Σε παλαιότερους καιρούς φοβόμασταν προ πάντων τον Θεό. Τα ασκητικά βιβλία παρότρυναν τους αναγνώστες τους να τον φοβούνται, όπως φοβούνταν τα θηρία και τους άρχοντες. Με επεξηγηματική επωδό ότι δεν επιδιώκει ο ίδιος ο Θεός να τον φοβούνται και πως ενδεχόμενες παραβάσεις του θελήματός του δεν επιφέρουν, κατά κάποια υπερβατική δεοντολογία, αυστηρότατους κολασμούς.
Ο φόβος του Θεού εντασσόταν στις ασκητικές αρετές του τύπου της υπακοής ή της ταπείνωσης, μέσω των οποίων ο αναχωρητής επιζητούσε την ψυχική του σωτηρία, εξέφραζε την αγωνία του να υπάρχει αυθεντικά. Μ’ άλλα λόγια, επρόκειτο για πνευματικό κατόρθωμα. Εξού και αθεόφοβος ήταν εκείνος που ο λογισμός του δεν γνώριζε φραγμούς.
Ο φόβος του Θεού δεν σκότιζε τον νου του ασκητή, αλλά τον φώτιζε, για την ακρίβεια του φανέρωνε έναν κρυμμένο εαυτό. Ήταν δύναμη που ένωνε εσωτερικά τον άνθρωπο. Του πρόσφερε ψυχική θωράκιση ανάλογη με το αίσθημα της ντροπής. Η ντροπή δείχνει άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του ως εικόνα του Θεού και κατεβαίνει σαν Χάρις θεραπευτικά στον αθεόφοβο.
Στους νεότερους χρόνους τα πάντα αντιστρέφονται. Συμβαίνει ανατροπή που μας αφήνει άναυδους. Παρατούμε τον Θεό στην ησυχία του και, αντ’ αυτού, τρέμουμε την εσωτερική μας πραγματικότητα. Εκεί που πιστεύαμε στον Θεό και τα πάθη του μας ένωναν μαζί του, τώρα μας ενδιαφέρει ζωτικά να γνωρίσουμε έλλογα τον κόσμο. Η έφοδος στον ουρανό έδωσε τη θέση της σε προσγείωση με πολύ διαφορετικά μέτρα και σταθμά, με άλλου τύπου συνέπειες για την ύπαρξή μας. Πώς να αποτιμήσουμε τέτοια αλλαγή;
Μαζί με τ’ άλλα άλλαξε και ο φόβος μας. Εκεί που φοβόμασταν απλώς εξωτερικά πράγματα και περιστάσεις που απειλούσαν τη ζωή μας, τώρα κάτι άλλο βρυχάται μέσα μας. Το κενό του υπερβατικού Θεού αναπληρώνουν ηθικοί τύποι στους οποίους ακουμπά η ψυχή. Άλλο να φοβάσαι κάτι εξωτερικό, μια πανδημία, ένα άγριο θηρίο, έναν κακοποιό, έναν πόλεμο, και άλλο να φοβάσαι την εσωτερική σου πραγματικότητα. Μέσα της τα εξωτερικά μεταμορφώνονται κατά τους φόβους μας σε ιδέες λογικές είτε παράλογες, όμως πάντα με κάποιο νόημα.
Ο φόβος είναι συναίσθημα κινδύνου από εξωτερική απειλή και συνδέεται με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Όταν αφήνει το εξωτερικό αντικείμενο και περνά σε εσωτερικές καταστάσεις, προκύπτει μια αγχώδης υποκειμενικότητα. Καθώς οι φαντασιώσεις μας θρέφονται από το πραγματικό, το άγχος συνοδεύει τις φοβίες, κάτι που δείχνει ότι τα δύο μεταξύ τους σχετίζονται. Ο φόβος προέρχεται από το απειλητικό αντικείμενο, αλλά στη συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου του μεταλλάσσεται σε άγχος. Στρεφόμενος ο φόβος προς τα μέσα, εκλύεται άγχος και ακολουθεί κατάθλιψη.
