Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 04-Οκτ-2023 00:05

    Τι σημαίνει για μένα "τρόμος"

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Συχνά με ρωτούν γιατί μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω ιστορίες τρόμου. Ένας λόγος είναι ότι μεγάλωσα στη Λατινική Αμερική, συγκεκριμένα στην Αργεντινή, τη δεκαετία του 1970. Σε κάποιο βαθμό, αυτή η απάντηση είναι η αλήθεια.

    Νομίζω ότι, στην πραγματικότητα, δεν επιλέγουμε τα γούστα μας ή τον τρόπο έκφρασής τους: μια μέρα παρουσιάζεται μια γλώσσα – το να βρεις μια γλώσσα είναι σαν να βρίσκεις το σπίτι σου. Όταν ανακάλυψα τις ταινίες και τη λογοτεχνία τρόμου, βρήκα τη γλώσσα μου: αυτή που μου επέτρεψε να μιλήσω για τους τρόμους με τους οποίους ήρθα αντιμέτωπη.

    Τη γλώσσα μου διαμόρφωσαν τα "Ανεμοδαρμένα ύψη" της Emily Bronte, οι ιστορίες του Jorge Luis Borges, του Julio Cortázar και του Stephen King, ο "Φρανκενστάιν", ο "Εξορκιστής", τα "Σαγόνια του καρχαρία" και ο "Ε.T." μετέπειτα, ο "Ύποπτος κόσμος του Τουίν Πικς", η ροκ και η πανκ μουσική, ο David Cronenberg, ο Clive Barker και τα φανζίν.

    Τη συναισθηματική αυτή εκπαίδευση στη λογοτεχνία και την ποπ κουλτούρα την απέκτησα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Αργεντινή του 1976-1983. Δεν θέλω να τον αποκαλώ "βρώμικο πόλεμο" – αυτός ο χαρακτηρισμός έρχεται από τους "έξω", από τους εκτός Αργεντινής. Εδώ, μιλάμε για στρατιωτική δικτατορία ή για τη "Διαδικασία", που είναι η συντόμευση της "Διαδικασίας Εθνικής Αναδιοργάνωσης", έτσι την αποκάλεσε η χούντα και οι αυταρχικοί κυβερνήτες της. Και δεν ήταν πόλεμος, επειδή το κράτος κυνήγησε και δολοφόνησε στα κρυφά τις ένοπλες οργανώσεις, τα μέλη των οποίων θα έπρεπε να έχουν μια δίκαιη δίκη και μια δίκαιη τιμωρία αντί να βασανίζονται και να πετιούνται από αεροπλάνα στον ωκεανό. Αυτό δεν είναι πόλεμος, ούτε καθαρός ούτε βρώμικος.

    Γεννήθηκα τον Δεκέμβριο του 1973. Μεγάλωσα σε έναν σκοτεινό κόσμο όπου επικρατούσε ο θάνατος, ένας θάνατος υποκρυπτόμενος – οι εξαφανίσεις περικλείουν την απόλυτη στυγνότητα του σαδισμού, καθώς επίσης και την αλλόκοτη αύρα της ζοφερότητας και του άγνωστου. Όταν ανετράπη η δικτατορία, μου δόθηκε η ευκαιρία να αξιοποιήσω ελεύθερα τις πληροφορίες που έβγαιναν στη φόρα εκείνη την εποχή: άκουσα μαρτυρίες θυμάτων σε δίκες, διάβασα άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες για τα μυστικά κέντρα κράτησης και τα βασανιστήρια. Έμαθα για τα παιδιά που απήχθησαν και δόθηκαν σε άλλες οικογένειες με διαφορετικά ονόματα (πολλά από αυτά είναι τώρα στην ηλικία μου και εξακολουθούν να μη γνωρίζουν –ή να μην επιθυμούν να γνωρίσουν– τους βιολογικούς τους γονείς).

    Αυτές οι ιστορίες εισχώρησαν στη γραφή μου, όμως, αντί να αποπνέουν τον ρεαλισμό ενός ρεπορτάζ, αναδύθηκαν με λογοτεχνική υπόσταση που εναπόκειται στη γλώσσα και στους κανόνες της λογοτεχνίας τρόμου. Ασφαλώς, οι ιστορίες αυτές δεν είναι τα μόνα πράγματα που επηρεάζουν τη γραφή μου –δεν γράφω μόνο λογοτεχνία τρόμου, ωστόσο αυτή είναι που μου κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον και, ομολογουμένως, αυτού του είδους τη λογοτεχνία απολαμβάνω περισσότερο– σε σημαντικό βαθμό, είναι ο φόβος που επικαλούμαι και απεικονίζω, ένα αίσθημα κινδύνου και ταυτοχρόνως εγκατάλειψης που δύσκολα μπορείς να περιγράψεις σε κάποιον εφόσον δεν το έχει βιώσει.

