Δευτέρα, 04-Μαρ-2024 00:05
Ο Πούτιν έχει χάσει ήδη

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει κλείσει δύο χρόνια και αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι ο χρόνος ευνοεί τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Με την Ουκρανία να ξεμένει από όπλα και πυρομαχικά, την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια να τίθεται εν αμφιβόλω και τη Ρωσία αποφασισμένη να συνεχίσει, η νίκη της Ουκρανίας φαντάζει πλέον ουτοπική. Ορισμένοι σημαίνοντες ειδικοί προχωρούν ακόμη παραπέρα, σημειώνοντας ότι το Κίεβο εφεξής θα υφίσταται μόνο περισσότερους θανάτους και καταστροφές όσο επιμένει και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιδιώξει μια πολιτική διευθέτηση της διαμάχης με τη Μόσχα - ακόμη κι αν αυτό απαιτεί να θυσιάσει κάποια εδάφη του.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο πόλεμος του κ. Πούτιν έχει αποτύχει. Όπως έχει επισημάνει εύστοχα ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς, σκοπός του πολέμου δεν είναι να σκοτωθούν άνθρωποι και να προκληθούν καταστροφές: ο πόλεμος είναι ένα μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Όποιος ξεκινά έναν πόλεμο προσβλέπει να βρεθεί σε καλύτερη στρατηγική θέση μόλις τερματιστούν οι συγκρούσεις. Αλλά ακόμη κι αν ο συγκεκριμένος πόλεμος τελειώσει με τη Ρωσία να διατηρεί όλα τα ουκρανικά εδάφη που έχει κατακτήσει ως τώρα -σενάριο τουλάχιστον "δύσπεπτο” για τους Ουκρανούς- η Μόσχα θα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από πριν. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η Ουκρανία θα τραβήξει τον δικό της δρόμο. Για τον κ. Πούτιν, που ανησυχεί περισσότερο για την Ουκρανία από ό,τι για οποιαδήποτε άλλη χώρα ξεπήδησε από τα "συντρίμμια” της Σοβιετικής Ένωσης, αυτό από μόνο του αποτελεί ήττα.
Αν ουσιαστικός στόχος του πολέμου που ξεκίνησε ο κ. Πούτιν ήταν να διατηρήσει την Ουκρανία στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας -πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά- είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι ηγέτες και οι πολίτες της Ουκρανίας, ιδίως εκείνοι των νεότερων γενεών, έχουν αποφασίσει ότι το μέλλον τους βρίσκεται στη Δύση και όχι στη Ρωσία. Η επικράτηση αυτής της νοοτροπίας μού κατέστη πιο αισθητή κατά τη διάρκεια τεσσάρων ταξιδιών που πραγματοποίησα στην Ουκρανία μετά την εισβολή• οποιοσδήποτε επισκέπτης στην Ουκρανία δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τις πολλαπλές καθημερινές εκδηλώσεις της. Όπου κι αν πάει κανείς, οι Ουκρανοί μιλούν δυτικές γλώσσες, κυρίως αγγλικά, σε φαινομενικά όλο και μεγαλύτερο αριθμό.
Η Ουκρανία συνήθως περιγράφεται ως ένα "ανήσυχο κράμα” δύο εθνικών κοινοτήτων: αυτής στις δυτικές περιοχές της χώρας, που καθορίζεται από την ουκρανική εθνότητα και γλώσσα, και την άλλη στις ρωσόφωνες ανατολικές και νότιες περιοχές. Αν όντως ίσχυε κάποτε αυτό, δεν ισχύει πλέον. Για παράδειγμα, οποιοσδήποτε επισκεφθεί την ανατολική ή νότια γραμμή του μετώπου στην Ουκρανία θα συναντήσει στρατιώτες που μιλούν μεταξύ τους ρωσικά και μπορεί να μην ξέρουν καν ουκρανικά. Αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες της Ουκρανίας και είναι αποφασισμένοι να εμποδίσουν τη Ρωσία να καθυποτάξει την πατρίδα τους - είναι μάλιστα διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους γι’ αυτόν τον σκοπό.
Η ευρεία εισβολή της Ρωσίας το 2022 συνέβαλε στην ανάπτυξη αυτού του αισθήματος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο ουκρανικός εθνικισμός σήμερα, που υπερβαίνει τα εδαφικά και γλωσσικά όρια, αντανακλά την αποφασιστικότητα των Ουκρανών να σφυρηλατήσουν μια ταυτότητα που καθορίζεται από την απεξάρτησή τους, αν όχι την αποστροφή τους προς τη Ρωσία. Όντως, ο κ. Πούτιν μπορεί να μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους βασικούς, μάλλον ακούσια, καταλύτες. Δεδομένης δε της πεποίθησής του ότι Ρώσοι και Ουκρανοί είναι στην πραγματικότητα ένα έθνος, αυτό το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ειρωνικό.
Ο πόλεμός του είχε τα αντίθετα αποτελέσματα όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σοκαρισμένη από την εισβολή, ανέλαβε δράση, μοιραζόμενη το κοινό αίσθημα ότι πρέπει να στηρίξει την Ουκρανία. Το μέχρι τότε διχασμένο ως προς τη στάση του απέναντι στη Ρωσία μπλοκ, σχεδόν ομόθυμα -με μοναδική εξαίρεση τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν- αντιτάχθηκε στην επιθετικότητα του κ. Πούτιν. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πορεία ένταξης της Ουκρανίας την ΕΕ, στην οποία αντιτασσόταν σθεναρά η Μόσχα εδώ και χρόνια, έχει πλέον χαραχθεί σε μεγάλο βαθμό, αν και ο δρόμος είναι μακρύς. Το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε στα τέλη του προηγούμενου έτους, όταν η Ουκρανία, μαζί με τη Μολδαβία, ξεκίνησαν επίσημα συνομιλίες με την ΕΕ για την ένταξή τους στο μπλοκ.
Το ίδιο ισχύει και για το ΝΑΤΟ. Η εισβολή της Ρωσίας αναμφίβολα αποτελούσε μια προσπάθεια της Ρωσίας να αποτρέψει την επεκτατικότητα της Συμμαχίας προς ανατολάς, την οποία ο κ. Πούτιν θεωρούσε από καιρό απειλητική. Ωστόσο, η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία ώθησε δύο ακόμη χώρες, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, να επιδιώξουν την ένταξή τους στο NATO. Καμία εξ αυτών δεν είχε εκδηλώσει την παραμικρή πρόθεση να ενταχθεί στη Συμμαχία πριν από τη ρωσική εισβολή, ενώ αμφότερες έχουν αξιόμαχους στρατούς. Η ένταξή τους στο μπλοκ θα στριμώξει ακόμη περισσότερο τη Ρωσία, κυρίως στη Βαλτική Θάλασσα και κατά μήκος των χερσαίων συνόρων μήκους 830 μιλίων που μοιράζεται με τη Φινλανδία.
Επιπλέον, η επίθεση της Ρωσίας παρακίνησε τις μη προσκείμενες στις ΗΠΑ χώρες του ΝΑΤΟ να επανεξετάσουν την πολυετή αποστροφή τους ως προς την αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του NATO, οι συνολικές ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες του Καναδά και των ευρωπαϊκών μελών της Συμμαχίας αυξήθηκε το 2023 στο 8,3%, από μόλις 2% το 2022. Το τρέχον έτος, 18 χώρες μέλη αναμένεται να εκπληρώσουν τον στόχο για δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ τους για στρατιωτικούς εξοπλισμούς - εξαπλάσιος αριθμός σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Ακόμη και στη Γερμανία, που παραδοσιακά έδειχνε μια ευαισθησία ως προς τα θέματα ασφαλείας που ήγειρε η Ρωσία και αποτελούσε υπέρμαχο της διατήρησης των δεσμών με τη Μόσχα, το αίσθημα έχει αλλάξει. Ο υπουργός Άμυνας της χώρας προειδοποιεί πλέον ότι η Ρωσία έχει καταστεί μια σοβαρή, αυξανόμενη απειλή.
Η Ουκρανία, φυσικά, επιθυμεί επίσης να ενταχθεί στη Συμμαχία: ένα απευκταίο σενάριο για το Κρεμλίνο. Αλλά ακόμα κι αν αυτή της η επιθυμία δεν εκπληρωθεί -όπως είναι το πιο πιθανό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- η Ουκρανία θα συνεχίζει να προσβλέπει στη βοήθεια χωρών του ΝΑΤΟ για την εκπαίδευση των στρατιωτών της, για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της και για την εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης αμυντικής βιομηχανίας συνάπτοντας συμφωνίες για μεταφορά τεχνογνωσίας και από κοινού παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού. Ακόμη λοιπόν και εκτός ΝΑΤΟ, η Ουκρανία δεν θα μείνει "ξεκρέμαστη” λόγω των ουσιαστικών και αυξανόμενων στρατιωτικών δεσμών της με τη Δύση.
Οι πεσιμιστές μπορεί να έχουν δίκιο: Εάν η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια σταματήσει, θα καταστεί δυσκολότερο, αν όχι αδύνατο, για την Ουρανία να ανακτήσει μέρος των εδαφών της, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να χάσει και πρόσθετα εδάφη. Όμως, ακόμη και μια μικρότερη σε έκταση Ουκρανία θα συνεχίζει να έχει στρατηγική σημασία. Όταν ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991, ήταν η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη -εξαιρουμένης της Ρωσίας- σε έκταση και η πέμπτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό. Επομένως, ακόμη και συρρικνωμένη, θα είναι μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης, ενώ θα διαθέτει έναν αποδεδειγμένα μάχιμο στρατό 500.000 ανδρών, που είναι ήδη πολύ μεγαλύτερος από οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας του ΝΑΤΟ και ο οποίος θα συνεχίσει να ενισχύεται και να εκσυγχρονίζεται.
Ο κ. Πούτιν βλέπει την Ουκρανία ως ένα πολύτιμο τρόπαιο, και ως ιδιοκτησία της Ρωσίας. Αλλά ο πόλεμος που εξαπέλυσε για να την κατακτήσει διασφάλισε ότι δεν θα γίνει ποτέ δική του.
*Ο Rajan Menon είναι ο επικεφαλής του προγράμματος στρατηγικής στη δεξαμενή σκέψης Defense Priorities και συγγραφέας, μεταξύ άλλων βιβλίων, του "Conflict in Ukraine: The Unwinding of the Post-Cold War Order".
© 2024 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"