Τρίτη, 12-Νοε-2024 15:00
Citigroup: Τι σημαίνει η σαρωτική νίκη Τραμπ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες – Ποιες θα χτυπηθούν περισσότερο, ποιες θα "αντέξουν"

Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές και ειδικότερα στην πορεία συγκεκριμένων κλάδων. Οι αμερικάνικες τράπεζες θεωρούνταν εδώ και καιρό ένα από τα κορυφαία Trump trades, δεδομένων των προθέσεών του να χαλαρώσει το ρυθμιστικό περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, το χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και των τραπεζών των ΗΠΑ και κατά πόσο θα ενισχυθεί υπό τον Τραμπ βρίσκεται στο επίκεντρο των χαρτοφυλακίων που επενδύουν στην Ευρώπη. Οι τράπεζες στην ευρωζώνη εγκλωβίστηκαν στην αδύναμη κερδοφορία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, ενώ οι τράπεζες των ΗΠΑ έχουν εκτοξευθεί σε αξία και έχουν κερδίσει μερίδια αγοράς, ειδικά στην επενδυτική τραπεζική, καθώς οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους έχαναν έδαφος.
Κατά τη Citigroup, οι πρώτες ή άμεσες συνέπειες για τον ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό κλάδο από τις εκλογές στις ΗΠΑ και τη δεύτερη προεδρία Τραμπ είναι συνολικά περιορισμένες.
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, όπως επισημαίνει, ότι υπάρχουν πολλές δευτερεύουσες επιπτώσεις, ειδικά για τις ευρωπαϊκές τράπεζες (λιγότερο για τον κλάδο της ασφάλισης και τον διαφοροποιημένο χρηματοοικονομικό κλάδο).
Αυτό είναι συνάρτηση των μελλοντικών επιτοκίων και της τροχιάς των συναλλαγματικών ισοτιμιών, του αντίκτυπου των νέων δασμών (ιδιαίτερα σχετικά με εταιρείες με έκθεση στην Κίνα και το Μεξικό) και της πιθανής απορρύθμισης του τραπεζικού κλάδου στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη Citi, οι τράπεζες που θα μπορούσαν να είναι δικαιούχοι της ρεπουμπλικανικής καθαρής σάρωσης είναι αρκετές, όπως οι UBS, Julius Baer, BNP και SocGen, ενώ ο αντίκτυπος είναι πιθανό να είναι πιο μικτός για άλλες και πιθανόν να θεωρηθεί αρνητικός για τις τράπεζες όπως η BBVA, καθώς και οι γερμανικές και σουηδικές τράπεζες.
Οι αναλυτές επιτοκίων της Citi έχουν υποστηρίξει ότι μια σάρωση των Ρεπουμπλικάνων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετα δημοσιονομικά κίνητρα που οδηγούν σε πιο απότομη μακροπρόθεσμη καμπύλη απόδοσης (steepening) στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, η απότομη κλίση είναι επίσης πιθανή, αλλά και στο βραχυπρόθεσμο κομμάτι της καμπύλης εκτός από το μακροπρόθεσμο, καθώς οι οικονομολόγοι της Citi πιστεύουν ότι οι υψηλότεροι δασμοί θα ήταν αποπληθωριστικοί για την Ευρώπη, οδηγώντας δυνητικά σε μια "στροφή" από την ΕΚΤ μεσοπρόθεσμα.
Αυτό δημιουργεί ένα διαφοροποιημένο αποτέλεσμα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, τονίζει η Citi. Οι τιμές των μετοχών είναι συνήθως πιο συσχετισμένες με το μακροπρόθεσμο μέρος της καμπύλης, δηλαδή τις αποδόσεις στα μακροπρόθεσμα ομόλογα, ενώ η κερδοφορία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις βραχυπρόθεσμες αποδόσεις.
Οι ιρλανδικές, οι ιταλικές, οι γερμανικές και οι ισπανικές τράπεζες έχουν την υψηλότερη συσχέτιση τιμής μετοχής σε σχέση με το 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα έχουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία σε όρους κερδών ανά μετοχή EPS στα χαμηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ.
