Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 09-Οκτ-2023 00:05

    Νομίζουμε ή είμαστε;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Νομίζουμε ότι είμαστε τούτο ή τ’ άλλο, χωρίς το "νομίζουμε", το "ποιοι είμαστε;" δεν αφήνει περιθώριο να αισθανθούμε τι ακριβώς. Το "νομίζουμε" φέρνει τα έξω μέσα στην κατανόηση του ερωτήματος "ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε;". Επιμένει στην εικόνα που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας, ενώ ταυτόχρονα θέτει εντός παρενθέσεως την εκδοχή του "φαντασιώνομαι", η οποία ακυρώνει εκ των πραγμάτων το "είμαι".

    Στη ρηματική του ενέργεια το "νομίζω" παίζει ρόλο καθρέφτη. Όχι εκείνου ο οποίος αντανακλά εξωτερικά τα πράγματα, αλλά οφθαλμού που προβάλλει εκτός, κάτι εντός το ουσιώδες. Μπορεί να συνδέουμε την εμπειρική γνώση με την οπτική αντίληψη, αλλά για τους Αρχαίους τα μάτια ήταν πηγή φωτός και εξέπεμπαν τη φλόγα τους σαν βλέμμα. Μάλιστα ο Πλάτων μιλάει για "φώσφορα όμματα", όργανα της ψυχής, τα οποία σφραγίζουν με την ακτινοβολία τους τα επίσης φωτοβόλα αντικείμενα. Τα μάτια ως καθρέφτης της ψυχής δεν απεικονίζουν παθητικά, αλλά μορφοποιούν το εκτός τους και προσθέτουν εξ ιδίων αλήθεια στα φαινόμενα.

    Όταν λέμε "νομίζω", εννοούμε: θεωρώ, μου φαίνεται, πρεσβεύω, φρονώ, είμαι της γνώμης, και υποδηλώνουμε την εσωτερική πρόσληψη του αντικειμένου, την ευαισθητοποίησή μας απέναντί του, έστω αμφιθυμικά. Αίφνης τα αισθήματά μου για την Ελλάδα προκύπτουν από τη γνώμη μου για αυτήν: Βιώνω την εμπειρία της με συγκίνηση και με απογοήτευση, καθώς η αντιφατικότητά της δεν με αφήνει να τη χαρώ. Την αγαπώ και δεν την υποφέρω, επιμένοντας ταυτόχρονα και να το τραγουδώ.

    Επειδή ακριβώς "νομίζω", κατέχω την Ελλάδα και την ίδια στιγμή τη νοσταλγώ. Στον ορίζοντα του "νομίζω" η νοσταλγία συμπίπτει με αναστοχαστική ενδοσκόπηση, κάτι διαφορετικό από αίσθηση της απουσίας ή της οριστικής απώλειας ενός καταδικού μου πράγματος. Εφ’ όσον δεν διαθέτω τίποτε οικειότερο από εμένα τον ίδιο, νοσταλγία μπορεί να είναι και η δίψα για τον αυθεντικό μου εαυτό, για δημιουργική μου έκφραση και έξοδο από τον στενό χώρο.

    Η υποκειμενική παράμετρος του "νομίζω" λανθάνει στη συνεχοασυνεχή εννοιολογική του εξέλιξη, η οποία διασώζει την καταβολική σημασία της λέξεως, ως ατομικής αναγνωρίσεως των υφιστάμενων εθίμων και θεσμών. "Νομίζω τους θεούς", έλεγε ο αρχαίος Έλληνας, για να δείξει ότι δέχεται και πιστεύει τις θεότητες της κοινότητος. Τα σημερινό αμετάβατο "νομίζω" ήταν τότε και μεταβατικό, σχετικά με το "νέμω", τη "νομή", τον "νόμο", δηλωτικά μεριδίου του πολίτη στη συλλογικότητα της πόλεως.

    Όσο για το αφηρημένο του ουσιαστικό, το "νόμισμα" αυτό συνέδεε, δίκην κοινής αναφοράς, ανθρώπους μεταξύ τους στα πλαίσια "των ειωθότων", ήταν φορέας συλλογικού ήθους και μνήμης. Έφερε πάνω του ένα παρελθόν το οποίο ενυπάρχει στο παρόν και δείχνει προς αδιάγνωστο μέλλον, μία μνήνη τροφοδότρια του χρόνου διηνεκώς. Ως μνήμη, το παρελθόν εξατομικεύεται βιωματικά στο εν χρήσει "νομίζω", εγκεντρίζεται στο παρόν και οδεύει μαζί προς το μέλλον. Σ’ αυτή τη διαδρομή, οι εκάστοτε μορφές του "νομίζω", αν και συνέχεια των προηγούμενων, προβαίνουν με νέο νόημα.

