Ήξερα ότι δεν βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Φοβόμουν να ανοίξω τα μάτια. Δεν ήμουν σκεπασμένος με κουβέρτα, φορούσα τα ρούχα μου αλλά όχι τα παπούτσια μου.
Ακούγονταν φωνές και αντίλαλος. Είχα τέτοιο πονοκέφαλο, που ένιωθα τον λαιμό μου να ενώνεται με το κρανίο μου.
Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν σε νοσοκομείο. Κάποιοι άντρες φώναζαν και κάποιος έκλαιγε. Κρατούσα τα μάτια μου κλειστά και πάσχιζα να θυμηθώ∙ ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανα την προηγούμενη νύχτα; Είχα βγει για ποτό με μερικά άτομα από το διδακτικό προσωπικό στο Rockhill, και μετά... τίποτα.
Προτού ξυπνήσω, είχα ονειρευτεί ένα τροχαίο. Τότε συνειδητοποίησα ότι το στέρνο μου, το σαγόνι και το χέρι μου πονούσαν – τότε θυμήθηκα: όντως είχα τροχαίο. Σηκώθηκα και κοίταξα τριγύρω.
Ήμουν στη φυλακή. Σηκώθηκα, έτρεμα – σε κατάσταση πανικού, έψαχνα κάποιον να μου πει τι είχα κάνει. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, σε ένα υπερυψωμένο γραφείο, όπως ο δικαστής στη "Δίκη" του Κάφκα, καθόταν ένας φύλακας πίσω από πλεξιγκλάς.
Κοντοστάθηκα μπροστά του. Εκείνος με αγνόησε. Το γραφείο βρισκόταν περίπου στο ίδιο ύψος με το πρόσωπό μου. Σήκωσα το βλέμμα προς το μέρος του.
"Με συγχωρείτε", είπα. Μετά βίας συγκράτησα τα δάκρυά μου.
Με αγνόησε.
"Το όνομά μου είναι Clancy Martin", συνέχισα.
Δεν πήρα απάντηση.
"Θα ήθελα να μάθω τι συνέβη. Δεν ξέρω για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ. Νομίζω ότι είχα ατύχημα. Πρέπει να μάθω αν τραυματίστηκε κάποιος. Εάν, δηλαδή, συνέβη ατύχημα". Έπρεπε να τηλεφωνήσω στη σύζυγό μου. "Μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;".
"Εκεί είναι τα τηλέφωνα, δεν τα βλέπετε; Πρέπει να περάσετε πίσω από την κίτρινη γραμμή, κύριε".
Κοίταξα κάτω και είδα ένα κομμάτι φθαρμένης κίτρινης ταινίας στο δάπεδο. Πήγα πίσω από τη γραμμή.
"Αλλά πρέπει να βρείτε κάποιον που θα σας σηκώσει το τηλέφωνο", είπε.
"Όλοι θα το σηκώσουν", ψιθύρισα. "Αλλά, πείτε μου, γιατί βρίσκομαι εδώ; Θέλω να μάθω τι έχω κάνει".
"Κάτι πρέπει να κάνατε".
"Αυτό το καταλαβαίνω. Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε τι έκανα; Μπορείτε να μου πείτε γιατί βρίσκομαι εδώ;".
"Εγώ τώρα έπιασα βάρδια. Μάλλον σας έφεραν μες στη νύχτα. Έχετε επίδεσμο στο κεφάλι. Μάλλον είχατε κάποιο ατύχημα. Μάλλον ήσασταν μεθυσμένος. Δεν ξέρω τι κάνατε".
Έπιασα το σαγόνι μου και συνειδητοποίησα ότι ήταν δεμένο με βαμβακερό επίδεσμο στο κάτω μέρος. Ο επίδεσμος με έσφιγγε, το σαγόνι και το στόμα μου πονούσαν. Ένιωθα λες και είχα μια βαθιά πληγή κάτω από τον επίδεσμο.
