Συνεχης ενημερωση

    Πέμπτη, 28-Οκτ-2021 00:42

    Οι πλούσιες χώρες πρέπει να αναλάβουν το κόστος για έναν "net zero" κόσμο

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου
    Εργοστάσιο στην Ανατολική Ιάβα, Ινδονησία
    (Ulet Ifansasti για τους The New York Times)


    Στη Σύνοδό τους αυτή την εβδομάδα οι ηγέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχαν την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που η παγκόσμια κοινότητα χρησιμοποιεί τους οικονομικούς πόρους για να περιορίσει τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.

    Οι οικονομίες που εργάζονται με στόχο έναν "net zero" κόσμο έως το 2050 −έναν κόσμο με μηδενικές εκπομπές άνθρακα− θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα τεράστιο εμπόδιο: πώς θα κινητοποιηθεί ο τομέας των ιδιωτικών επενδύσεων για να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες στην αποστολή τους. Τις επόμενες δεκαετίες οι εκπομπές ρύπων στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές (όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Νότια Αφρική) αναμένεται να αυξηθούν με πιο γρήγορο ρυθμό από ό,τι στις πλούσιες χώρες (βλ. ΗΠΑ, κράτη-μέλη της Ε.Ε. και Ιαπωνία). Εάν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, τότε οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα επηρεάσουν καταλυτικά ολόκληρη την υφήλιο.

    Για την επιτυχή μετάβαση σε έναν κόσμο με μηδενικές εκπομπές ρύπων θα χρειαστούν άνευ προηγουμένου επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές. Στις φτωχές χώρες οι επενδύσεις σε έργα με χαμηλές εκπομπές άνθρακα θα πρέπει να ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια ετησίως – δηλαδή, έξι φορές πάνω από τα σημερινά επίπεδα επενδύσεων στα 150 δισ. δολάρια.

    Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν από μόνες τους αυτό το μέγεθος επενδύσεων και οι αναδυόμενες αγορές δυσκολεύονται να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Οι θεσμικοί επενδυτές, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες, είναι επιφυλακτικοί στο να "τοποθετήσουν" τις αποταμιεύσεις πολιτών σε αγορές όπου υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την πολιτική σταθερότητα, τον πιστωτικό κίνδυνο και την εκτελεστότητα των συμβάσεων. Τέτοιοι επενδυτές οφείλουν να ενεργούν με γνώμονα τα βέλτιστα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών τους. Για να γίνουν οι αναδυόμενες αγορές μια βιώσιμη επιλογή για τους θεσμικούς επενδυτές, θα χρειαστούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν πολλά χρόνια – και ο κόσμος δεν έχει τόσο χρόνο.

    Πώς, λοιπόν, θα φτάσουμε εγκαίρως στα απαραίτητα επίπεδα επενδύσεων;

    Τα πλούσια κράτη θα πρέπει να διαθέσουν περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων τους για να προωθήσουν τη μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές άνθρακα σε άλλες χώρες. Οι τρέχουσες προσπάθειές τους, αν και εντείνονται, δεν επαρκούν. Σήμερα οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών επενδύουν για το κλίμα −μέσω χρηματοδοτήσεων− μόλις 16 δισ. δολάρια ετησίως στις αναδυόμενες αγορές.

    Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας μου, της BlackRock, η ενίσχυση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων στο 1 τρισ. δολάρια ετησίως για τη μείωση των εκπομπών ρύπων χρειάζεται περίπου 100 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις από χώρες που μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά, όπως τα μέλη του ΟΟΣΑ και η Κίνα. Παρόλο που το ποσό φαντάζει τρομακτικό, ιδίως αυτή την περίοδο που η παγκόσμια κοινότητα ανακάμπτει από την πανδημία, αν δεν επενδύσουμε τώρα, θα οδηγηθούμε σε μεγαλύτερες ζημιές μετά.

    Η κλιματική καταστροφή δεν θα σεβαστεί εθνικά σύνορα. Χωρίς ανάληψη δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε κράτος θα επιβαρυνθεί με τεράστιο κόστος από την υπερθέρμανση του πλανήτη, εξαιτίας ζημιών από τις όλο και συχνότερες φυσικές καταστροφές και διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αν επενδυθούν 100 δισ. δολάρια ετησίως σε δημόσιους πόρους για τα επόμενα 20 χρόνια, θα αποτραπούν τουλάχιστον 10πλάσιες δαπάνες − η πιθανότερη επίπτωση αν δεν πιάσουμε τον "net zero" στόχο για το 2050.

    Ζωτικής σημασίας ενέργεια προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη μετάβαση των αναδυόμενων οικονομιών σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα είναι να αξιοποιηθούν δημόσιοι πόροι –μέσω χρηματοδοτήσεων– για την αύξηση των ιδιωτικών κεφαλαίων. Η κρατική χρηματοδότηση με τη μορφή επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων μπορεί να απορροφήσει ορισμένους από τους κινδύνους που συνεπάγεται η επένδυση σε αναδυόμενες οικονομίες. Μπορεί να καταστήσει τα έργα για το κλίμα μια βιώσιμη επιλογή για τους θεσμικούς επενδυτές.

    Σήμερα τα ιδιωτικά κεφάλαια που συγκεντρώνονται για κάθε επιχορήγηση ή επιδότηση είναι πενιχρά. Η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλες πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες εκτιμούν ότι για κάθε δολάριο δημόσιου κεφαλαίου που έχουν δανείσει προσελκύουν −κατά μέσο όρο− λιγότερο από ένα δολάριο ιδιωτικής χρηματοδότησης. Επιμερίζοντας ορισμένους από τους κινδύνους που αποτρέπουν τους ιδιώτες από το να επενδύσουν, η κρατική χρηματοδότηση μπορεί να συμβάλει στο να γίνουν οι αναδυόμενες αγορές μια ρεαλιστική πρόταση για τους ιδιώτες επενδυτές.

    Τα πολυμερή ιδρύματα, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, επικρίνονται συχνά για την αργή προσαρμογή τους στην αντιμετώπιση κρίσεων. Μια εναλλακτική λύση είναι η θεμελίωση νέων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα αξιοποιήσουν κεφάλαια στη "μάχη" κατά της κλιματικής αλλαγής.

    Πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι εφικτό να αναδημιουργήσουμε τις υφιστάμενες πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, τους πολυμερείς οργανισμούς και τα "πράσινα" funds, ώστε να μπορούν να διοχετεύουν πιο αποτελεσματικά τις επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις από τις ανεπτυγμένες χώρες. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις επιμέρους γνώσεις αυτών των θεσμικών οργάνων και να επενδύσουμε σε λύσεις όπως οι "πράσινες" τράπεζες, που μπορούν να συνδυάσουν αυτά τα κεφάλαια με τη διεθνή δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση.

    Ελπίζω πως οι ηγέτες που συνεδριάζουν αυτές τις μέρες στην Ουάσινγκτον θα θελήσουν να φανούν τολμηροί και να πιέσουν τους διεθνείς οργανισμούς ώστε να αναθεωρήσουν την προσέγγισή τους όσον αφορά τη χρηματοδότηση των φτωχών χωρών για την κλιματική αλλαγή. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος.

    * Ο Larry Fink είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της BlackRock.

    © 2021 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