Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 25-Μαρ-2023 08:00

    Η Φιλική Εταιρεία

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Νικήτα Σίμου 

    Μην ελπίζετε εις ξένους
    Και υιούς νενοθευμένους
    Αλλά μόνον στην ανδρείαν
    Στων Ελλήνων την καρδίαν
    Ρήγας 

    Το κάλεσμα του Ρήγα ήταν η πρώτη απόπειρα για δράση, βασισμένη σε ίδιες δυνάμεις, χωρίς αναφορά σε εξωτερικούς αρχηγούς. Αυτό το ιδεολόγημα για αυτενεργό δράση των Ελλήνων, από το οποίο εμπνεόταν και η Φιλική Εταιρεία, είχε αρχίσει να κυριαρχεί από τις αρχές του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος είναι το κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας, γραμμένο από τον Έλληνα τον Ανώνυμο, το οποίο κατά τον Κ. Σάθα δημοσιεύθηκε το 1806, στην Ιταλία.

    Στο κείμενο της Νομαρχίας, αφού ο συγγραφέας αναφερθεί στην αξία της ελευθερίας και το μεγαλείο των Σουλιωτών και του Ρήγα, αφού κρίνει σφοδρά το Βυζάντιο και το ιερατείο για την κατάπτωση των Ελλήνων, προσκαλεί όλους τους διεσπαρμένους πλούσιους ομογενείς να επιστρέψουν στην πατρίδα "...με το φως και τον πλούτο τους..." και απευθυνόμενος στους Συνέλληνες αναρωτιέται: "...Μήπως τέλος πάντων περιμένετε να μας δώσει την ελευθερία κανένας από τους ξένους δυνάστες;...Και ποιος στοχαστικός άνθρωπος μπορεί να πιστέψει ότι όποιος από τους ξένους δυνάστες κατατρόπωνε τον Οθωμανό θα μας άφηνε ελευθέρους;... μην είστε αδελφοί μου τόσο ευκολόπιστοι...." . Και αφού περιγράψει την κατάπτωση του οθωμανικού κράτους και την πολεμική ικανότητα των αρματολών, σημειώνει μεταξύ άλλων: "...καλύτερα ένας κατακλυσμός να μας αφανίσει...παρά να υποκύψουμε πια σε ξένο σκήπτρο..."

    Η απήχηση της Νομαρχίας ήταν μεγάλη. Το έδαφος ήταν γόνιμο για συσπειρώσεις και οργάνωση των προσπαθειών των Ελλήνων μέσα σε ένα κατεξοχήν εχθρικό περιβάλλον. Έτσι, οι ενέργειές τους θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές και σε πολλές περιπτώσεις μυστικές. 

    Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, ημέρα εορτής της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, από τους Νικόλαο Σκουφά, Εμμανουήλ Ξάνθο και Αθανάσιο Τσακάλωφ και ήταν μυστική. Τα μέλη της εμυούντο και ακολουθούσε η ορκωμοσία τους.

    Δεν είναι εξακριβωμένο, ποιος από τους τρεις είχε την αρχική ιδέα για ίδρυση της Εταιρείας.

    Ο Τσακάλωφ, είχε αναπτύξει μεγάλη δράση ως μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου στο Παρίσι και ήταν ίσως ο μεταλαμπαδευτής των ιδεών στην νέα μυστική εταιρεία.

    Ο Σκουφάς, ο οποίος εφημολογείτο ότι είχε επαφές με Καρμπονάρους, ήταν αυτός, ο οποίος "...διέγραψε επί χάρτου, σχέδιον περί Εταιρείας" , όπως ο ίδιος ο Ξάνθος βεβαιώνει. Όμως ο Ξάνθος, μυημένος τέκτονας, υποστηρίζει στα απομνημονεύματά του, ότι ήταν αυτός, ο οποίος παρακίνησε τους Σκουφά και Τσακάλωφ στη σύσταση εταιρίας "...σκοπόν αμετάτρεπτον έχουσαν την ελευθέρωσιν της πατρίδος …και δια να ενεργήσωσι μόνοι των ( οι Έλληνες), ότι ματαίως ήλπιζαν από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων".

