00:07 09/09
Νηνεμία πριν από την καταιγίδα
Οι μεγαλύτεροι ευρωπαϊκοί δείκτες και η Wall Street παραμένουν σε πολύ καλό σημείο κοντά σε ιστορικά υψηλά. Οι μετοχές προεξοφλούν συνέχιση των καλών εταιρικών μεγεθών και χαμηλά επιτόκια, ενώ...
Το ερώτημα "Ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε;" θέτει το ζήτημα της ταυτότητας στη διάκρισή του από ουσιολογικούς ορισμούς. Οι τελευταίοι αναφέρονται σε πάγια, μη εξατομικευτικά γνωρίσματα, δυνάμει των οποίων εντάσσουμε ένα πράγμα σε μια κατηγορία ομοειδών επιμέρους οντοτήτων, διακριτών βάσει της αριθμητικής τους ταυτότητας. Έτσι, η βασική απάντηση στο ερώτημα "τι είμαι;" είναι το ότι είμαι ανθρώπινο ον, ίδιο με όλα τα άλλα ανθρώπινα όντα. Στη συνέχεια θα μπορούσαμε να διευρύνουμε την απάντηση περί του "τι", αναφερόμενοι στα αντικειμενικοποιημένα, συγκροτησιακά χαρακτηριστικά της ταυτότητας ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, όπως είναι, για παράδειγμα, οι κοινωνικοί ρόλοι και κατηγοριοποιήσεις ή η καταγωγή. Η διάκριση ανάμεσα στο "τι;" και το "ποιος;" αντιστοιχεί σε εκείνην του "ίδιος με" και του "εγώ ο ίδιος". Παραπέμποντας στην απολύτως δική μου ταυτότητα, το "ποιος/ποια είμαι" δεν το κάνει γνωστό το βάθος μιας έννοιας, δηλαδή τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζομαι με άλλα επιμέρους όντα.
Ο ορισμός της προσωπικής μου ταυτότητας στη βάση αποκλειστικά των χαρακτηριστικών που αποδίδονται στην ολότητα που με συμπεριλαμβάνει, μετατρέποντάς με σε μια ύπαρξη ανταλλάξιμη με οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα μέλη της ίδιας ομάδας, αυτο-αναιρείται.
Το τίμημα ακριβώς που πληρώνει ο ρατσιστής είναι η απώλεια, πρωτίστως, της δικής του μοναδικότητας ως προσώπου. Με αυτό εννοώ ότι, αν πιστεύεις πως το ερώτημα "ποιος είναι;" κάποιος το απαντά η υπαγωγή του σε μια προ-κατασκευασμένη κατηγορία, τότε αποδέχεσαι ταυτόχρονα ότι κάθε ομιλούν και δρων υποκείμενο, συμπεριλαμβανομένου και εσένα του ίδιου, είναι ένα σύνολο στερεοτυπικών γνωρισμάτων. Επομένως, κανείς.
Η δυνατότητά μου να μη συγχέομαι με κανέναν από τους συνανθρώπους μου οφείλεται στο προνόμιο του ανθρωπίνου όντος να συντάσσει στην πορεία της ζωής του τη δική του, ανεπανάληπτη, βιογραφία. Παρομοιάζοντάς τη με τη μοναδικότητα των δακτυλικών μου αποτυπωμάτων, η ασύγχυτη αφηγηματική μου ταυτότητα έχει πάντα να κάνει με τα πεπραγμένα μου και με το νόημα που αυτά έχουν για τους άλλους. Εξ ορισμού σχεσιακή, αυτή η ταυτότητα συνδέεται με τη θέση ότι η απαλλαγή της απάντησης στο ερώτημα "ποιος/ποια νομίζω ότι είμαι;" από φαντασιωτικά γνωρίσματα αξιώνει ως κριτήριο τη διυποκειμενικότητα: άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρουσία μου στον κόσμο, η απολύτως προσωπική μου ταυτότητα, ως ο εκφραστής των αξιακών επιλογών μου, φανερώνεται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο δρω και συνυπάρχω με τους άλλους.
Σε αντίθεση με το "τι" αλλά και με τη γριφώδη μυχιότητα, όπως και με τον ναρκισσισμό της αυθεντικότητας, η διάρκεια –μέσα από τις παντοειδείς αλλαγές που υφίσταμαι– του "ποιος/ποια είμαι" εξαρτάται από την επιβεβαίωση. Με αυτήν εννοείται η συνέπεια στους τρόπους με τους οποίους εμφανίζομαι διαχρονικά στους άλλους. Αλληλένδετο με την πιστότητα στα principia από τα οποία εμπνέονται και που εμπνέουν οι πράξεις μου, αυτό το αφήγημα που είμαι αποκτά, πέραν της περιγραφικής, και μια κανονιστική σημασία. Συνιστά, ως μοντέλο ζωής, μια αλληλουχία συμβάντων που καλούν σε ηθική νοηματοδότηση. Εξ αυτού, το "ποιος/ποια είμαι" είναι το σημείο συνάντησης και αναμέτρησης του εγώ με την ετερότητα, της αυτοβιογραφίας με τη βιογραφία, του Οδυσσέα με τον ραψωδό που του τραγουδάει τις περιπέτειές του.