    Αγνοούμενοι πολιτικοί κρατούμενοι της περιόδου της στρατιωτικής δικτατορίας της Αργεντινής το 1976-1983 εμφανίζονται σε ένα τεράστιο παράθυρο στο εσωτερικό ενός συγκροτήματος της πρώην Ανώτερης Σχολής Μηχανικών του Ναυτικού, που χρησιμοποιήθηκε ως παράνομο μυστικό κέντρο κράτησης εκείνη την εποχή, στο Μπουένος Άιρες.
    (Mauricio Lima για τους "The Ne w York Times")

    Πρόσφατα δέχθηκα κριτικές ως προς αυτό, κυρίως από ανθρώπους που κατάγονται από χώρες εκτός Λατινικής Αμερικής, από ανθρώπους τους οποίους απασχολεί ιδιαιτέρως το ζήτημα της "ηθικότητας". Αρκετοί ισχυρίζονται ότι αποτελεί εκμετάλλευση η "αξιοποίηση" της οδύνης αυτών των θυμάτων στη λογοτεχνία. Απαντώ ότι, κατ' αρχάς, όλοι οι Αργεντινοί υπήρξαν θύματα της δικτατορίας, αν και με διαφορετικούς τρόπους. Σε κάθε περίπτωση, κανείς –συμπεριλαμβανομένων των συμπατριωτών μου– δεν έχει δικαίωμα να μου υποδείξει πώς να αφηγούμαι την ιστορία μου και ποια λογοτεχνική γλώσσα να χρησιμοποιώ. Δεύτερον, η παρανόηση ότι η λογοτεχνία τρόμου αποτελεί ασέβεια απέναντι στα θύματα και απλώς ψυχαγωγία είναι πλέον ξεπερασμένη και αβάσιμη. Ο φόβος είναι ουσιώδες και κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο φόβος είναι κάτι "καλό": μας βοηθά να επιβιώνουμε, να αποκτάμε προσωπεία για καμουφλάζ, ενδυναμώνει την ενσυναίσθηση και αποτελεί εκγύμναση για τον τρόμο στην πραγματική ζωή. Ο φόβος στη χώρα μου δεν τέλειωσε με το τέλος της δικτατορίας. Και, εκτός από τις τραυματικές μακροχρόνιες επιπτώσεις του, υπάρχουν και άλλου είδους τρόμοι με τους οποίους ζούμε στην καθημερινότητα: η φτώχεια, η σταδιακή σύνθλιψη της μεσαίας τάξης, η παρατεταμένη οικονομική αστάθεια, η αυτοεξορία (διότι είναι αδύνατο να μένεις στην Αργεντινή και να ζεις μια κανονική ζωή), η γραφειοκρατία, η πολιτική υστερία, η εγκληματικότητα, η δυστυχία και η καταστολή.

    Πριν από λίγο καιρό μιλούσα με έναν φίλο Μεξικανό συγγραφέα, τον Bernardo Esquinca. Γράφει ιστορίες τρόμου όπου, κατά κύριο λόγο, πρωταγωνιστεί η Πόλη του Μεξικού. Όμως η αφήγησή του διαφέρει από τη δική μου. Είναι πιο κομψή και κλασική, λιγότερο συνδεδεμένη με την επικαιρότητα. Γράφει επίσης αστυνομικές ιστορίες, στις οποίες συχνά επικρατεί βία. Συζητούσαμε για το πόσο δύσκολο είναι να γράφεις λογοτεχνία τρόμου σε μια χώρα όπου το εμπόριο ναρκωτικών προκαλεί κλυδωνισμούς στη δημοκρατία, όπου άνθρωποι εξαφανίζονται καθημερινά και θύματα δολοφονιών αφήνονται έκθετα, κρεμασμένα δίχως κεφάλι σε γέφυρες.

    Στο μυθιστόρημά του "Παραλογισμός", ο γεννημένος στην Ονδούρα συγγραφέας Horacio Castellanos Moya γράφει για έναν δημοσιογράφο που αναλαμβάνει να επανεξετάσει μια έκθεση για τη σφαγή ιθαγενών στη Γουατεμάλα κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια. Πρόκειται για λογοτεχνία τρόμου, και η καταβύθιση του δημοσιογράφου στην αυτομαστίγωση και την αγωνία είναι ζοφερή. Θυμίζει Thomas Bernhard, εντούτοις διαδραματίζεται στην Αμερική, με όλες τις ανωμαλίες και τις αντιφάσεις αυτής της ηπείρου. Στη Γουατεμάλα, η περφόρμερ Regina José Galindo θα σκαρφαλώσει σε σακούλες σκουπιδιών και για κάποιες μέρες θα μείνει σε χωματερή, όπως άλλωστε τόσα άλλα πτώματα στη χώρα της. Κάποιες άλλες μέρες θα περπατήσει στις αίθουσες του Κοινοβουλίου με ματωμένα πόδια ή θα ξαπλώσει σε ένα τραπέζι αυτοψίας καλυμμένη με λευκό σεντόνι. Στο εξαιρετικό μυθιστόρημα "Μακρινό αστέρι", ο Roberto Bolano γράφει για έναν αινιγματικό ποιητή που συχνάζει σε ένα λογοτεχνικό εργαστήρι και γράφει με το αεροπλάνο του ποίηση στον ουρανό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ.

