Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 30-Σεπ-2023 08:00

    Αμφισβητώ, άρα υπάρχω

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    "Ποια νομίζεις πως είσαι;". Αυτή την ερώτηση μου την απηύθυναν την πρώτη φορά ως κατηγορία, ως μομφή από έναν ενήλικα επειδή είχα κάτι να αντιπαραθέσω. Το ερώτημα για το ποια είμαι ή, μάλλον, ποια νομίζω πως είμαι μου τέθηκε για πρώτη φορά από κάποιον που ήθελε να μου αποδείξει πως, όποια κι αν νόμιζα πως είμαι, σίγουρα δεν ήμουν.

    Η μομφή αυτή συχνά ήταν απόρροια του ότι "αντιμίλησα" – αυτός ήταν ο τρόπος ενός νέου ατόμου να αμφισβητεί "την Αρχή", επειδή "η Αρχή" είχε την ελευθερία να εκφέρει λόγο και επειδή ορισμένοι από τους ισχυρισμούς της εκπήγαζαν από μιαν αίσθηση ανωτερότητας.

    Η αίσθηση ταυτότητας ενός παιδιού μπορεί να διαμορφωθεί από τη σχέση του με την εξουσία.
    (Juan Mabromata/AFP)

    Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να θέσω το ερώτημα "ποια είμαι;" χωρίς αυτή η "άλλη φωνή", επικριτική και τιμωρητική, να αντηχεί και να συντονίζεται με τη δική μου. Ή ίσως η δική μου φωνή να ήταν τόσο συνυφασμένη με την άλλη φωνή, ώστε να μην τις ξεχωρίζω. Αντιλαμβανόμουν, ωστόσο, ότι το άτομο πίσω από εκείνη τη φωνή επέβαλλε μια σύγκριση, δηλώνοντας επί της ουσίας ότι ήταν ένα πρόσωπο που άξιζε να βρίσκεται στο απυρόβλητο· ενώ εγώ όχι. Το "ποια νομίζεις πως είσαι;" στην πραγματικότητα σήμαινε: "Με ποιο δικαίωμα μιλάς κατ’ αυτόν τον τρόπο σε εμένα, τον ενήλικα, τον μόνο μεταξύ μας που έχει το δικαίωμα να είναι κάποιος;".

    Τα παιδιά, υπό μία έννοια, είναι στοχαστές της κοινωνικής θεωρίας. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι εδώ γινόταν μια σύγκριση, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι υπήρχε μια τάξη ανθρώπων που είχαν το δικαίωμα να νομίζουν ότι είναι κάποιοι και μια άλλη που έκανε το λάθος να νομίζει ότι είναι ίση με τους πρώτους. Ο ενήλικας που μου απηύθυνε αυτό το ερώτημα στην πραγματικότητα δεν με ρωτούσε, αλλά μου εκθεμελίωνε την αντίληψη ότι είμαι ένα άτομο με δικαίωμα λόγου και αμφισβήτησης. Το ερώτημα ήταν ρητορικό· ήταν ένας τρόπος εξουδετέρωσης.

    Σπούδασα ανθρωπιστικές επιστήμες και ίσως γι’ αυτό κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για ανοιχτό ερώτημα και ότι τα ερωτήματα μπορούν να εξυπηρετούν και άλλους σκοπούς, όπως το να διαλύσουν κάθε υπόνοια αμφισβήτησης. Όμως, όσα και αν είχα μάθει από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, το ερώτημα παρέμενε: Ποια νόμιζα πως ήμουν, τέλος πάντων; Ποτέ δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω· ίσως να μην ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό.

    Όταν το ερώτημα αυτό τίθεται αρχικά ως κατηγορία εναντίον του εαυτού ή εν είδει αυτολογοκρισίας, τότε το άτομο θα θέσει ξανά το ίδιο ερώτημα και το ζήτημα θα περιπλεχθεί: Ποιος μιλάει; Ποιος ρωτά; Γνωρίζουμε; Μπορούμε να γνωρίζουμε; Παραδόξως, επειδή η αμφισβήτησή μου θεωρήθηκε δηλωτική τού ποια νόμιζα πως είμαι, "κάτι" από τον εαυτό μου υπήρχε στον τρόπο που την εξέφρασα. Ίσως και να υπήρχα μέσω του τρόπου που αμφισβήτησα! Όμως, εάν η αμφισβήτηση θεωρήθηκε "παρατυπία", τι σήμαινε αυτό για εμένα; Ότι μάλλον ήμουν το αποτέλεσμα της αμφισβήτησής μου: Αμφισβητώ, άρα υπάρχω – παραφθορά του Ντεκάρτ.

    Πιθανόν οι γονείς μου, οι δάσκαλοι ή κάποιος ραβίνος να σκέφτηκαν ότι μιλώντας αμφισβητούσα το δικό τους δικαίωμα να μιλήσουν· ως εκ τούτου, κατέστειλαν το δικό μου. Θεωρώ, πάντως, ότι αυτό που τους ανάγκασε να με εξουδετερώσουν ήταν η άρνησή τους να με θεωρήσουν ίση. Είτε ισχύει αυτό είτε έτρεμαν τη σαρωτική κριτική.

    Άρχισα να αναλογίζομαι την παιδική ηλικία όχι μονάχα ως μία προβληματική όσον αφορά την κοινωνική ισότητα, αλλά και ως έναν αγώνα για ελευθερία. Και εάν η αμφισβήτηση αποδείκνυε ότι υπάρχω, ίσως οι συγκεκριμένοι ενήλικες να έκαναν κάτι σωστά. Η διατύπωση ενός λόγου αμφισβήτησης με απελευθέρωνε πρόσκαιρα από την αίσθηση που είχα ότι κάτι εξουσιαστικό με έχει αρπάξει από τον λαιμό. Εντούτοις, δεν μπορούσα να απαντήσω στο ερώτημα ποια νομίζω πως είμαι χωρίς να δώσω σκληρή μάχη ενάντια στη δύναμη που θα στραγγάλιζε το δικαίωμά μου να υπάρχω.

    πιν
    (Eleni Kalorkoti)

    Ακόμα και σήμερα, αναλογιζόμενη το παρελθόν, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα: Ποια νόμιζα πως είμαι εγώ ή ποια νόμιζαν πως είμαι εκείνοι που θεωρούσαν ότι δεν είχα δικαίωμα να υπάρχω, που θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να διεκδικώ αυτό το δικαίωμα και γι’ αυτό μου έθεταν το ερώτημα; Ποια νόμιζα πως είμαι εγώ ή νόμιζαν όσοι καθιστούσαν σαφές ότι όποια κι αν ήμουν δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ίση με εκείνους; Αυτό το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, καταδεικνύοντας τους κινδύνους και τις προοπτικές τού τι σημαίνει να είσαι επί της ουσίας κοινωνικό ον.

    Στο σήμερα, στις φοιτητικές αίθουσες, το να αντιμιλάς έχει γίνει ο κανόνας. Αν κάποιος δεν αμφισβητεί την εξουσία, τότε το μάθημα έχει αποτύχει. Είναι σημαντικό να θέτουμε ανοιχτά ερωτήματα· εάν τα ερωτήματα εξουδετερώνουν τον αποδέκτη αμέσως, αυτό είναι ένα άλλο είδος αποτυχίας, εφόσον η αμφισβήτηση είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι νέοι προσπαθούν να υπάρξουν ως ίσοι και ελεύθεροι.

    Η Judith Butler είναι φιλόσοφος και διακεκριμένη καθηγήτρια στο University of California, Berkeley.

    © 2023 The New York Times Company and Judith Butler
     

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