    Μιλούμε για τρόπο υπάρξεως, όπου η αλήθεια δεν βρίσκεται στα αντικείμενα πράγματα, αλλά στον θεωρό που στοχάζεται την εικόνα τους μέσα του, στο νόημά τους. Αυτό σε προφανή αναλογία με την ποιητική εργασία των "φώσφορων ομμάτων", των μεταμορφωμένων αισθητηρίων, και με την καλλιέργεια της αυθεντικότητας ως διεργασίας για την ανάπλαση του εαυτού με κατηγορίες ψυχικής διαθέσεως, πέρα από τη βιολογικότητά του. Το "είναι" αφορά τη γνώση· το "είμαι" ανήκει στην αυτοσυνείδηση.

    Η υποκειμενικότητα του "νομίσματος" έχει ουσιαστικό χαρακτήρα. Εδώ το παρόν κινείται προς το μέλλον μόνο εάν αναλάβει το παρελθόν εν είδει ζωντανής μνήμης. Σκέπτομαι "΄τόν πάθει μάθος θέντα", την παρακαταθήκη του Αισχύλου στους αιώνες, που ανάγει την έγνοια του ανθρώπου να υπάρχει σε ευθύνη για όσα του επιφυλάσσει η τρωσιμότης του και για όσα αντιπράττει γυρνώντας τη φορά του χρόνου αναγεννητικά, σαν γνώση που το μάθημα του παθήματος προσφέρει. Να επισημάνω εδώ ότι με την αναστοχαστική ανάληψη του χρόνου, ο οποίος κυλά αποκαλύπτοντας πόσο ευάλωτοι είμαστε, γεννιέται η ηθική ως ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας, στον άλλο και στους άλλους.

    Στους αντίποδες της ευθύνης βρίσκεται ο προοδευτισμός που επικεντρώνεται στο "τώρα", χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι ένα παρόν συνυφασμένο αποκλειστικά με το μέλλον εγκυμονεί κινδύνους και κινδύνους. Μήπως τίμημα της αποθεωμένης λειτουργικότητας των διαδικασιών, εναντίον της αλήθειας του νοήματος, δεν είναι η οικολογική επιβάρυνση του πλανήτη; 

    Όσο γιγαντώνεται το "τώρα", τόσο η μνήμη ατροφεί και οι φαντασιώσεις μεγεθύνονται ως κατ’ εξοχήν πεδίο ανευθυνότητας. Παράλληλα, η ενθύμηση αναπαράγει γεγονότα και πράγματα, ενώ, αντιθέτως, η ανάμνηση ζητεί στο όποιο θέμα της το βίωμα, συνιστά κίνηση της μνήμης με δική της ενέργεια παρούσα και στο μέλλον. Δεν ζωντανεύει μέσα μας το περασμένο γεγονός, αλλά το νόημά του.

    Συνέχεια και ασυνέχεια συνυπάρχουν εντός μας, όπως και στις έννοιες του "νομίζω" και του "νομίσματος". Η ενεργός μνήμη κάνει επίκαιρη τη συγκίνηση του παρελθόντος και, αντί να την επαναλαμβάνει απλώς, την αναγεννά στον χρόνο της.

    Ο χρόνος δεν περνά πάνω από τα πράγματα – τα μεταβάλλει από μέσα. Γι’ αυτό και, αν δεν βρίσκει υποκείμενο ικανό να τον υποδεχθεί, γίνεται ασφυκτικός. Εάν το ηθικό αίσθημα εδραιώνεται στη ζωντανή μνήμη, το παρόν που την αντιπαρέρχεται υποδαυλίζει μηδενιστικές ανευθυνότητες. Συνείδηση αμνήμων είναι προβληματική συνείδηση, καθώς παραχωρεί προβάδισμα εντός μας στην κατ’ επιθυμία και κατά φαντασία ύπαρξη. Το οποίο σημαίνει ότι, προτού να εικάσω τι είμαι, οφείλω να γνωρίζω πως δεν θα υπήρχα μέσα μου αν δεν νόμιζα.

    Ο Στέλιος Ράμφος είναι φιλόσοφος.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