    Τα συγκεκριμένα έργα δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα λογοτεχνίας τρόμου, παρ’ όλα αυτά οι συγγραφείς τους στηρίζουν την αφήγηση στον τρόμο, επειδή ο τρόμος είναι κάτι το οποίο έχει διαπεράσει εμάς τους Λατινοαμερικάνους, όπως ακριβώς μας διαπερνά η μουσική, τα φεστιβάλ, η απολαυστική παρέα, οι συζητήσεις μετά το δείπνο και το Καρναβάλι.

    Αναρωτιέμαι λοιπόν: Ποια είμαι; Είμαι πολλά πράγματα. Ως Αργεντίνα, κάνω ψυχοθεραπεία από τότε που ήμουν έξι ετών, οπότε δεν αναρωτιέμαι ιδιαίτερα για την ταυτότητά μου. Επιπλέον, νομίζω ότι είναι κάπως ματαιόδοξο –αν και όλα περιστρέφονται γύρω από τη ματαιοδοξία– να σκέφτεσαι υπερβολικά τα του εαυτού.  Όταν με ρωτούν "ποια είσαι;", τους απαντώ: "Είμαι Λατινοαμερικάνα". Η εμπειρία τού να γεννηθώ και να ζήσω στη χώρα μου με διαμόρφωσε ως άνθρωπο –σε αρκετές περιπτώσεις προβληματικό– και ως συγγραφέα. Είμαι Λατινοαμερικάνα, που συνεπάγεται μια σειρά από δυσκολίες: να μεγαλώνω με νόμους που μας απαγόρευαν να παίρνουμε αποφάσεις για το σώμα μας (οι νόμοι αυτοί υπάρχουν και σήμερα, όμως πλέον είμαι 50 ετών) και να αγωνίζομαι σε μια αγορά εργασίας που, εκτός από σεξιστική, είναι άκρως περιορισμένη. Οι θέσεις εργασίας δεν προσφέρονται μόνο στους άντρες επειδή είναι άντρες, αλλά επειδή επικρατεί γενικώς μεγάλη ανεργία, επομένως η αλυσίδα σπάει στον πιο αδύναμο κρίκο της.

    Είμαι φρικιό και οπαδός του τρόμου και της ποπ κουλτούρας. Όταν διαβάζω Alan Moore, μου "κόβονται τα γόνατα". Θα επιχειρηματολογήσω σθεναρά για το ποια είναι η καλύτερη ταινία τρόμου όλων των εποχών κατά τη γνώμη μου, και εδώ και χρόνια ψάχνω να βρω ένα πουκάμισο με το μοτίβο του χαλιού του "Ξενοδοχείου Όβερλουκ", που έγραψε ο Stephen King, που να μου πηγαίνει. Ήμουν ένα ντροπαλό, άσχημο κορίτσι και μια άγρια, όμορφη έφηβη. Υπήρξα εθισμένη στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ (λένε "μια φορά εθισμένη, για πάντα εθισμένη", μα δεν νομίζω ότι αυτό αληθεύει). Τώρα που είμαι "καθαρή", σκέφτομαι εκείνα τα χρόνια ως ένα μακρινό παρελθόν που χάθηκε και πάει. Είμαι μια συγγραφέας η οποία εργάζεται στη χώρα της και που ουδέποτε έζησε σε κάποιον άλλο τόπο, που ίσως ζήσει κάποτε αλλού, όμως η ζωή της έχει εκτυλιχθεί σε μια μεγάλη λατινοαμερικανική μητρόπολη με όλη την έντασή της, τους άλλοτε χαρούμενους και άλλοτε απελπισμένους κατοίκους, τις διακοπές ρεύματος, τα πτώματα στους δρόμους, την ομορφιά και τη φρίκη της.

    Η Mariana Enrìquez είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος από το Μπουένος Άιρες. Έχει γράψει τα βιβλία "Το μερίδιό μας στη νύχτα" και "Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι".

    ©2023 The New York Times Company and Mariana Enrìquez

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