    Στην περίοδο 1814-1817, τα μέλη της Eταιρείας δεν ήταν περισσότερα από 30. Στόχος των εταιριστών ήταν αρχικά να προσελκύσουν πλούσιους έμπορους, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδράμουν την Εταιρεία και οικονομικά. Όμως οι μεγαλέμποροι της Μόσχας φάνηκαν δύσπιστοι και καταφρόνησαν τον Σκουφά, ο οποίος τους προσέγγισε το 1814. Όμως αυτός κατάφερε να μυήσει εκεί τον Γ. Σέκερη, μέλος οικογένειας μεγαλεμπόρων στην Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό.

    Η δεύτερη σκέψη των Φιλικών ήταν να προσεγγίσουν διδάσκαλους κύρους, τους οποίους υποστήριζαν οι έμποροι και μέσω αυτών να προσεγγίσουν τελικά τους εμπόρους. Έτσι πρότειναν στον Άνθιμο Γαζή, να διευθύνει την Εταιρεία, ο οποίος αρχικά, το 1814, αρνήθηκε. Αργότερα σε μυστική συνάντηση του στην Οδησσό με τον Σκουφά, η απάντηση του Γαζή ήταν σύντομη: "...Σεις είσθε νέοι και κάμετε καλά...Ήκουσα κάτι περί αυτού πού μού προβάλλετε, αλλά δεν είμαι σύμφωνος, μολονότι δεν είμαι και ενάντιος." Ο Γαζής τελικά δέχτηκε να γίνει μέλος της Αρχής, του διοικητικού πυρήνα της οργάνωσης, το 1816. 

    Στις αρχές του 1817, δόθηκε η ευκαιρία συνεννόησης με τους Σέρβους, με αποτέλεσμα να μυηθεί στην Εταιρία, ο Σέρβος επαναστάτης ηγέτης Καραγεώργης. Κατά την επιστροφή του όμως στην Σερβία δολοφονήθηκε. Μετά από αυτό το γεγονός και επειδή η Ρωσική κυβέρνηση είχε δώσει οδηγίες να προφυλάσσονται οι Έλληνες από την " Μυστική Εταιρεία", οι Φιλικοί σκέφθηκαν να μεταφέρουν την έδρα από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε, ο οργανισμός της Εταιρείας βελτιώθηκε και μέχρι το 1821, η Εταιρία αναπτύχθηκε δυναμικά και φέρεται ότι αριθμούσε χιλιάδες μυημένα μέλη, αν και είναι γνωστά περίπου 1000 ονόματα.

    Η Εταιρεία, προκειμένου να καλύπτει τα έξοδα, κυρίως των πυκνών μετακινήσεων των στελεχών της, για προσέλκυση μελών και διατήρηση της επικοινωνίας σε όλο το δίκτυό της, είχε μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης, η οποία έπρεπε να είναι μυστική. Εκείνοι οι οποίοι κυρίως δέχτηκαν το βάρος των δαπανών, ήταν τα μέλη Κυρ. Κουμπάρης καί Παν. Σέκερης. Ακόμη, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα, του " Κιβωτίου του Ελέους", με τριμελή επιτροπή, το οποίο θέσπισε στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε,΄το 1819. Από τα εισπραττόμενα το 1/3 μοιράζονταν στους πτωχούς και τα 2/3 φυλάσσονταν "... διά την παρά του Θεού ορισθείσα ώρα..".

    Από το 1818, είχαν ορισθεί από τον Σκουφα 12 " Απόστολοι", ο καθένας με διαφορετική γεωγραφική περιοχή ευθύνης, προκειμένου να μυήσει νέα μέλη.

    Οι περιοχές, που δίνουν ένα μέτρο της γεωγραφικής επέκτασης της εταιρείας, ήταν οι παρακάτω: Σερβία, Βουλγαρία, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Ιταλία, Νότια Ρωσία, Νησιά Ιονίου και Αιγαίου, Μεσσηνία, Μάνη, λοιπή Πελοπόννησο, Στερεά, Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο.

