Τρίτη, 26-Δεκ-2023 20:00
Ο Άγιος Βασίλης μοιράζει δώρα σε όσους επενδυτές "πίστεψαν" στο Ελληνικό Χρηματιστήριο

Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι επακόλουθες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από τους οίκους, η εκκίνηση και επιτάχυνση της διαδικασίας αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις συστημικές τράπεζες, τα ενεργειακά deals και γενικότερα το ράλι στις μετοχές ενέργειας, κατασκευών και υποδομών, που έχει δώσει νέο "νεύρο" στο χρηματιστήριο –με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης να αναμένεται να επιταχύνουν τις εξελίξεις–, όλα έχουν δημιουργήσει ένα απόλυτα εύφορο έδαφος για περαιτέρω θετικές αποδόσεις στην ελληνική αγορά, η οποία φέτος βρίσκεται στην πρώτη τριάδα, μετά την κορυφή των διεθνών επιδόσεων όπου βρέθηκε την περσινή, παγκοσμίως δύσκολη χρηματιστηριακά, χρονιά.
Με κέρδη που αγγίζουν το 40%, και ελάχιστα χαμηλότερα από αυτά που σημειώνουν ο ρωσικός ΜΟΕΧ και ο τεχνολογικός Nasdaq, το Ελληνικό Χρηματιστήριο αναμφίβολα αποτελεί ένα από τα top χρηματιστηριακά stories του 2023, κάτι που άλλωστε επισήμανε και ο "Economist" σε πρόσφατο άρθρο του.
Μάλιστα, το γεγονός ότι το περιοδικό χαρακτήρισε την Ελλάδα "χώρα της χρονιάς" για φέτος και παράλληλα την τοποθέτησε για δεύτερη συνεχή χρονιά στην κορυφή της λίστας 35 χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις διεθνώς, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ράλι του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Όπως σημείωσε ο "Economist", oι επενδυτές έχουν βάλει εκ νέου στο ραντάρ τους τις ελληνικές εταιρείες, καθώς η κυβέρνηση εφαρμόζει μια σειρά φιλικών προς την αγορά μεταρρυθμίσεων. Αν και η χώρα εξακολουθεί να είναι πολύ φτωχότερη από ό, τι ήταν πριν από τη μεγάλη κατάρρευση της στις αρχές της δεκαετίας του 2010, σε πρόσφατη δήλωσή του το ΔΝΤ επαίνεσε τον "ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας" και τον "αυξανόμενο ανταγωνισμό της αγοράς". Ο κόσμος "θα πρέπει να σηκώσει ένα ποτήρι ούζο στην υγειά αυτού του πιο απίθανου πρωταθλητή της χρονιάς", όπως τόνισε το περιοδικό.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, σημείωσε πως από την αρχή του 2023 οι τιμές στις αγορές μετοχών διεθνώς έχουν αυξηθεί σημαντικά – σε μέσο όρο σημειώνουν κέρδη 13,1%. Οι τιμές των μετοχών στο Χ.Α. καταγράφουν πολύ ισχυρή άνοδο, έχοντας σημαντικά καλύτερη επίδοση από ό,τι οι μετοχές στις ΗΠΑ και στην Ευρωζώνη, ενώ οι τραπεζικές μετοχές υπεραποδίδουν του Γενικού Δείκτη (κέρδη άνω του 65% για τον τραπεζικό δείκτη από τις αρχές του έτους). Επιπλέον, η συναλλακτική δραστηριότητα (μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών) έχει καταγράψει αύξηση 50% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
Κατά την ΤτΕ, η υπεραπόδοση αυτή των ελληνικών μετοχών οφείλεται στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Όπως σχολίασε και η Beta Securities, το Ελληνικό Χρηματιστήριο ολοκληρώνει μια εντυπωσιακή χρονιά, με ετήσια κέρδη που τοποθετούν την αγορά μέσα στις καλύτερες του πλανήτη για δεύτερο συνεχόμενο έτος. Ο Γενικός Δείκτης βρέθηκε κοντά στα υψηλά 52 εβδομάδων, ενώ οι τζίροι διατηρούν μια ασυνήθιστη για τα εποχικά δεδομένα ανθεκτικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου η αύξηση των μέσων ημερήσιων συναλλαγών σε σχέση με πέρυσι είναι 69%, δυναμική η οποία διαχέεται σε όλο το εύρος των κεφαλαιοποιήσεων. Με αυτά τα δεδομένα, ο Δεκέμβριος δημιουργεί προσδοκίες για τις δυνατότητες της ελληνικής αγοράς. Πέρα από τις ονομαστικές αναβαθμίσεις, φαίνεται ότι υπάρχουν πλέον δυνάμεις για ουσιαστικές κινήσεις χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, βοηθώντας να εμπεδωθεί ένα κλίμα μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης.
