Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 10-Σεπ-2024 16:00

    Οι αντοχές και οι άμυνες του Χρηματιστηρίου εν όψει του δύσκολου φθινοπώρου για τις αγορές

    123rf - 115191496
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Της Ελευθερίας Κούρταλη

    Η έντονη μεταβλητότητα αλλά και οι ανησυχίες για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας επέστρεψαν στις αγορές. Οι φόβοι για ύφεση στις ΗΠΑ μετά τα στοιχεία της μεταποίησης, οι οποίοι οδήγησαν σε μίνι sell-off στη Wall Street στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, σε συνδυασμό με τα αδύναμα στοιχεία και για την κινεζική οικονομία, όπου η μεταποιητική δραστηριότητα βούτηξε σε χαμηλό έξι μηνών, ήρθαν να αποδείξουν αυτό για το οποίο έχουν προειδοποιήσει οι αναλυτές: ότι ο Σεπτέμβριος είναι ένας δύσκολος ιστορικά μήνας για τις αγορές και φέτος δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.

    Τον Σεπτέμβριο ακολουθεί ο ακόμα πιο δύσκολος Οκτώβριος, ο μήνας των κραχ στην ιστορία των αγορών, ο οποίος φέτος θα "κουβαλάει" και όλες τις τελευταίες ανακατατάξεις των χαρτοφυλακίων εν όψει των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ του Νοεμβρίου. Με λίγα λόγια, το φετινό φθινόπωρο κάθε άλλο παρά ήσυχο θα είναι για τις αγορές.

    Οι αναλυτές προειδοποιούν

    Όπως σημειώνει η Citigroup, μπορεί ο πληθωρισμός να έχει υποχωρήσει και να έρχονται μειώσεις επιτοκίων, ενώ περαιτέρω ανοδική πορεία μπορεί να δικαιολογηθεί για τις αγορές λόγω της ακόμη ισχυρής εταιρικής κερδοφορίας, ωστόσο ο μεταποιητικός τομέας παραμένει αδύναμος, όπως δείχνουν και οι δείκτες PMI, και οι προβλέψεις για την κερδοφορία των εταιρειών θα αρχίσουν να αλλάζουν. Παράλληλα, οι γεωοικονομικοί κίνδυνοι και η αδυναμία της Κίνας επιβαρύνουν επίσης τις αγορές, και ιδιαίτερα την Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, διατηρεί ουδέτερη τη στάση της για την Ευρώπη σε παγκόσμιο πλαίσιο και προτιμά αμυντικούς κλάδους και μετοχές (τεχνολογία, υγειονομική περίθαλψη, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, προσωπική φροντίδα), ενώ αποφεύγει τους κυκλικούς κλάδους (αυτοκίνητα, πρώτες ύλες, κατασκευές, ταξίδια και αναψυχή).

    Κατά την Bank of America, δύο πράγματα έχουν γίνει πιο ξεκάθαρα για τις αγορές μετά το sell-off του Αυγούστου και το δύσκολο ξεκίνημα του Σεπτεμβρίου: (1) η εστίαση της αγοράς έχει μετατοπιστεί από τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό στις ανησυχίες για την ανάπτυξη, κάτι που σημαίνει ότι τα αρνητικά μακροοικονομικά δεδομένα αποτελούν άσχημα νέα για τις μετοχές, και (2) η αγορά εργασίας των ΗΠΑ κατέχει το κλειδί για τις μακροοικονομικές προοπτικές, με τη διαρκή αύξηση του ποσοστού ανεργίας να είναι συνήθως το πιο σημαντικό σημάδι της δυναμικής του τέλους του κύκλου (όταν η ζήτηση εξασθενεί, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων μειώνονται και τα ασφάλιστρα κινδύνου αυξάνονται). Έτσι, η BofA παραμένει αρνητική για τις ευρωπαϊκές μετοχές, αναμένοντας βουτιά της τάξης του 15% έως το β’ τρίμηνο του 2025 και 7% περαιτέρω πτώση για τις κυκλικές μετοχές έναντι των αμυντικών, έπειτα από υποαπόδοση 10% από τον Απρίλιο.