Μεταβαίνοντας από εδώ στο πεδίο της κοινοτικής ύπαρξης, να πούμε ότι όλοι μας αποτελούμε μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που μοιράζονται ένα κοινό παρελθόν, ήθη, έθιμα και γλώσσα. Η κοινωνικοποίησή μου, μέσω και μέσα σ’ αυτή την κοινότητα, επηρεάζει οπωσδήποτε τον τρόπο που νοηματοδοτώ τα πράγματα, τις θυμικές μου αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτά, καθώς και διαμορφώνει τους τρόπους συμπεριφοράς μου. Πρέπει να οδηγηθούμε από εδώ στο συμπέρασμα ότι αυτό το "ανήκειν" καθορίζει και το "ποια" είμαι; Ασφαλώς και όχι! Η εξατομίκευση στην οποία παραπέμπει το "ποιος/ποια" αποκλείει την απορρόφησή μου από μια αδιαίρετη ενότητα που, ως τέτοια, δεν ανέχεται την ανομοιογένεια και την ανομοιομορφία. Η ανάδυση της απόλυτα διακριτής μου ταυτότητας αξιώνει τη δυνατότητα αποστασιοποίησής μου από τα καθιερωμένα, αναγκαίας για την αυτονομία της σκέψης και την ακηδεμόνευτη διαμόρφωση των πεποιθήσεων και της μορφής ζωής μου. Επομένως, η ανάδυση αυτή αξιώνει τη συγκρότηση μιας συλλογικής ταυτότητας με τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού έθνους, δηλαδή ενός "εμείς" όπου ο καθένας είναι ταυτόχρονα με και χωρίς τους άλλους. Διαχωρίζοντας την ατομική από τη δημόσια ταυτότητα, αυτό το "εμείς" δεν επιτάσσει την αφομοίωση.
Από την άλλη, όμως, η συνοχή του βασίζεται στην ύπαρξη μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας, που, ως τέτοια, δεν έχει εθνοτικό και εσωστρεφή χαρακτήρα. Προκρίνοντας τον διαχρονικό διάλογο ανάμεσα σε ισότιμους και έλλογους συνομιλητές, τροφοδοτείται από την κριτική εξέταση των αξιών και των παραδειγμάτων που έχει γεννήσει, ενώ αφήνει ελεύθερο το πεδίο για τη δημιουργία νέων. Πρόκειται για έναν κοινό ορίζοντα νοημάτων και συνάμα για την επιλογή πειστικά καθολικεύσιμων προτύπων. Υπό αυτούς τους όρους, το ερώτημα "ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε;" θέτει τη διάκριση ανάμεσα στον σχεσιακό χαρακτήρα της ατομικότητας και στην κατάλυσή του τόσο από τον ακραίο ατομικισμό όσο και από την ετερονομία του κοινοτιστικού πνεύματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απάντηση στο ερώτημα "ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε;" σχετίζεται με τις ηθικο-πολιτικές καθοδηγητικές αρχές που συναινούμε να υπερασπίζονται οι θεσμοί τού εν λόγω συλλογικού υποκειμένου. Στο μέτρο που αυτές οι αρχές, ως προϊόντα του ανθρώπινου Λόγου, διεκδικούν, εξ ορισμού, την οικουμενικότητα, η εστίαση στο "ποιοι", αντί του "τι", αντιτίθεται τόσο στην "ετεροφοβία" όσο και στην αποθέωση των διαφορών. Όπως θα έλεγε ο Αlain Finkielkraut, το δικαίωμα στη διαφορά προϋποθέτει την ελευθερία να διαφέρεις από τη διαφορετικότητά σου.
Συνδέοντας την καθολικότητα των αρχών με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας επιμέρους κοινότητας, όπως είναι η κοινή γλώσσα και ιστορία –προϋποθέσεις για τη διάρκεια της αφηγηματικής ταυτότητας κάθε κοινοτικής ύπαρξης–, αυτή η εγγενώς δυναμική κουλτούρα υπηρετεί τη διαλογική σχέση του μέσα και του έξω, εμπεριέχοντας τα γνωρίσματα της ιδιότητας του πολίτη που δεν είναι τυπικά. Αναφέρομαι στη συνευθύνη του τελευταίου για το ποια φανερώνεται στον κόσμο ότι είναι η πολιτική κοινότητα εντός της οποίας έχει αυτός συμφωνήσει να ζει. Για τον ίδιο λόγο, η απάντηση στο ερώτημα "ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε;", απολύτως συμβατή με την ένταξή μας σε μια κοινότητα εθνών, τα οποία μοιράζονται τις ίδιες ηθικο-πολιτικές αξίες, υποδηλώνει συνάμα την εναντίωση στο είδος της παγκοσμιοποίησης που αντικαθιστά την πολυμορφία του συνόλου των ανθρώπινων κοινοτήτων με έναν πολτό τυποποιημένων ιδιωτών.
* Η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου είναι Καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας και Πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ.