Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 08-Οκτ-2022 08:26

    Μικρά Ασία

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Μανόλη Καψή

    Βγαίνοντας από την έκθεση Μικρά Ασία, στο μουσείο Μπενάκη, προσπάθησα να μαζέψω τα συναισθήματά μου. Γιατί η έκθεση αυτή ήταν διαφορετική; Τι είναι αυτό που κρατάς μέσα σου βγαίνοντας από τις αίθουσες; Θαυμασμό για τον πολιτισμό που οικοδόμησαν οι Ελληνες της Μικράς Ασίας, θλίψη για την απώλεια;

    Υπήρχε σίγουρα νοσταλγία. Νοσταλγία; Δεν είμαι καν σίγουρος ότι είναι η σωστή λέξη. Τι νιώθεις βλέποντας για παράδειγμα, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που είχαν στα σπίτια τους οι Ελληνες της Ιωνίας; Τις λεπτοκεντημένες πολύχρωμες παντόφλες, εκείνο το υπέροχο κουτί- επενδυμένο με βελούδο- που έχει όλα τα απαραίτητα για τη ραπτική, ψαλίδι, βελόνα και δαχτυλήθρα, καλά τακτοποιημένα στη θέση τους, το πολύτιμο κουτί που η πρόσφυγας το πήρε μαζί της στην Καταστροφή;

    Τα τσόκαρα για το χαμάμ, τα πασούμια, τα νυφικά φορέματα εμπνευσμένα από την τελευταία λέξη της μόδας στην Ευρώπη και τις τσόχινες κάπες της Αττάλειας, που είναι τόσο, μα τόσο ανατολίτικες; Τι νιώθεις βλέποντας τα επιβλητικά πορτρέτα των πλουσίων εμπόρων και βιομηχάνων της Σμύρνης; Οι περισσότεροι φορούν ρεντικότες και έχουν μακριές, επιβλητικές φαβορίτες, όπως ήταν η μόδα στη βόρεια Ευρώπη. Tο δικό μου βλέμμα έπεσε σε ένα πορτρέτο στην άκρη άκρη του τείχου. Είναι το πορτρέτο του μεγαλέμπορου γυαλικών Βασιλείου Βασίλαρου. Ντυμένος με γούνα και μακρύ φόρεμα, όπως όλοι οι πλούσιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σαν να μας προειδοποιεί ότι η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη, ότι οι επιθετικοί προσδιορισμοί αδυνατούν να εκφράσουν και να περιγράψουν μια χαμένη εποχή, πολύ διαφορετική από τη δική μας. Είμαστε ακόμα στην εποχή των αυτοκρατοριών, που οι εθνικισμοί του 19ου αιώνα κατεδάφισαν και αποδοκίμασαν, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι είχαν πολύ μεγαλύτερη ανοχή στην διαφορετικότητα και σεψαυτό που σήμερα ονομάζουμε πολυπολιτισμικότητα.

    Αυτό που νιώθεις σίγουρα νομίζω, είναι ότι έχεις μπροστά σου ότι απέμεινε ως μνήμη- πολλές φορές καταχωνιασμένο στις ντουλάπες των επιγόνων, διατηρημένη σαν φυλαχτό, σαν το τελευταίο ίχνος μιας σύνδεσης με έναν τόπο και μια οικογενειακή ιστορία- η μνήμη από τους ανθρώπους που έχτισαν με πολύ σκληρή δουλειά, σε έναν τόπο πλούσιο και κυρίως διασυνδεδεμένο οικονομικά με τον ευρύτερο κόσμο, έναν πολιτισμό διαφορετικό από αυτόν της στενής πατρίδας. Έναν πολιτισμό ανοιχτό στα διάφορα ρεύματα. Ελληνικό αλλά και ευρωπαϊκό, ελληνικό αλλά και ανατολίτικο, τούρκικο.

    Αλλά η νοσταλγία ταιριάζει, όταν αναζητάς, όπως ομολογώ έκανα εγώ προσωπικά καθώς περνούσα από τη μία αίθουσα στην άλλη, καθώς κοίταζα τα πιάτα, τα φορέματα, τα μουσικά όργανα και τις φωτογραφίες από τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Βιθυνία και τα Δαρδανέλια, τη Σμύρνη και τα γύρω της χωριά, τα Βουρλά, τη μικρή και ξεχασμένη Κίο (δυστυχώς δεν βρήκα φωτογραφία από το χωριό του παππού μου, την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ), τα σημάδια της συνύπαρξης, της ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων.

    Στη αρχή της έκθεσης, κάτω από τις πρώτες φωτογραφίες, υπάρχει η εξής αναφορά του Δημήτρη Νικολήνταγια, από το Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας: "Με τους Τούρκους του χωριού περνούσαμε καλά. Ηρχονταν στα σπίτια μας. Από μας πήγαιναν μόνο οι γυναίκες γιατί οι Τουρκάλες δεν μπορούσανε να παρουσιαστούν σε ξένους άνδρες. Η γυναίκα του Τούρκου που δουλεύαμε ήξερε καλά τα ελληνικά. Τα είχε μάθει γιατί έκανε από μικρή συναναστροφή μαζί με Ελληνες, στο Σεβδίκιοϊ και στη Σμύρνη. Όμως, όταν της μιλούσαμε ελληνικά, εκείνη απαντούσε τούρκικα. Μόνο όσοι τους γνωρίζαμε ξέραμε πως ήξερε καλά τα ελληνικά. Σε μένα ξεσκέπαζαν και το πρόσωπό τους…"

    Ενώ η Πολυξένη Τζοσκούνογλου, από τη Κουταλάσκη Καππαδοκίας, αφηγείται: "Οι Τούρκοι πίστευαν και στη θρησκεία μας. Οταν αρρώσταιναν έρχονταν στην εκκλησία μας, πήγαιναν στον Παπά Χαραλάμπιο να τους διαβάσει καμμία ευχή να γίνουν καλά. Εστελναν κεριά την εκκλησία μας. Κι εμείς όταν αρρωσταίναμε, πηγαίναμε στον Χότζα τους να μας διαβάσει ευχή να γίνουμε καλά. Αυτό δεν γινόταν συχνά. Πιό πολύ οι Τούρκοι έρχονταν στον Παπά. Στέλναμε κι εμείς κεριά στο τζαμί τους.”

    Όλα αυτά βέβαια πριν. Πριν αρχίσει το προγκρόμ των Ελλήνων από τους Νεότουρκους.

    Η αίθουσα για τη μικρασιατική εκστρατεία που ακολουθεί, είναι λίγο σκοτεινή. Τα φώτα εδώ, ίσως όχι τυχαία, έχουν χαμηλώσει. Στολές, η σημαία του Στρατηγείου Σμύρνης, το ημιαυτόματο πιστόλι του Πλαστήρα, ένα γαλλικό πολυβόλο Hotchkiss που χρησιμοποιήθηκε στις επιχειρήσεις, φωτογραφίες του Βενιζέλου μαζί με τους ξένους ηγέτες της εποχής, από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων……Ολοι υποθέτω, σε αυτό το σημείο θα σκεφτούν. Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε χάσει τις εκλογές ο Βενιζέλος; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η Καταστροφή; Θα είχε κάνει το θαύμα ο Βενιζέλος, αυτός για τον οποίο ο διπλωμάτης Harold Nicolson, έγραφε το 1919 από το Παρίσι: "Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος. Η ομιλία του είναι ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμός, θάρρος, φιλολογία, μα πάνω απ΄όλα ήταν αυτός ο ίδιος. Αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του...”

    Οι φωτογραφίες με τους χαμογελαστούς στρατιώτες να αποβιβάζονται στη Σμύρνη, καθώς οι Ελληνες τους υποδέχονται με ενθουσιασμό, σου προκαλούν θλίψη. Γιατί ξέρεις τη συνέχεια… Με ενοχική διάθεση, μια σκέψη μήπως ο χρόνος θα μπορούσε να παγώσει εκείνη τη στιγμή, έρχεται προς στιγμήν και φεύγει αμέσως. Κατευθύνεσαι προς το βάθος όπου η αίθουσα στενεύει και σκοτεινιάζει τελείως. Η Καταστροφή. Μια ταινία από τα επίκαιρα της εποχής, που αποτυπώνει τα τραγικά πρόσωπα των προσφύγων καθώς βρίσκονται στην προκυμαία και περιμένουν τη σωτηρία, είναι σχεδόν το μόνο που υπάρχει. Φεύγεις.

    Οι υπόλοιπες αίθουσες είναι αφιερωμένες στην Αποκατάσταση. Τα φώτα δυναμώνουν ξανά. Οι πρώτες φωτογραφίες είναι από τις σκηνές που είχαν στηθεί για τους πρόσφυγες στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σιγά σιγά βλέπεις τις πρώτες παράγκες, μετά τα πρώτα σπίτια, οι συνοικισμοί των προσφύγων που αρχίζουν να δημιουργούνται στις παρυφές της Αθήνας. Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Δραπετσώνα. Η πόλη της Καβάλας που μεταμορφώνεται.

    Εδώ δεν υπάρχουν πια φανταχτερά φορέματα, ούτε είδη πολυτελείας, ούτε πορτρέτα των πλούσιων Ελλήνων της Σμύρνης. Εδώ υπάρχει λάσπη, πολύ λάσπη, κουρέλια για φορέματα, χέρσα γη και τα πρόσωπα δεν είναι χαμογελαστά. Εχουν όμως πείσμα. Πείσμα για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, σε έναν τόπο αρχικά πολύ αφιλόξενο για τους "τουρκόσπορους". Ο χώρος χωρίζεται από όγκους που μοιάζουν με σκηνές, και που σε υποβάλουν να σκεφτείς. Πώς ήταν οι ζωή αυτών των ανθρώπων τα πρώτα χρόνια; Πόση στέρηση, πόσες κακουχίες, πόση θλίψη.

    Αραγε πίστευαν ότι θα μπορέσουν μια ημέρα να γυρίσουν πίσω; Να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία; Στα σπίτια που άφησαν; Στις περιουσίες τους και στα χωριά τους;

    Αυτός πάντως που φρόντισε να κλειδώσει και να πάρει μαζί του το κλειδί της εισόδου της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη, το κλειδί που βλέπουμε σε μια από τις προθήκες της έκθεσης, κάτι τέτοιο μάλλον θα σκεφτόταν.

    Εγω επιστρέφω στην αρχή της έκθεσης, μεταφέρομαι ξανά στην Τραπεζούντα, στο Αϊβαλί και στο Ικόνιο και όταν φτάνω στη Μικρασιατική εκστρατεία σταματώ. Δεν αντέχεται ξανά.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