    Οι αγορές σε καμία περίπτωση δεν έχουν ξεφύγει τον κίνδυνο και ο Σεπτέμβριος είναι ιστορικά ένας δύσκολος μήνας για τις μετοχές, προειδοποιεί η J.P. Morgan. Η Fed θα αρχίσει να χαλαρώνει την πολιτική της, αλλά ως απάντηση στην αποδυνάμωση της ανάπτυξης – κι αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για να οδηγήσει σε νέα ανοδική φάση τις αγορές. Επίσης, η δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας επιβραδύνεται, με τους δείκτες οικονομικού κλίματος CESI να είναι αρνητικοί και τους δείκτες PMI της μεταποίησης αδύναμοι, ενώ η πολιτική και γεωπολιτική αβεβαιότητα είναι αυξημένη. Παράλληλα, τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών κορυφώνονται, τα έσοδα αποδυναμώνονται, τα καθαρά έξοδα τόκων πρόκειται να αυξηθούν και το κόστος εργασίας θα μπορούσε να αρχίσει να αυξάνεται, τονίζει η JPM.

    Οι αντοχές και οι άμυνες του Χ.Α.

    Η υπερ-εξάρτηση της Λεωφόρου Αθηνών από τις παγκόσμιες αγορές είναι ξεκάθαρη, και η αδυναμία αυτονόμησης επίσης, αλλά τα θεμελιώδη πολλών ελληνικών εισηγμένων παραμένουν ισχυρά (τιμή/λογιστική αξία, μερισματική απόδοση, ελεύθερες ταμειακές ροές κ.ά.) και οι προοπτικές ευοίωνες, επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς.

    Έτσι, όπως τονίζουν, το αμέσως επόμενο διάστημα έχει αρκετές "ειδήσεις" και, άρα, καταλύτες ώστε να "ξεκολλήσει" το Χ.Α. από την τάση συσσώρευσης που το χαρακτήρισε τις τελευταίες εβδομάδες και να χτίσει άμυνες για το φθινόπωρο: Ακολουθεί νέος γύρος αξιολογήσεων από τους οίκους, διάθεση πακέτων μετοχών, αλλά και ολοκλήρωση της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων εξαμήνου, γεγονότα αυξημένης σημασίας, που θα ενισχύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον και τη συναλλακτική δραστηριότητα. Παράλληλα, το Χ.Α. και οι αγορές γενικότερα αναμένουν πρωτίστως τη στάση που θα κρατήσει η Fed στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου για τα επιτόκια και, κυρίως, την ταχύτητα με την οποία θα μειώσει το κόστος χρήματος έως το τέλος του έτους, με τη δεύτερη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ αυτή την εβδομάδα να θεωρείται ευρέως βέβαιη. 

    Κατά την Beta Securities, η τεχνική εικόνα της ελληνικής αγοράς έχει βελτιωθεί από τις αρχές Αυγούστου, ακόμη όμως δεν έχει γίνει η αποφασιστική κίνηση που θα επαναφέρει τον Γενικό Δείκτη σε ανοδική τάση, λειτουργώντας ανασταλτικά σε βραχυπρόθεσμα κεφάλαια που αναζητούν καλύτερο συγχρονισμό με τα τεχνικά δεδομένα. Η προοπτική θα αλλάξει με τη διαφυγή και το κλείσιμο του Γενικού Δείκτη πάνω από τις 1.450 μονάδες.

    Σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζάνα, σύμβουλο Διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, σε ένα σενάριο κατά το οποίο τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν θα μεταβληθούν προς το χειρότερο και η ισχυρή πορεία της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί, το Ελληνικό Χρηματιστήριο μπορεί στις επόμενες εβδομάδες να κινηθεί προς τις 1.500 μονάδες, επιδιώκοντας ενδεχομένως και την υπέρβαση του υψηλού έτους (1.502,79 μονάδες στις 20/5/2024). Όπως εκτιμά, μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης της MSCI στο τέλος Αυγούστου σε συνέχεια των μεταβολών των συντελεστών στάθμισης λόγω της εξόδου της Motor Oil, το Ελληνικό Χρηματιστήριο μπορεί να συγχρονιστεί με ενδεχόμενες ανοδικές κινήσεις των διεθνών αγορών, στον βαθμό που οι επερχόμενες εξελίξεις, όπως οι αξιολογήσεις των οίκων για την Ελλάδα και η διάθεση μέρους των μετοχών της Εθνικής από το ΤΧΣ σε μια ικανοποιητική τιμή, θα λειτουργήσουν ως θετικοί καταλύτες.

    Μετά τον "κόκκινο" Αύγουστο, το Χρηματιστήριο Αθηνών μπαίνει στο παραδοσιακά "ζόρικο" δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου με γεμάτη ατζέντα και με αρκετές εκκρεμότητες, επισημαίνει ο Πέτρος Στεριώτης, πιστοποιημένος τεχνικός αναλυτής. Θεμελιωδώς, οι επενδυτές δεν μπορούν παρά να είναι ικανοποιημένοι από την κερδοφορία α’ εξαμήνου των εισηγμένων, ενώ υποστηρικτικοί είναι –εκτός των άλλων– οι δείκτες μερισματικής απόδοσης και το discount επιλεγμένων ελληνικών τίτλων σε σχέση με ευρωπαϊκούς.