Το άγχος περιγράφει μια υποκειμενική συνθήκη την οποία γεννά η συναισθηματική αντίδραση σε ανεκπλήρωτη επιθυμία. Όσο κυριεύουν την ψυχή τέτοιες επιθυμίες, η ανησυχία φουντώνει με εμμονικές συμπεριφορές τις οποίες υπαγορεύουν "ορθολογικές" σκέψεις με υπόστρωμα εντούτοις ασυνείδητο, όπου και εγκαθίσταται το νόημα των όποιων συναισθηματικών μας αντιδράσεων. Το έδειξε με καθαρότητα ο Φρόιντ, τονίζοντας πως οφείλουμε να προσέχουμε ιδιαίτερα τη "λογική" τέτοιων συμπεριφορών, όπου για να αποφύγει το Εγώ τον τραυματισμένο εαυτό του δημιουργεί τον ψυχαναγκασμό σαν καταφύγιο και κρύβεται μέσα του. Ζητεί να τις μελετούμε σαν εικόνες κρυμμένου νοήματος, το οποίο οδηγεί από την αίσθηση των πραγμάτων στην παραίσθησή τους, οπότε η φαντασίωση διεκδικεί δικαιώματα πραγματικότητας. Μπορεί να νιώθει κανείς συνεχώς την ανάγκη να πλένει τα χέρια του επικαλούμενος μέσα του λόγους υγιεινής ή να αγοράζει ρούχα κατά σύστημα για να ανακουφίζει τη θλίψη του, αλλά οι πράξεις του παραπέμπουν σε διαφορετικές αιτίες από τις νομιζόμενες.
Τη συναισθηματική αντίδραση σε ανεκπλήρωτες ή απωθημένες επιθυμίες προκαλεί η αγχωτική καθήλωση μιας έντονης αναμνήσεως η οποία εκβάλλει στον παρόν σαν συμβιβαστικός τύπος. Μας έχει αναστατώσει κάτι πολύ πρώιμα στη ζωή και το βίωμά του μας ακολουθεί σαν καταθλιπτικό αίσθημα μοναξιάς και ανασφάλειας που καθησυχάζουν προσωρινά ψυχαναγκαστικές πράξεις. Οι ψυχαναγκασμοί λειτουργούν ακριβώς αντίθετα από την τέχνη. Ενώ η τέχνη μάς επιστρέφει μετουσιωτικά από τη φαντασία στην πραγματικότητα, το άγχος μάς βγάζει από την πραγματικότητα στη φαντασίωση. Με την τέχνη ζούμε στον χρόνο αχρόνως συμφιλιωμένοι με την πραγματικότητα, στο άγχος μάς κυριεύει ένα τυραννικό ψυχικό σφίξιμο, μια καταθλιπτική απόλυτη παραίτηση από το πραγματικό.
Εν πολλοίς, ζούμε σε πολιτισμό καταναλώσεως επιθυμιών με ναρκισσιστικό πρόσημο. Πολιτισμό παραγωγικής τυποποιήσεως, η οποία συντονίζεται παραπληρωματικά με την τυποποίηση των συναισθηματικών αντιδράσεων. Αφ’ ης στιγμής οι σχέσεις μας με τα εμπειρικά δεδομένα τυποποιούνται νευρωτικά, κάτι που εξ ορισμού κλείνει την ψυχή και την καταθλίβει, το φαινόμενο μπορεί να ισχύει εξίσου για ένα άτομο και για μια κοινωνία. Η τεχνολογική παραγωγή και η εμμονική νεύρωση αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ο δε νους καθηλώνεται σε συναισθηματικές εντυπώσεις εις βάρος της κρίσεως, η οποία έτσι
προσαρμόζεται στα μηχανιστικά πρότυπα της τεχνολογίας.Ακολουθώντας τη συλλογιστική του αιτίου και του αιτιατού, η τεχνολογία και η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά αποξενώνουν το άτομο και το κοινωνικό σύνολο από το παρελθόν και το μέλλον. Υπό αυτό το πρίσμα, το παρόν τους λειτουργεί διασπαστικά, με συνέπειες και για τα άλλα δύο. Το προβάδισμα του τυπικού, τόσο στη ζωή του εμπειρικού όσο και στη ζωή των συναισθημάτων, διαπλάθει συμβατικά υποκείμενα με παρουσιαστικό μεταρρυθμιστών των οποίων ο αγχωτικός εγωισμός έχει κατεξοχήν περιεχόμενο φαντασιώσεως για τον εαυτό τους.
*Ο Στέλιος Ράμφος είναι φιλόσοφος