    Οι περιοχές αυτές, ηχώ της Χάρτας του Ρήγα, παρέπεμπαν και στις αναφορές των Ρώσων Δεκεμβριστών για " Ελληνική Ομοσπονδία", στην ευρεία βαλκανική διάσταση του όρου. 

    Η οργάνωση της Εταιρείας ήταν πυραμιδοειδής και επικεφαλής ως αρχηγικό όργανο ήταν η " Ανώτατη Αρχή". Η Εταιρεία είχε τέσσερις βαθμούς μύησης, από τις οποίες τα μέλη των δυο πρώτων αγνοούσαν τον επαναστατικό σκοπό της.

    Στόχος της Φιλικής ήταν να προσελκύσει μέλη από όλες τις τάξεις, θέλοντας να δημιουργήσει την ευρύτερη δυνατή βάση στην ελληνική κοινωνία. Τις παραμονές της Επανάστασης, σύμφωνα με γνωστό κατάλογο μελών, η σύνθεση, είχε ως εξής:
    -  Έμποροι 479 μέλη ( Έμποροι, εμποροϋπάλληλοι, πλοιοκτήτες και καπετάνιοι), ή 53,7%
    - Επαγγελματίες 117 μέλη (Δικηγόροι, γιατροί, δάσκαλοι, υπάλληλοι ξένων κυβερνήσεων κ.α) ή 13.1%
    - Τοπικοί προεστοί 111 μέλη, ή 11.7%
    - Κλήρος, όλων των βαθμίδων 85 μέλη, ή 9.5%
    - Στρατιωτικοί 78 μέλη ( Στην Ρωσική υπηρεσία, στην Βρετανική υπηρεσία, κ.α) ή 8.7%
    - Ναύτες 28 μέλη ή 3.1%, Βιοτέχνες 7 μέλη ή 0.7%, Χωρικοί 6 μέλη ή 0.6%.

    Παρατηρώντας αυτή την ποιοτική σύνθεση των μελών, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί, γιατί οι έμποροι είχαν τόσο μεγάλη συμμετοχή. Ίσως, μεταξύ άλλων λόγων να ήταν και η προσδοκία τους, ότι σε ένα ελεύθερο ευνομούμενο κράτος, θα μπορούσαν να παγιωθούν συναλλακτικοί κανόνες, όπως στην Δύση, οι οποίοι θα έδιναν μεγάλη ώθηση στο εμπόριο, ειδικά σε μια νέα αγορά.

    Το 1818 η έδρα της Εταιρείας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε απεβίωσε και ο Σκουφάς. Την εποχή εκείνη, Δεκέμβριο του 1818 μυήθηκε στην Εταιρεία και ο Βιάρος, αδελφός του Ιωάννη Καποδίστρια. 

    Αργότερα, το 1820 και αφού είχε μυηθεί μεγάλος αριθμός επιφανών πατριωτών, ο Ξάνθος, εφοδιασμένος με επιστολή του Α. Γαζή, προσέγγισε τον Καποδίστρια στην Πετρούπολη, τον Ιανουάριο του 1820. Αφού του παρουσίασε όλο το σύστημα της Εταιρείας, τους αρχηγούς και την γεωγραφική έκτασή της, του ζήτησε να αναλάβει ως αρχηγός απ’ ευθείας, ή με κάποιο άλλο σχέδιο. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, με το σκεπτικό ότι ήταν υπουργός του Ρώσου Αυτοκράτορα. Συναντήθηκαν ξανά σε σύντομο διάστημα, όμως ο Καποδίστριας αρνήθηκε και πάλι με την αποστροφή, "...αν οι αρχηγοί γνωρίζουν άλλα μέσα προς κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσιν καί να τους βοηθήσει ο Θεός." 

    Η αποκήρυξη των Φιλικών από τον Καποδίστρια, ήταν γεγονός πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Σε υπόμνημά του, το 1819, προς τους γενικούς προξένους της Ρωσίας, Δεστούνη στην Σμύρνη, στον οποίο υπαγόταν και το Αρχιπέλαγος καί Βλασόπουλο στον Μοριά με δικαιοδοσία και στις παράκτιες πόλεις της Ηπείρου, εκφράζοντας την επίσημη ρωσική πολιτική εκείνης της περιόδου, προειδοποιούσε κατά των επαναστατών - Φιλικών, οι οποίοι δρούσαν ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό.

    Εκείνο, το οποίο ο Καποδίστριας ήθελε να αποφύγει, ήταν βεβιασμένες επαναστατικές κινήσεις. Κατά την άποψή του, τέτοιες ενέργειες θα ήταν καταστροφικές για τους ¨Έλληνες , λαμβάνοντας υπ’ όψη το αρνητικό διεθνές περιβάλλον, μετά το Συνέδριο της Βιέννης και την σύμπηξη της Ιεράς Συμμαχίας. Αρχηγός της Εταιρείας δεν υπήρξε και αρνήθηκε σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων των Φιλικών, αυτοί όμως διέδιδαν ότι ήταν. Δεν είναι παράλογο, ότι μία τέτοια διάδοση, ικανοποιούσε μέλη της Εταιρείας από την άρχουσα τάξη – προεστούς, αρχιερείς, πλούσιους εμπόρους – οι οποίοι εύχονταν μία εκ των άνω, όσο λιγότερο επαναστατική λύση. Κάτι τέτοιο θα διασφάλιζε ο συντηρητικός Καποδίστριας, όπως και την εμπλοκή της Ρωσίας, μέσω της επιρροής του στον Τσάρο. Παράλληλα, η διάδοση αυτή, έδινε και μία αίγλη στην Εταιρεία. 

    Αναμφίβολα ο Καποδίστριας ήταν ενήμερος για τις δραστηριότητές της Φιλικής, έχοντας από την θέση του πλήρη πρόσβαση στις αναφορές των διαφόρων ρωσικών υπηρεσιών, ενώ ανώτατα μέλη της Εταιρείας τον είχαν προσεγγίσει και του είχαν παρουσιάσει τη δράση της, όπως είδαμε παραπάνω. Είχε ακόμη πολλούς φίλους από τα μέλη της, όπως τον τέως μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο, τον Χ. Περραιβό τον συνεργάτη του Ρήγα, οπλαρχηγούς, όπως τους Κολοκοτρώνη, Μπότσαρη,Τζαβέλλα καί Ανδρούτσο, με τους οποίους είχε συμπολεμήσει κατά του Αλή Πασά, στην Λευκάδα το 1807, και ακόμη τον αδελφό του Βιάρο και τον πανταχού παρόντα Άνθιμο Γαζή κ.α. Πίστευε όμως στην εκπαίδευση των Ελλήνων, πριν από οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία θα μπορούσαν να πάρουν. Ο Καποδίστριας διακήρυττε ότι: " Πρέπει πρώτον να μορφώσωμεν τους Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν Ελλάδα". Θεωρούσε, ότι έπρεπε έγκαιρα να προετοιμασθούν μορφωμένοι και αρμόδιοι ηγέτες, χωρίς να αποκλείει την πιθανότητα ¨να υποστεί η Ελλάδα μία κρίση¨ δηλ. να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της, όπως αναφέρει ο Ρώσος ιστορικός Αρς. Βέβαια, σαν λαμπρός διπλωμάτης γνώριζε καλά, ότι θα χρειαζόταν και κάτι πολύ πιο αποφασιστικό από τη μόρφωση και είχε διαμορφώσει την άποψή του, μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), την οποία θεωρούσε καταστροφική για την Ρωσία. Ο Καποδίστριας έβλεπε καλύτερα από κάθε άλλον από τη θέση του τη δυναμική των πραγμάτων, τα οποία προοιώνιζαν ένα νέο αποφασιστικό Ρώσο-τουρκικό Πόλεμο. Μία τέτοια σύγκρουση θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για τους προετοιμασμένους Έλληνες να εξεγερθούν, με όσο το δυνατόν λιγότερες θυσίες.

    Σαν Ρώσος υπουργός, ο Καποδίστριας προσπάθησε , στην περίοδο 1821-1822, να πείσει τον Αλέξανδρο Α΄, ότι τα ρωσικά συμφέροντα απαιτούσαν σύγκρουση με τους Οθωμανούς, εκείνο το χρονικό διάστημα. Αν αυτό συνέβαινε το όφελος για την Επανάσταση θα ήταν πολύ μεγάλο. Όμως ο Τσάρος δεν συναίνεσε, κάτω από το βάρος των διεθνών συνθηκών και της Ιεράς Συμμαχίας. Η Ρώσο-τουρκική σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε τελικά και έγινε το 1828-1829, από τον αποφασιστικότερο Νικόλαο Α΄. 

    Το πραγματικό ερώτημα για τον Καποδίστρια ήταν, όχι αν θα έπρεπε να γίνει επανάσταση, αλλά το πότε. Η πολιτική λογική και τεράστια πείρα του, τον έπειθαν ότι μόνες οι εσωτερικές δυνάμεις του ελληνικού λαού εκείνη τη στιγμή, δεν επαρκούσαν για επιτυχή έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα. Πίστευε στην εξωτερική επέμβαση, ίσως και λόγω της θέσης του. Το άλλο άκρο ήταν ο Ρήγας.

    Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Σκουφάς είχε αμέσως επαφές με τον Υψηλάντη, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία τον Απρίλιο του 1820, με τον τίτλο του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής.

    Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έγινε μεγάλη συνάντηση των Eταιριστών στο Ισμαήλι, όπου αναπτύχθηκε και το σχέδιο δράσης. Παράλληλα, ο Υψηλάντης έστειλε πολεμικές προκηρύξεις προς τους "...αρχιερείς, τους άρχοντας καί προεστώτας...του Γένους" στην Στερεά, τα νησιά του Αιγαίου και ειδική εγκύκλιο προς τους Έλληνες πλοιάρχους. Εκεί, τους καλούσε να εφοδιάσουν τα πλοία τους με πυροβόλα και πολεμοφόδια το ταχύτερο. Άλλη μία προκήρυξη προς τους Πελοποννησίους θα μετέφερε ο Παπαφλέσσας. 

    Το σχέδιο δράσης ήταν μεγαλεπήβολο και προέβλεπε: Ταυτόχρονες επαναστάσεις στην Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Μολδοβλαχία, πυρπόληση του Οθωμανικού στόλου και ταραχές στην Κωνσταντινούπολη, Επανάσταση υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρχικά στην Πελοπόννησο, όπου θα διαπεραιωνόταν από την Τεργέστη. Εκεί θα τον πλαισίωναν οι λοιποί αρχηγοί της Φιλικής, ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης επικεφαλής των σημαντικότερων καπεταναίων του Μοριά. Προπομπός με οδηγίες στάλθηκε ο Παπαφλέσσας. Στην Ήπειρο για να ενεργοποιήσει τους Σουλιώτες, προκειμένου να αποτραπεί κάθοδος των Αλβανών, στάλθηκε ο Χρήστος Περραιβός.

    Με ενέργειες και συστατικές επιστολές θα υποστήριζαν την τελική προετοιμασία, ο Μεγάλος Διερμηνέας Κ. Μουρούζης, ο Διερμηνέας του στόλου Ν. Μουρούζης και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Όμως στην συνάντηση στο Ισμαήλι, πέρα από τις προκαταρτικές ενέργειες, τέθηκαν τα ερωτήματα, αν έπρεπε να επισπευσθεί η κύρια επιχείρηση και ποιος θα ήταν τελικά ο τόπος έναρξης της Επανάστασης. Το θέμα της επίσπευσης πρόβαλε, διότι υπήρχαν έντονοι φόβοι για διαρροές των σχεδίων. Οι φόβοι αυτοί ήταν βάσιμοι, καθώς οι απόστολοι προς την Σερβία και την Δ. Μακεδονία δολοφονήθηκαν και στην Κωνσταντινούπολη, ο Π. Σέκερης μόλις πρόλαβε να φύγει για την Οδησσό, μετά από προδοσία του αδελφού του Γαλάτη.