    "Στοίχημα" πλέον, κατά τον αναλυτή, αποτελεί η διατήρηση αλλά και η περαιτέρω βελτίωση των εταιρικών επιδόσεων, ενώ το μεγάλο ερώτημα είναι ο βαθμός στον οποίο αυτές έχουν προεξοφληθεί από την αγορά. "Υπενθυμίζουμε ότι ο Γενικός Δείκτης έχει "κολλήσει” σε οριζόντιο εύρος τιμών τούς τελευταίους 7-8 μήνες, επιδεικνύοντας σημάδια κόπωσης, όχι εντελώς αδικαιολόγητα βέβαια, καθώς χωνεύει το μεγάλο ράλι των τελευταίων λίγων ετών. Η συνολική κεφαλαιοποίηση, κολλημένη κι αυτή στην περιοχή των 100 δισ. ευρώ, χρειάζεται φρέσκο χρήμα" για να κάνει το επόμενο βήμα, με τον μέσο ημερήσιο όγκο συναλλαγών, πάντως, να μην... εμπνέει", όπως προσθέτει.

    Ο κ. Στεριώτης εκτιμά, πάντως, ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να κρατάνε τα "κλειδιά" της Λεωφόρου Αθηνών και το επόμενο διάστημα, λόγω της δυναμικής των ισολογισμών τους, των bullish συστάσεων από ξένους αναλυτές και του εν αναμονή newsflow από τον κλάδο.

    Ορθάνοιχτος ο δρόμος για νέες αναβαθμίσεις στις τράπεζες

    Ο δρόμος για περαιτέρω αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών είναι ορθάνοιχτος, όπως διαμηνύουν οι οίκοι αξιολόγησης, παρά το μπαράζ αναβαθμίσεων που έχει ήδη προηγηθεί από τότε που η Ελλάδα έλαβε την επενδυτική βαθμίδα από τον πρώτο οίκο, περίπου 13 μήνες πριν. Παράλληλα, όπως επισημαίνουν και οι επενδυτικοί οίκοι, τα περιθώρια ανόδου και των τιμών των μετοχών τους στο ταμπλό είναι επίσης υψηλά. Αυτές οι εξελίξεις αναμφισβήτητα αποτελούν ακόμα ένα θετικό σήμα για τους επενδυτές και, άρα, για το Χ.Α. Αν αυτό θα "κεφαλαιοποιηθεί", μένει βέβαια να φανεί.

    Αν και η Moody’s έχει ήδη αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα, παρά το ότι ακόμη δεν έχει κάνει ανάλογη κίνηση για την Ελλάδα, οι S&P και Fitch, οι οποίοι έχουν εδώ και πολλούς μήνες δώσει το investment grade στη χώρα μας, ακόμη δεν έχουν κάνει το βήμα αυτό για τις τράπεζες. Αυτό από μόνο του δείχνει πως ένας νέος γύρος αναβαθμίσεων των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται πολύ κοντά.

    Αυτό, άλλωστε, διαμήνυσε με τον πλέον σαφή τρόπο η S&P την περασμένη εβδομάδα. Σε ανάλυσή της για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο σημείωσε πως η βαθμολογία που δίνει για τις προοπτικές του παραμένουν θετικές και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις τράπεζες της περιφέρειας. Ειδικότερα, όπως εξήγησε, ο κλάδος θα επωφεληθεί από τις περαιτέρω πιθανές βελτιώσεις στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, καθώς και των τραπεζών της Ιταλίας, της Ισπανίας αλλά και της Κύπρου. Σε ό,τι αφορά τις περαιτέρω αναβαθμίσεις, θα λάβει υπόψη, όπως επισήμανε, τις μακροοικονομικές τάσεις –που συνδέονται με οικονομικούς παράγοντες, το δημόσιο χρέος και τα χαρακτηριστικά του ισολογισμού των τραπεζών– και την τάση των τραπεζών να αυξάνουν τις διανομές των μετόχων έπειτα από περιόδους υπεραπόδοσης. 

    Σημειώνεται πως τον Ιούλιο ο οίκος προχώρησε στην αναβάθμιση όλων των ελληνικών τραπεζών, αναγνωρίζοντας, όπως σημείωσε, τη βελτιωμένη ανθεκτικότητά τους, ενώ την περασμένη εβδομάδα αναβάθμισε την Alpha Bank σε "BB+" με σταθερές προοπτικές, με την επιτυχή έκδοση του ΑΤ1 ομολόγου να παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόφασή της, καθώς ενίσχυσε την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας. Έτσι, Alpha Bank, Εθνική και Eurobank βρίσκονται μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ η Πειραιώς δύο, με βάση τη βαθμολογία της S&P.

