήρχε η αίσθηση πως η ενέργεια αυτή ήταν πραγματική: Με επικεφαλής τον σταθερό, μετριοπαθή Σολτς, η κυβέρνηση φαινόταν καλά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

    Σύντομα όμως τα προβλήματα άρχισαν να συσσωρεύονται. Το πρώτο ήταν η εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, η οποία αμέσως οδήγησε τη νέα κυβέρνηση σε καθεστώς διαχείρισης κρίσης: αγόραζε μανιωδώς φυσικό αέριο στις διεθνείς αγορές για να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες, προσπαθώντας να προστατεύσει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις από το ράλι των τιμών, την ίδια στιγμή που οργάνωνε παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία. Μετά την ανακοίνωση του Σολτς για ένα "Zeitenwende", ένα σημείο καμπής στην εξωτερική πολιτική της χώρας, η κυβέρνηση διέθεσε 100 δισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση του γερμανικού στρατού.

    Όλα αυτά ήρθαν με την οικονομία να παραπαίει. Ενώ άλλες χώρες της Ομάδας των 7 συνεχίζουν να αναπτύσσονται, η Γερμανία αναμένεται να καταγράψει ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Εμβληματικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται. Η Volkswagen, η οποία απασχολεί περίπου 300.000 άτομα στη Γερμανία, σχεδιάζει να κλείσει εργοστάσια και να απολύσει χιλιάδες εργαζόμενους. Η Ford, η Audi και η Tesla έχουν επίσης ανακοινώσει απολύσεις, όπως και η χαλυβουργία ThyssenKrupp.  Η κάποτε ξεχωριστή γερμανική οικονομία βρέθηκε από ηγέτης να ακολουθεί ασθμαίνοντας. 

    Οι λόγοι της ύφεσης είναι περίπλοκοι. Το απότομο τέλος του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου είναι ένας σημαντικός παράγοντας, φυσικά, αλλά το ίδιο είναι και η ατζέντα της κυβέρνησης για πράσινες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες - με τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα και τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ΑΠΕ - οδήγησαν σε αύξηση του κόστους ενέργειας. Αυτό δεν βοήθησε τους Γερμανούς κατασκευαστές αυτοκινήτων, οι οποίοι αγωνίζονται να ανταγωνιστούν τους Κινέζους ομολόγους τους. Ορισμένες εταιρείες σαφώς και έκαναν κακές επιλογές, αλλά και η κυβέρνηση απέτυχε να τις υποστηρίξει. Γενικά, η κυβέρνηση είναι ένοχη για το γεγονός ότι υποεπένδυσε όχι μόνο σε βασικές βιομηχανίες αλλά και σε σχολεία, σιδηροδρόμους και δρόμους. Συνολικά, η εικόνα είναι ζοφερή.

    Όλο αυτό το διάστημα, μια τοξική συζήτηση για τη μετανάστευση σιγόβραζε. Από το 2015, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν έρθει στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων, πιο πρόσφατα, περίπου ενός εκατομμυρίου Ουκρανών. Η στάση της χώρας είναι ουσιαστικά διπολική. Από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι η Γερμανία είναι μια πολυεθνική, πολυθρησκευτική κοινωνία είναι ευρέως αποδεκτό. Από την άλλη, υπάρχει μια υποβόσκουσα δυσαρέσκεια - που περιοδικά διογκώνεται σε κύματα θυμού - για τη μετανάστευση. Η κυβέρνηση παρουσίασε μια παρόμοια διφορούμενη απάντηση, διευκολύνοντας τη μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων και ταυτόχρονα, επιβάλλοντας αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους, με σκληρότερα μέτρα ασύλου και περισσότερες απελάσεις. Η προσέγγιση αυτή στην πραγματικότητα δεν ικανοποίησε κανέναν.

    Όλα αυτά τα προβλήματα συνδυάστηκαν με καταστροφικές πολιτικές συνέπειες. Με τόσες δυσκολίες μπροστά της γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο για την κυβέρνηση Σολτς να κυβερνά. Η κοινή γνώμη στο μεταξύ δεν έδειξε περιθώρια ανοχής: η απογοήτευση για την κυβέρνηση ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ υπήρχε αντιπάθεια για τα κόμματα που τη συγκροτούσαν. Σε αυτό το πυρετώδες κλίμα, ένα νεοσύστατο φιλορωσικό κόμμα, η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ευημερήσει, ενώ το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία έχει πλέον εδραιωθεί ως το δεύτερο πιο δημοφιλές κόμμα στη χώρα. Αν ο τριμερής συνασπισμός ήταν ένα πείραμα για την αντιμετώπιση της κατακερματισμένης πολιτικής της χώρας, απέτυχε. Η συγκυρία, με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο και την Ε.Ε. αποδιοργανωμένη, δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη.

    Δεν έχουν χαθεί όλα όμως. Η γερμανική κρίση είναι πραγματική, αλλά είναι μια κρίση εμπιστοσύνης περισσότερο παρά κάτι άλλο. Η ανεργία μπορεί να αυξάνεται, αλλά παραμένει ελάχιστη. Οι δημοσιονομικοί μας περιορισμοί - που δεν αποτελούν και νόμους της φύσης - μπορούν να ξεπεραστούν εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση. Το κομματικό σύστημα καταρρέει, αλλά ακόμη και τα πιο διχασμένα κράτη μπόρεσαν να σχηματίσουν κυβερνήσεις. Το 2025 μπορεί κάλλιστα να δούμε την επιστροφή ενός σταθερού συνασπισμού μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών. Έχοντας ενσωματώσει γενιές και γενιές μεταναστών, δεν υπάρχει λόγος να μην το κάνουμε ξανά.

    Πρέπει όμως να προσέξουμε πολύ. Η Γερμανία ενδεχομένως να είναι το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο για τις δυτικές κοινωνίες. Οι περισσότεροι από τους γείτονες και τους φίλους μας αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα: το κόστος του μετασχηματισμού οικονομιών που βασίζονται στον άνθρακα, τους κινδύνους από την απάντηση σε νέες γεωπολιτικές προκλήσεις, τις δυσκολίες στην επίτευξη κοινωνικής συνοχής. Αν η Γερμανία, η πιο εύκρατη ζώνη στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, δεν μπορεί να το πετύχει, ποιος μπορεί;

    *Η Anna Sauerbrey είναι συντάκτρια και αρθρογράφος στη γερμανική εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit

    © 2024 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