"Είναι δεδομένο ότι, όσο ο χρόνος περνάει και η αγορά χαρίζει αποδόσεις, θα φέρνει συνεχώς νέους επενδυτές στην αγκαλιά της. Θεωρούμε ότι και το 2024 θα είναι μια χρονιά γεμάτη επιχειρηματικές ειδήσεις και συνεχόμενες αναβαθμίσεις", τονίζει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, προσθέτοντας πως δρόμος έχει ανοίξει για την περιοχή των 1.600 μονάδων, που μπορεί να τη δούμε το 2024.
Οι θετικές εξελίξεις στην οικονομία συνεχίζονται, διαμορφώνοντας ευοίωνες προοπτικές για την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά το 2024, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συνηγορούν και τα μεγέθη των εταιρειών με οδηγό τον τραπεζικό κλάδο και τους βασικούς δεικτοβαρείς τίτλους. Ο Προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει ανάπτυξη 2,9%, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στο +15% και δραστική υποχώρηση του δημόσιου χρέους στο 152,3% στο τέλος του έτους, ενώ ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε στην πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων από το "μαξιλάρι" των 37 δισ., διαδικασία που έχει ευεργετήσει τα ομόλογα.
Την ίδια ώρα, η πλειονότητα των αναλυτών εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να "ξεπερνά" την Ευρωζώνη, καταγράφοντας ρυθμούς της τάξης του 2,4% περίπου σε μέσο όρο την επόμενη διετία, τη στιγμή που η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα διαμορφωθεί κάτω του 1%.
Κατά τη Scope Ratings, η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί, καθώς η κατανάλωση των νοικοκυριών θα αυξηθεί περαιτέρω, υποστηριζόμενη από την ανεργία, που εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 9,6% κατά μέσο όρο το επόμενο έτος – ο χαμηλότερος μέσος όρος από το 2008. Οι επενδύσεις θα ενισχυθούν επίσης, ενώ γενικότερα το επενδυτικό περιβάλλον θα δεχτεί σημαντική ώθηση από την εκ νέου ανάκτηση της αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας. Ο οίκος προχώρησε στην αναβάθμιση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη της Ελλάδας, τοποθετώντας τη στο 2,2% το επόμενο έτος, από 1,6% πριν, και στο 2,3% για το 2025. Όπως τόνισε, η επενδυτική βαθμίδα στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αφήνει πίσω της τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών.
Σύμφωνα με την S&P, η οποία και αναμένει ανάπτυξη κατά μέσο όρο στο 2,6% την περίοδο 2024-2026, έπειτα από το 2,5% φέτος, η υπεραπόδοση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στον κλάδο του τουρισμού, με τις εισπράξεις να είναι ήδη 18% πάνω από τα επίπεδα της ίδιας περιόδου του 2019, η ταχύτερη ανάκαμψη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών. Κατά τον οίκο, η επέκταση των επενδυτικών ροών, η βελτίωση των αποτελεσμάτων στην αγορά εργασίας (η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 9,2% το επόμενο έτος από το υψηλό του 28,2% το γ' τρίμηνο του 2013) και οι υποστηρικτικές συνθήκες μετά την ομαλοποίηση του τραπεζικού τομέα θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η οικονομία της Ελλάδας έχει αναπτυχθεί κατά 26% (σε πραγματικούς και εποχικά προσαρμοσμένους όρους) από το πλήγμα που δέχτηκε από την πανδημία το β' τρίμηνο του 2020. Ωστόσο η παραγωγή παραμένει περίπου 22% κάτω από το ανώτατο επίπεδό της πριν από την κρίση δημόσιου χρέους το β' τρίμηνο του 2007, γεγονός που υποδηλώνει περιθώριο για ανάπτυξη πάνω από την τάση τα επόμενα χρόνια.
Διετία νέας υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας αναμένει και η Capital Economics το 2024-2025, χάρη στη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων. Ο οίκος εκτιμά πως η ανάπτυξη της Ελλάδας θα διαμορφωθεί στο 2,6% το 2024, από 2,4% φέτος, και στο 2,5% το 2025. Στην Ευρωζώνη, από 0,5% φέτος, η ανάπτυξη θα είναι μηδενική το 2024, ενώ το 2025 θα διαμορφωθεί στο 1% μόλις. Η Capital Economics τονίζει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει δεχτεί ώθηση από τις διαρθρωτικές βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πτώσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας είναι λιγότερο εκτεθειμένος στα αυξανόμενα επιτόκια, επειδή ο δείκτης πιστώσεων προς το ΑΕΠ είναι χαμηλός σε σχέση με άλλες χώρες. Αν και το επίπεδο του δημόσιου χρέους είναι πολύ υψηλό, το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα θα διατηρήσουν, όπως επισημαίνει, τον δείκτη χρέους σε πτωτική τάση, φτάνοντας το 146% του ΑΕΠ το 2025.
Παράλληλα με τα θετικά μηνύματα για την πορεία της οικονομίας, οι οίκοι αξιολόγησης προχωρούν σε αναβαθμίσεις και των ελληνικών τραπεζών.
Ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε σε θετικές, από σταθερές, τις προοπτικές των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, διατηρώντας αμετάβλητες τις αξιολογήσεις τους, έπειτα από την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα. Θυμίζουμε πως ο οίκος είχε προχωρήσει σε αναβάθμιση-έκπληξη των αξιολογήσεων των τραπεζών τον Σεπτέμβριο. Όπως ανέφερε η Fitch, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα θα ωφελήσει το λειτουργικό περιβάλλον των τραπεζών, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και βοηθώντας τις τράπεζες να αυξήσουν τον όγκο των δραστηριοτήτων τους. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και τις ισχυρές επιδόσεις στο μέτωπο των επενδύσεων, θα αναβαθμίσει και το λειτουργικό περιβάλλον των τραπεζών, στηρίζοντας έτσι τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, την ανθεκτικότητα της κερδοφορίας και τη δημιουργία κεφαλαίου, προσθέτει ο οίκος. Η Fitch σημειώνει επίσης ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας μειώνει παράλληλα τα ρίσκα από το χαρτοφυλάκιο ελληνικών κρατικών ομολόγων των τραπεζών, ενώ θα οδηγήσει σε πιο εύκολη και λιγότερο ακριβή πρόσβασή τους στην αγορά χρέους.
Τη Fitch ακολούθησε και η S&P, η οποία αναβάθμισε κατά μία βαθμίδα τις αξιολογήσεις τριών τραπεζών (στο "ΒΒ" τη Eurobank και την Εθνική και στο "ΒΒ-" την Πειραιώς), ενώ αναθεώρησε τις προοπτικές της Alpha Bank σε θετικές, από σταθερές. Όπως τόνισε η S&P, οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τις σταθερές προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, την επανέναρξη της πιστωτικής ζήτησης, τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και τη μείωση της ανεργίας. Η μείωση των κινδύνων για το δημόσιο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ενισχύει το επενδυτικό κλίμα και έχει επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να ανακτήσουν την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, να αποπληρώσουν τα TLTROs, διατηρώντας τη ρευστότητά τους, και να περιορίσουν τη μετακύλιση των αυξημένων επιτοκίων στις καταθέσεις, ενώ έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς τη βελτίωση των προφίλ κινδύνου και της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Η υποχώρηση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου με αιτία και αφορμή την αλλαγή πίστας της Ελλάδας και το άλμα στην κατηγορία του investment grade, καθώς και τη "σοφή" διαχείριση του ελληνικού χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, προσφέρει ένα πολύ σημαντικό στήριγμα για τις επιδόσεις του Χ.Α. και τις αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών.
Υποστηρικτικά λειτουργεί και η τιμολόγηση πλέον της αγοράς για εκκίνηση του κύκλου μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024, εκτιμώντας ότι οι μειώσεις θα ξεπεράσουν τις 150 μ.β. το επόμενο έτος, παρά το γεγονός ότι αρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν προσπαθήσει να αποκρούσουν αυτές τις προσδοκίες.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στα όρια του 3% και στα χαμηλότερα επίπεδα από την 1η Ιουλίου του 2022 την περασμένη εβδομάδα, ενώ το spread διαμορφώθηκε στις 106 μονάδες βάσης και στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Αύγουστο του 2021, στο πλαίσιο του ράλι που σημείωσαν τα ομόλογα τις Ευρωζώνης λόγω των προσδοκιών για τα επιτόκια. Πλέον τα ελληνικά ομόλογα απέχουν μόνο 12 μ.β. από τα ισπανικά, ενώ οι επενδυτικοί οίκοι τα έχουν ήδη τοποθετήσει μεταξύ των κορυφαίων τους επιλογών για το 2024.
Όπως τονίζει η ΤτΕ, οι διαδοχικές βελτιώσεις των προοπτικών των αξιολογήσεων και οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης κατά τη διάρκεια του έτους είχαν ως συνέπεια την ενίσχυση των επενδυτικών τοποθετήσεων στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Ο παράγοντας αυτός συνετέλεσε στην υπεραντιστάθμιση των ανοδικών πιέσεων που άσκησαν στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, όπως και των υπόλοιπων ομολόγων διεθνώς, οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, με αποτέλεσμα προς το τέλος του 2023 οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων να βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι στις αρχές του έτους.
Οι όγκοι συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά αυξήθηκαν κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2023 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Συγκεκριμένα, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) διαμορφώθηκε σε περίπου 107 εκατ. ευρώ το 2023, έναντι 82 εκατ. ευρώ το 2022. Στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), μέσω του οποίου διακανονίζονται τόσο εγχώριες όσο και διεθνείς συναλλαγές, η μέση ημερήσια αξία αγοραπωλησιών ανήλθε σε 592 εκατ. ευρώ το 2023, έναντι 472 εκατ. ευρώ το 2022.
Επίσης, παρά την αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς κατά το τρέχον έτος, οι αποδόσεις των ομολόγων των ελληνικών τραπεζών στη δευτερογενή αγορά ακολούθησαν πτωτική πορεία, μετά την άνοδό τους τον Μάρτιο λόγω των τραπεζικών προβλημάτων στις ΗΠΑ. Οι αποδόσεις των ελληνικών τραπεζικών ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας βρίσκονται πλέον σε παρόμοια επίπεδα με τις αποδόσεις ευρωπαϊκών τραπεζικών ομολόγων με αντίστοιχη πιστοληπτική αξιολόγηση (high yield), ενώ σύγκλιση παρουσιάζουν τα ελληνικά τραπεζικά ομόλογα Tier 2 προς τους αντίστοιχους τίτλους άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών.
"Η πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην Επενδυτική Κατηγορία και η αναμενόμενη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση της απόστασής τους από την Επενδυτική Κατηγορία, αναμένεται να μετριάσουν τις επιπτώσεις που ασκούν οι αυξήσεις των επιτοκίων στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές ομολόγων", σύμφωνα με την ΤτΕ.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο", φ. 736.