    Όσον αφορά τον τόπο έναρξης, ο Αλ. Υψηλάντης είχε αντιληφθεί, ότι τα αναφερόμενα από του Πελοποννήσιους γιά την έκταση των προετοιμασιών και τις εκεί διατιθέμενες δυνάμεις , ήταν μακριά από την πραγματικότητα. Σ’ αυτό συνέτεινε και μία, όπως αποδείχθηκε, πλαστή αναφορά ετοιμότητας των Πελοποννησίων, την οποία κόμιζε ο Παπαφλέσσας στην συνάντηση στο Ισμαήλι καί ο οποίος έντονα ζητούσε την έναρξη της επανάστασης στον Μοριά. Αντίθετα, ο έμπιστος του Υψηλάντη, Παπαδόπουλος, ο οποίος πριν 7 μήνες είχε περάσει από την Πελοπόννησο, δεν είχε διαπιστώσει ιδιαίτερες προπαρασκευές. Λήφθηκαν όμως υπ’ όψη και άλλα σημαντικά γεγονότα για την τελική απόφαση του τόπου κήρυξης της Επανάστασης. Εκτός από το ότι είχαν γίνει σοβαρές προετοιμασίες καί μυήσεις μελών στην Μολδοβλαχία τα προηγούμενα χρόνια, ο Μιχαήλ Σούτσος, ηγεμόνας της Μολδαβίας, μυημένος στην Εταιρεία, ήταν πρόθυμος ο αγώνας να αρχίσει από εκεί, ενώ ο αιφνίδιος θάνατος, ίσως από δηλητήριο, του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, o οποίος είχε επιφυλάξεις, καθώς και οι ενέργειες του Βλαδιμηρέσκου στην Βλαχία, απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και άμεση δράση. Έτσι, πάρθηκε η απόφαση, να γίνει η κήρυξη του αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. 

    Μία βασική ακόμη παράμετρος, στην οποία στηρίζονταν οι Φιλικοί για την επιτυχία του εγχειρήματος στην ευρύτερη Βαλκανική και που αποδείχτηκε εσφαλμένη, ήταν η προσδοκία εισβολής ρωσικού στρατού στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, η οποία δεν έγινε. Ο λόγος ήταν η καταρχήν αρνητική θέση του Αλέξανδρου Α΄, λόγω των ισορροπιών της Ιερής Συμμαχίας, θέση η οποία έγινε εντονότερη κατά το συνέδριο των Δυνάμεων στο Λαϊμπαχ ( Λουμπλιάνα ) στις αρχές του 1821. Από εκεί και μετά τα γεγονότα ακολούθησαν το δικό τους αδυσώπητο δρόμο, με την κήρυξη της επανάστασης πρώτα στην Μολδαβία τον Φεβρουάριο του 1821.