    Και η Fitch ανέβασε την προηγούμενη εβδομάδα την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, αφήνοντας τις Εθνική και Eurobank μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, και τις Alpha Bank και Πειραιώς δύο βαθμίδες, δίνοντας σε όλες θετικές προοπτικές, που στη… "γλώσσα" των οίκων αυτό σημαίνει νέα αναβάθμιση προσεχώς. Ο οίκος εξήγησε ότι η αναβάθμιση αντανακλά κυρίως τη βελτιωμένη αξιολόγηση του λειτουργικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, καθώς εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης στο μέτωπο της ανάπτυξης, ενώ το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας και τη διάθεση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα υποστηρίξει την ικανότητα των τραπεζών να αξιοποιούν κερδοφόρες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Όπως υπογράμμισε ο οίκος, η περαιτέρω αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών θα οδηγηθεί από ένα ενδεχόμενο upgrade της αξιολόγησης του λειτουργικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί είτε από τις συνεχιζόμενες θετικές μακροοικονομικές τάσεις που θα οδηγήσουν σε ικανοποιητικές επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις τράπεζες είτε από τη νέα αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. 

    Καλά νέα για τον τραπεζικό κλάδο ήρθαν και από το μέτωπο των επενδυτικών οίκων, με την Goldman Sachs να ανεβάζει κι άλλο τις τιμές-στόχους των συστημικών τράπεζων και να υπογραμμίζει το πόσο ελκυστικές αποτιμήσεις έχουν. Ειδικότερα, αύξησε την τιμή-στόχο για την Εθνική στα 11 ευρώ από 10 ευρώ πριν, για τη Eurobank στα 2,70 ευρώ από 2,50 ευρώ πριν, για την Πειραιώς στα 5,90 ευρώ από 5,30 ευρώ πριν και για την Alpha Bank στα 2,00 ευρώ από 1,95 ευρώ πριν. Όπως τόνισε, αν και οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έχουν καταγράψει άνοδο κατά 24% από τις αρχές του έτους και έχουν υπεραποδώσει έναντι του πανευρωπαϊκού τραπεζικού δείκτη Stoxx 600 Banks, πιστεύει ότι παραμένουν υποτιμημένες και φθηνές και ότι υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω re-rating. Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται επί του παρόντος με μέσο P/TBV για το 2025 στο 0,66x, που υποδηλώνει discount περίπου 24% σε σχέση με την πρόβλεψη της Goldman για P/TBV στο 0,87x το 2025. Όπως τονίζει, βλέπει περιθώρια για μείωση του χάσματος αποτίμησης των ελληνικών τραπεζών από τις ευρωπαϊκές τράπεζες χάρη στους ισχυρούς δείκτες απόδοσης (ROTE, CET1), καθώς και τις προσδοκίες για σταδιακή αύξηση των πληρωμών μερισμάτων.

    Και η Morgan Stanley εκτιμά ότι οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών είναι υποτιμημένες, και μάλιστα αδικαιολόγητα, ενώ τονίζει πως οι επιλογές των διοικήσεων για τα πλεονάζοντα κεφάλαια είναι πολύ σημαντικές και, μετά τη διανομή των μερισμάτων, το 23% της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα είναι πλεόνασμα κεφαλαίου για το 2026. Ο οίκος τοποθετεί τις τιμές-στόχους για την Τράπεζα Πειραιώς στα 5,51 ευρώ, για την Alpha Βank στα 2,5 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 10,43 ευρώ και για τη Eurobank στα 2,66 ευρώ.

    Η J.P. Morgan, αν και σημείωσε πως δεν βλέπει σημαντική αξία στους ομολογιακούς τίτλους των ελληνικών τραπεζών, καθώς η πρόσφατη υπεραπόδοση έχει φέρει τις αποτιμήσεις τους σε επίπεδα που τιμολογούν πλήρως το θετικό story της οικονομίας και του κλάδου, ωστόσο τόνισε πως η ισχυρή δυναμική της κερδοφορίας και οι προοπτικές για τα κεφάλαια είναι τα μεγάλα ατού τους, με το guidance και των τεσσάρων συστημικών να είναι η διατήρηση τουλάχιστον της κορυφής της κερδοφορίας το 2024-2026.

    Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7/9

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