"Πώς λέγεστε;", με ρώτησε ο φύλακας.
Έριξε μια ματιά στο αρχείο του και ύστερα έκανε ένα τηλεφώνημα. Όταν επέστρεψε, μου είπε: "Είχατε ατύχημα. Σας έφεραν εδώ το ξημέρωμα, γύρω στις 5 π.μ. Σας έφεραν από το νοσοκομείο. Με ενημέρωσαν ότι ήσασταν ξύπνιος όταν φτάσατε εδώ. Και κάνατε φασαρία. Αυτό μονάχα μπορώ να σας πω".
"Ατύχημα; Ήταν σοβαρό; Χτύπησε κανείς;".
"Ηρεμήστε, κύριε. Σταματήστε τις φωνές και ηρεμήστε. Μη με αναγκάσετε να σας στείλω στην απομόνωση".
Είχα πανικοβληθεί. Έβαλα τα κλάματα. Προσπάθησα να πάρω ανάσα.
"Νομίζω πρέπει να επιστρέψετε στο κελί σας και να ηρεμήσετε. Πηγαίνετε, αμέσως. Δεν θα το ξαναπώ".
"Δεν μπορείτε να τηλεφωνήσετε στους συναδέλφους σας και να ρωτήσετε τι συνέβη;".
"Κύριε, πηγαίνετε αμέσως πίσω από τη γραμμή. Δεν θα το ξαναπώ".
"Δεν καταλαβαίνετε; Πρέπει να μάθω τι συνέβη! Πρέπει να ξέρω αν έκανα κακό σε κάποιον!".
Τότε σήκωσε το ακουστικό: "Χρειάζομαι βοήθεια εδώ με έναν κρατούμενο". Μου είπε να καθίσω στο πάτωμα.
Δεν τραυμάτισα κανέναν στο τροχαίο, δόξα τω Θεώ, ούτε ο ίδιος τραυματίστηκα - τουλάχιστον όχι βαριά. Αρκετές φορές αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω σε κατάσταση μέθης, ωστόσο εκείνο το τροχαίο δεν ήταν αποτέλεσμα απόπειρας... Ήταν οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Έχουν περάσει περίπου 12 χρόνια από το τελευταίο λιποθυμικό μου επεισόδιο και σχεδόν το ίδιο διάστημα από την τελευταία μου απόπειρα αυτοκτονίας. Για χρόνια, δεν επιθυμούσα τίποτε άλλο παρά μόνο την απόλυτη ανυπαρξία. Ακόμα και οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι "χρωματισμένες" από την επιθυμία τού να μην υπάρχω – όχι να πεθάνω, αλλά να μην υπάρχω. Συχνά παρατηρούσα ανθρώπους, όπως τον μικρό μου αδελφό, ο οποίος δεν έχει πιει στη ζωή του ούτε ποτό, ούτε έχει πάρει κάποια ψυχοτρόπο ουσία, που ουδέποτε τους πέρασε από το μυαλό να αυτοκτονήσουν, και αναρωτιόμουν: Πώς γίνεται; Πώς αντέχουν να συμβιώνουν με τον εαυτό τους, όλη μέρα, καθημερινά, συνέχεια;
Η απόπειρα αυτοκτονίας ή το να γίνεσαι τύφλα στο μεθύσι συνιστούν, νομίζω, ακραίες εκφράσεις μιας θεμελιώδους ανθρώπινης επιθυμίας: "Δεν θέλω να είμαι ο εαυτός μου".
Φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου.