    Μερικοί έχουν υποστηρίξει ότι η Εταιρεία είχε άμεσο σύνδεσμο με τους Καρμπονάρους, τους Ρώσους Δεκεμβριστές καί άλλες μυστικές οργανώσεις, αλλά αυτό δεν ευσταθεί. Το γεγονός ότι μέλη της είχαν μυηθεί σε άλλες οργανώσεις και είχαν εισαγάγει λειτουργικά στοιχεία στην Φιλική, δεν σημαίνει καθόλου ότι αυτή ήταν μέρος μιας ευρύτερης συνωμοτικής κίνησης, όπως υποστήριζε ο κύριος μοχλός της Ιεράς Συμμαχίας Μέττερνιχ. Άλλωστε οι Δεκεμβριστές την αποσυνέδεαν από τους Καρμπονάρους. Τα μέλη της ήταν μόνο Έλληνες, η μύηση σ’ αυτήν είχε ορθόδοξα στοιχεία και ο στόχος της ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων. Η Φιλική ήταν αμιγώς Ελληνική μυστική εταιρεία, με καθαρά Ελληνική ιδεολογία και εθνικό στόχο. Η οργάνωσή της λειτούργησε αποτελεσματικά για 7 χρόνια, 1814-1821, και πέτυχε να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την Επανάσταση και την έναρξή της. Απέτυχε στην Μολδοβλαχία από κακούς πολιτικούς υπολογισμούς, αδύναμη ηγεσία και απομόνωση από το εντόπιο λαϊκό στοιχείο. Πέτυχε στην νότια Ελλάδα, γιατί οι επαναστάτες ήταν εθνικά ομοιογενείς και εκμεταλλεύθηκαν σωστά τις ευκαιρίες κατά την στιγμή της κήρυξης, όπως η απουσία των οθωμανικών δυνάμεων από την Πελοπόννησο στο μέτωπο με τον Αλή των Ιωαννίνων. Και ακόμη, οι μυημένοι οπλαρχηγοί ηγέτες του Μωριά και της Ρούμελης, όπως και οι καπετάνιοι των νησιώτικων στόλων, ήταν έμπειροι και σεβαστοί από το λαό. 

    Η Φιλική Εταιρεία προβάλλοντας την επαναστατική λύση, πρόβαλλε την δικαίωση των καταπιεσμένων Ρωμιών ραγιάδων, κατά του Οθωμανού δυνάστη. Εργαλείο της για την Επανάσταση ήταν οι λαϊκοί ήρωες κλέφτες και όσοι αρματολοί θα απαρνιόντουσαν τα αρματολίκια, γεγονός το οποίο ενθουσίασε τον λαό και τον ώθησε να υποστηρίξει την Επανάσταση με αυτοθυσία. 

    Αν υπήρχε έμμεση σχέση του Καποδίστρια με την Φιλική Εταιρεία, δεν μπορεί μέχρι στιγμής να αποδειχθεί. Εκείνο πού είναι βέβαιο, είναι ότι δεν υπήρξε αρχηγός της σε κανένα στάδιο της δραστηριότητάς της, παρέμεινε όμως προσηλωμένος στο στόχο της επιτυχίας της Επανάστασης και όταν αποχώρησε από την ρωσική υπηρεσία, τον Αύγουστο του 1822.

    Το ερώτημα αν ο Καποδίστριας, έστω και μη συμμετέχοντας δρούσε εποπτικά, με η χωρίς την κατάφαση και στήριξη του Τσάρου, δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια. Τα αποσπασματικά και περιστασιακά στοιχεία διατυπωμένα με την περίτεχνη διπλωματική γλώσσα της εποχής, δεν οδηγούν σε σαφή συμπεράσματα. Αλλά και αν υπήρχαν σαφείς αποδείξεις, πράγμα αμφίβολο, θα είχαν άραγε αφεθεί από τον Τσάρο και τον Καποδίστρια να δημοσιοποιηθούν;

    Τελικά, σαν παρατήρηση θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι ένα έλλειμμα της Φιλικής Εταιρείας ήταν το ότι δεν είχε ένα καθορισμένο πολιτικό όραμα, το οποίο θα κρατούσε ενωμένα τα μέλη της και μετά την απελευθέρωση. Αυτό ίσως, επειδή τα μέλη της, τα οποία προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές τάξεις, δεν είχαν επεξεργαστεί μία συνολικά αποδεκτή πολιτική λύση για το ελεύθερο κράτος. 

    Πάντως με την αποφασιστικότητα της Φιλικής η Εθνεγερσία πραγματοποιήθηκε, αλλά οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις πέρασαν αλώβητες από τον μύλο της Επανάστασης και άφησαν στο ελληνικό γονιδίωμα τον εμφύλιο, σαν λύση διαφορών.

    Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικήτα Σίμου "Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ 1821-1832", εκδ. Παπαζήση   

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