Οπότε θα μπορούσαμε να δούμε υποβαθμίσεις των EPS, αλλά σε συνδυασμό με ένα re-rating των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών. Οι σουηδικές τράπεζες έχουν επίσης υψηλή ευαισθησία των EPS στα επιτόκια της ΕΚΤ, ωστόσο οι τιμές των μετοχών τους έχουν χαμηλότερη συσχέτιση με το 10ετές των ΗΠΑ, επομένως βρίσκονται αναμφισβήτητα σε χειρότερη θέση.
Αντίθετα, οι διεθνείς τράπεζες της Ελβετίας και του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσαν να βρίσκονται στην καλύτερη θέση, καθώς έχουν συνήθως χαμηλότερη ευαισθησία στα επιτόκια της ΕΚΤ (αντ' αυτού είναι περισσότερο προσανατολισμένες στα επιτόκια της Fed) και μια πιο απότομη καμπύλη στις ΗΠΑ θα ήταν επωφελής.
Εκτός από τις επιπτώσεις από τις αποδόσεις των ομολόγων, η Citi επισημαίνει πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα επηρεαστούν και από την πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εάν το δολάριο ΗΠΑ ανατιμηθεί, τότε οι ευρωπαϊκές τράπεζες με το υψηλότερο ποσοστό εσόδων σε δολάριο (ή που συνδέονται με το δολάριο) θα επωφεληθούν και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι ελβετικές, οι διεθνείς βρετανικές και οι γαλλικές τράπεζες.
Μεταξύ άλλων, η LSEG αντλεί πάνω από το ήμισυ των εσόδων της σε δολάριο και η Partners Group το 45%, ενώ και οι Insurance Lancashire, οι Hiscox, Beazley, Prudential, Swiss Re, Munich Re, Scor, Hannover και Aegon έχουν όλες έκθεση εσόδων σε δολάριο. Η Citi σημειώνει επίσης ότι το μεξικάνικο πέσο έχει χτυπηθεί έντονα από το αποτέλεσμα των αμερικάνικων εκλογών και αυτό είναι αρνητικό για την BBVA.
Όσον αφορά το μέτωπο των δασμών, εάν η νέα Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση των ΗΠΑ εισαγάγει υψηλότερους δασμούς στην Ευρώπη απευθείας, τότε η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία είναι οι πιο εκτεθειμένες ευρωπαϊκές χώρες στις εξαγωγές των ΗΠΑ. Πιο πιθανό (και άμεσο) είναι η επιβολή δασμών στην Κίνα και το Μεξικό. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες με τη μεγαλύτερη έκθεση σε αυτές τις περιοχές περιλαμβάνουν την HSBC, τη StanChart και την BBVA, με τη δυνατότητα μία τέτοια εξέλιξη να επιβαρύνει τη ζήτηση για δάνεια. Επιπλέον, η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προς την Κίνα εντός της Ευρώπης (13,6% των εξαγωγών εκτός ΕΕ), επομένως θα μπορούσαν επίσης να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις για την Commerzbank και την Deutsche Bank, τονίζει η Citi.
Τέλος όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο, η Citi επισημαίνει ότι οι προτάσεις των ΗΠΑ θα μπορούσαν ενδεχομένως να χαλαρώσουν περαιτέρω ή/και να καθυστερήσουν. Οι προτάσεις της Βασιλείας 3.1 είναι ήδη καλά κατανοητές στην Ευρώπη, έχουν καθυστερήσει και παραταθεί για την 1η Ιανουαρίου 2026 και ο αντίκτυπος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi, αναμένεται να είναι περιορισμένος (5% αντίκτυπο στο RWA για τις τράπεζες της Ευρωζώνης και 1% για τις τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου).
Ωστόσο, όπως επίσης εκτίμα, υπάρχει ακόμη δυνατότητα η Ευρώπη να ακολουθήσει τις ΗΠΑ, τουλάχιστον σε χρονοδιάγραμμα, προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική παγκοσμίως - αν και η επικεφαλής του SSM Claudia Buch ρωτήθηκε πρόσφατα άμεσα και έδειξε ότι η Ευρώπη πρέπει να εφαρμόσει ακόμη το πλαίσιο της Βασιλείας 3.1. Ωστόσο, εάν οι κανόνες καθυστερούσαν περαιτέρω, τότε αυτό θα ωφελούσε κυρίως τις wholesale τράπεζες, δηλαδή Barclays, BNP, Deutsche Bank, HSBC, SocGen, ενώ η UBS θα εφαρμόσει τους νέους ελβετικούς κανόνες την 1η Ιανουαρίου 2025.