Όχι ότι φοβάμαι για τις πράξεις μου – έχω περάσει και από αυτήν τη φάση, τότε που ζούσα σε μια διαρκή πάλη αφενός με το αλκοόλ και αφετέρου με τον αυτοκτονικό ιδεασμό· φοβάμαι εξαιτίας ενός πιο πρωτόγονου ψυχολογικού προβλήματος. Ο Νίτσε έγραψε ότι φοβόμαστε τον εαυτό μας εξαιτίας του ανώτερου εαυτού μας και του τι μπορεί αυτός να απαιτήσει από εμάς. Όλοι έχουμε βιώσει το συναίσθημα αυτό. Αυτή είναι μια συνήθης πηγή απέχθειας του Εγώ: Κατά κάποιον τρόπο δεν ανταποκρίνομαι σε αυτό που απαιτεί το Σύμπαν από μένα ή σε αυτό για το οποίο ίσως είμαι προορισμένος.
Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο η καταληκτική φράση στο ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε "Αρχαϊκός κορμός του Απόλλωνα" μου προκαλούσε αμηχανία: "Πρέπει ν’ αλλάξεις τη ζωή σου". Ναι, πρέπει να αλλάξω τη ζωή μου (είναι χαοτικό). Πρέπει ν’ αλλάξω τον εαυτό μου! Μα πώς;
Τον τελευταίο καιρό έχω υιοθετήσει μια διαφορετική στάση. Συνήθως αντιτάσσομαι στην Πρώτη Ευγενή Αλήθεια του Βουδισμού, σύμφωνα με την οποία "Η ζωή είναι πόνος". Προφανώς, ως άτομο που έχει ζήσει πάσχοντας από χρόνιο αυτοκτονικό ιδεασμό και έχει πολλάκις αποπειραθεί να βάλει τέρμα στη ζωή του, συμφωνούσα κατ’ αρχήν, αλλά, ταυτοχρόνως πίστευα ότι πρόκειται περί υπερβολής: υπάρχουν και πολλά διασκεδαστικά πράγματα στη ζωή.
Όμως τότε, η σύντροφός μου, συγγραφέας και βουδίστρια Amie Barrodale, μου εξήγησε: "Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Δεν υπάρχει σκοινί από βελούδο". Με άλλα λόγια, όλοι υποφέρουν. Ακόμα και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο υποφέρει (ή διαλέξτε τον δικό σας αγαπημένο "πολίτη από το Βασίλειο των Ουρανών" – πιστέψτε με, υποφέρει και αυτός).
Μόλις αποδεχτείτε αυτό, ότι δηλαδή όλοι φοβόμαστε τον εαυτό μας, ότι το να είσαι ο εαυτός σου είναι από μόνο του δύσκολο και επώδυνο, ξάφνου το βάρος αίρεται. Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι πονάς. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αντιμάχεσαι αυτήν τη σκέψη – ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι διαφορετικά. Ναι, ίσχυε ότι δεν ήθελα να είμαι ο εαυτός μου, όμως εκείνο που με έκανε να πανικοβάλλομαι ήταν η σκέψη που ακολουθούσε: ότι ήταν λάθος να αισθάνομαι έτσι. Έπρεπε να αλλάξω τον τρόπο που σκεφτόμουν για τον εαυτό μου. Πολλά από τα μετέπειτα προβλήματά μου ήταν απόρροια της προσπάθειας να αντιστρέψω αυτό το συναίσθημα, συχνά με βιαστικό και επομένως οδυνηρό τρόπο.
Δεν ξέρω εάν θα φτάσω ποτέ στο σημείο να αποδεχτώ τον εαυτό μου. Ωστόσο έχω αποδεχτεί ότι υποφέρω και, σε τελική ανάλυση, δεν πειράζει. Δεν πειράζει ακόμα και να υποφέρω που είμαι ο εαυτός μου. Και έτσι, το τελευταίο διάστημα, δεν φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου.
Το να είμαι ο εαυτός μου δεν είναι απαραίτητα πιο εύκολο από ό,τι ήταν κάποτε. Όμως, τώρα τελευταία, νομίζω πως δεν φοβάμαι τόσο πολύ να ανοίξω τα μάτια.
*Ο Clancy Martin είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Missouri - Kansas City. Τελευταίο του βιβλίο: "How Not to Kill Yourself".
©2024 The New York Times Company and Clancy Martin