Τρίτη, 21-Οκτ-2025 07:30
Μελέτη: Παρά τη στροφή στις ΑΠΕ, η Ευρώπη ξοδεύει περισσότερα σε ορυκτά καύσιμα

Του Χάρη Φλουδόπουλου
Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της Ευρώπης στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η ήπειρος παραμένει εγκλωβισμένη στον ακριβό ενεργειακό εθισμό της στα ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με νέα έκθεση του ανεξάρτητου think tank Ember, την περίοδο 2021-2024 η Ευρωπαϊκή Ένωση δαπάνησε 930 δισ. ευρώ περισσότερα για εισαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια – ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό στα 1,8 τρισ. ευρώ.
Η εκτίναξη του κόστους, που προήλθε κυρίως από τις τιμές του φυσικού αερίου οι οποίες άγγιξαν τα 350 ευρώ/MWh έναντι μόλις 15 ευρώ/MWh πριν από την κρίση, κατέστησε σαφές πόσο εύθραυστη παραμένει η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, παρά τη στροφή στις ΑΠΕ.
Αν και η ΕΕ έχει περιορίσει σημαντικά τις ρωσικές προμήθειες, οι εισαγωγές ορυκτών καυσίμων εξακολουθούν να καλύπτουν το 58% των ενεργειακών αναγκών της – ποσοστό υπερδιπλάσιο από εκείνο της Κίνας (24%) και πολύ υψηλότερο από της Ινδίας (37%). Η εξάρτηση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και γεωπολιτική.
Το 81% των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ προέρχεται πλέον από μόλις τέσσερις προμηθευτές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναδειχθεί στον μεγαλύτερο προμηθευτή πετρελαίου και LNG, ενώ το Κατάρ, πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG προς την Ευρώπη, έχει συνδέσει τις παραδόσεις του με χαμηλότερα περιβαλλοντικά και κοινωνικά πρότυπα. Αυτή η συγκέντρωση ισχύος, σύμφωνα με την Ember, αυξάνει τον κίνδυνο χειραγώγησης της αγοράς και αφήνει τα κράτη-μέλη εκτεθειμένα σε εμπορικές πιέσεις και γεωπολιτικές εντάσεις.
Η μεταβλητότητα των τιμών κόστισε ακριβά στα δημόσια ταμεία των κρατών-μελών. Μόνο το επιπλέον κόστος των 930 δισ. ευρώ αντιστοιχεί, όπως σημειώνει η έκθεση, σε "πολλά χρόνια επενδύσεων σε δίκτυα και τεχνολογίες ηλεκτροδότησης" που θα μπορούσαν να είχαν μειώσει την ανάγκη για εισαγωγές.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει ότι η εξάρτηση από το φυσικό αέριο παραμένει ο βασικός παράγοντας κινδύνου για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η Ευρώπη μπορεί να έχει διαφοροποιήσει τις πηγές προμήθειας, αλλά όχι το καύσιμο στο οποίο βασίζεται.
Η Ember τονίζει ότι η ηλεκτροδότηση των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική στρατηγική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Σύμφωνα με την έκθεση, την περίοδο 2019–2024, η αυξημένη διείσδυση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας μείωσε τους λογαριασμούς ενέργειας κατά 59 δισ. ευρώ, μειώνοντας το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, το 82% των ορυκτών καυσίμων εξακολουθεί να καταναλώνεται εκτός του ηλεκτρικού τομέα, κυρίως στις μεταφορές, τη θέρμανση και τη βαριά βιομηχανία.
Η μελέτη εκτιμά ότι, με επιτάχυνση των υφιστάμενων τεχνολογιών, η ηλεκτροκίνηση θα μπορούσε να μειώσει στο μισό την εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα έως το 2040.
Σήμερα, μόλις το 22% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ είναι εξηλεκτρισμένο, έναντι 28% στην Κίνα, 33% στη Σουηδία και 47% στη Νορβηγία – δύο χώρες που αποτελούν, όπως σημειώνει η Ember, παραδείγματα του "ανεκμετάλλευτου δυναμικού" της Ευρώπης.
Η μελέτη αποκαλύπτει επίσης σημαντικές εθνικές και κλαδικές ανισότητες.
Στα νοικοκυριά, ο εξηλεκτρισμός κυμαίνεται από 12% στην Πολωνία έως 48% στη Σουηδία.
Στη χαλυβουργία, το ποσοστό εξηλεκτρισμού είναι 57% στη Γαλλία έναντι 18% στη Σλοβακία.
Αυτές οι διαφορές, τονίζει η Ember, αντικατοπτρίζουν ανισότητες υποδομών, πολιτικών κινήτρων και τεχνολογικής πρόσβασης, που εάν δεν αντιμετωπιστούν, θα διαιωνίσουν την ενεργειακή εξάρτηση.
Η κεντρική σύσταση της μελέτης είναι σαφής: η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει πολλαπλάσια ποσά σε δίκτυα, αποθήκευση και εξηλεκτρισμό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να περιορίσει το ρίσκο των εξωτερικών προμηθευτών και να σταθεροποιήσει το ενεργειακό κόστος.
"Το μάθημα της κρίσης είναι ότι ο εξηλεκτρισμός δεν είναι απλώς ένα εργαλείο για την πράσινη μετάβαση, αλλά μια ασπίδα ενεργειακής ασφάλειας και δημοσιονομικής σταθερότητας", αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Με άλλα λόγια, όσο η Ευρώπη συνεχίζει να βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα –έστω και από διαφορετικούς προμηθευτές– θα πληρώνει το τίμημα της εξάρτησης, τόσο στην τσέπη των πολιτών όσο και στους ισολογισμούς των κρατών.