Του Νίκου Χρυσικόπουλου
Τι κι εάν κάποιοι ειδικοί χαρακτηρίζουν δημοσίως το ελληνικό χρηματιστήριο «φθηνό» και πληθώρα επενδυτικών εκθέσεων ανεβάζουν τους τελευταίους μήνες διαρκώς τις τιμές-στόχους για τις μετοχές του Χ.Α.; Τις τελευταίες ημέρες τα μεγάλα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που εδώ και χρόνια δίνουν το ρυθμό στο Χρηματιστήριο εξέφρασαν έμπρακτα την ανησυχία τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς για άλλη μια φορά τους τελευταίους μήνες «ξύπνησαν» οι φόβοι στις αγορές ομολόγων για την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας, την αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση αλλά και για το ενδεχόμενο νέων υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Όπως αναφέρουν χρηματιστηριακά στελέχη, στην αγορά «βγήκαν» εδώ και μέρες μεγάλες εντολές πώλησης ελληνικών μετοχών από τη Citigroup, τη Goldman Sachs και τη Deutsche Bank. Από κοντά, υπήρξαν ρευστοποιήσεις και από μικρότερα funds αλλά και από μεγάλα ελληνικά ιδιωτικά χαρτοφυλάκια που δραστηριοποιούνται στο Χ.Α. μέσω κωδικών του εξωτερικού. Στο επίκεντρό τους τοποθετήθηκαν φυσικά οι τραπεζικοί τίτλοι του FTSE-20 που αποτελούν το κύριο πεδίο των τοποθετήσεών τους στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα αρκετοί να υποχωρήσουν στα χαμηλότερα επίπεδα του τελευταίου τριμήνου και παρά το γεγονός ότι σχεδόν ταυτόχρονα γίνονταν προγραμματισμένες αγορές από το εξωτερικό, όπως αναφέρουν χρηματιστηριακά στελέχη στο Capital.gr.
Το «σήμα», πάντως, είχε δοθεί νωρίτερα όταν και ξεκίνησαν μαζικές πωλήσεις ελληνικών ομολόγων από ξένες τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Citigroup και η Μerrill Lynch, κάτι που αύξησε τα spreads μεταξύ των 10ετών ελληνικών και γερμανικών ομολόγων στις 186 μονάδες βάσης. Μάλιστα, πολλοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι η διαφορά απόδοσης μπορεί να ξεπεράσει και τις 200 μονάδες βάσης, λόγω των αυξημένων δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου για την ερχόμενη χρονιά.
Οι ανησυχίες των αγορών, άλλωστε, αποτυπώθηκαν και σε παρουσίαση της Citi που έγινε πρόσφατα σε στενό κύκλο στελεχών του χρηματοοικονομικού κλάδου στην Αθήνα. Εκεί τα στελέχη της είχαν αναφέρει πως τo επιβαρυμένο μακροοικονομικό περιβάλλον, οι υπέρογκες δανειακές υποχρεώσεις -υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τα 55 δισ. ευρώ- και η στενή συσχέτιση της ελληνικής αγοράς με τις ροές κεφαλαίων από ξένους θεσμικούς επενδυτές θα εμποδίσουν το ελληνικό χρηματιστήριο να ακολουθήσει το ρυθμό των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών το 2010, όταν και εκτιμάται ότι θα αποτυπωθούν εντονότερα τα σημάδια της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος στις αγορές.
Αλλά και σε πρόσφατη έκθεσή της η Merrill Lynch, αν και χαρακτηρίζει τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές «υπερπουλημένες», κάνει λόγο για τις διεθνείς ανησυχίες αναφορικά με το ελληνικό μακροοικονομικό περιβάλλον, αλλά και τους προβληματισμούς αναφορικά με την στρατηγική εξόδου των ελληνικών τραπεζών από τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ.
Έντονες πιέσεις
Κάτω από αυτό το πρίσμα, μόνον αναμενόμενη θα πρέπει να θεωρείται η επιστροφή του Χ.Α. στα επίπεδα των 2.400 μονάδων και το «ψαλίδισμα» των υψηλών αποδόσεων που μέχρι πρότινος κατέγραφαν αρκετά «βαριά χαρτιά». Μέσα σε ένα μήνα, ο Γενικός δείκτης έχει χάσει το 17% περίπου της αξίας του, έχοντας απολέσει περί τις 530 μονάδες από τα υψηλά έτους των 2.932 μονάδων (ενδοσυνεδρικά στις 15/10).
Την ίδια περίοδο, ο τραπεζικός δείκτης βρίσκεται στο –20,20% και ο FTSE-20 στο –18,30%. Τα «πυρά» των ρευστοποιήσεων του τελευταίου μήνα δέχθηκε κατά κύριο λόγο η μετοχή της Alpha Bank που έχασε το 30,40% της αξίας της κατερχόμενη στα 9,83 ευρώ, η Eurobank που υποχώρησε κατά 27% (στα 9,20 ευρώ) και η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς που επανήλθε στα επίπεδα των 10,30 ευρώ (-22,56% το τελευταίο μήνα). Αντίστοιχα, η Εθνική υποχώρησε κατά 18,22%. Πλην τραπεζών, η εικόνα δεν ήταν καλή τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες και για τη μετοχή του Τιτάνα που «γράφει» απώλειες σε ποσοστό 19%.
Όσο για τη συνέχεια, μερίδα αναλυτών εκτιμά πως οι συνθήκες επιτρέπουν να εξομαλυνθεί η κατάσταση στην αγορά. Η Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ εκτιμά πως οι τιμές στο Χ.Α. έχουν ενσωματώσει πλέον παράγοντες κινδύνου, ανοίγοντας ένα παράθυρο ανόδου σε ενδεχόμενη βελτίωση τους (μείωση των spread ομολόγων, αύξηση ζήτησης κατά την χριστουγεννιάτικη περίοδο, κερδοφορία 4ου τριμήνου), ενώ εκκρεμότητες όπως η αύξηση κεφαλαίου της Alpha Bank θα σταματήσουν να απορροφούν ρευστότητα από την αγορά, στοιχεία που συνηγορούν στην ολοκλήρωση ενός κύκλου διόρθωσης που χρονικά οδεύει προς την λήξη του.
nikos.chrissikopoulos@capital.gr