Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 17-Οκτ-2023 12:00

    Capital Economics: Για ποιες χώρες οι επενδυτές είναι έτοιμοι "να τραβήξουν τη σκανδάλη"

    Χρηματιστήριο - αγορές - πτώση 15.11.2021
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Της Ελευθερίας Κούρταλη

    Η αντίληψη της αγοράς έχει την ίδια σημασία, αν όχι μεγαλύτερη, όσο οι πολιτικές για τον καθορισμό της δημοσιονομικής σταθερότητας, επισημαίνει η Capital Economics. Αντίστοιχα, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων το τελευταίο διάστημα θέτει τον μεγαλύτερο κίνδυνο για εκείνες τις χώρες όπου αμφισβητείται η δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση μεσοπρόθεσμα.

    Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων προφανώς θα αυξήσει το κόστος των τόκων του χρέους των κυβερνήσεων. Αυτό έρχεται σε ένα πλαίσιο όπου η νομισματική πολιτική και το QE έχει αυξήσει την ταχύτητα με την οποία τα υψηλότερα επιτόκια αντικατοπτρίζονται στο κόστος τόκων του χρέους (δεδομένου ότι το μακροπρόθεσμο δημόσιο χρέος έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί από αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας με κυμαινόμενο επιτόκιο).

    Ως παράδειγμα των μεγεθών που εμπλέκονται, οι εκτιμήσεις από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο υποδηλώνουν ότι κάθε αύξηση 1% στα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια θα αυξήσει τον κρατικό δανεισμό το 2024 και στις δύο χώρες κατά 0,5% του ΑΕΠ. Ο αντίκτυπος στον ετήσιο δανεισμό αυξάνεται καθώς ωριμάζει περισσότερο χρέος. Μέχρι το 2027, για παράδειγμα, φτάνει το 0,7%-0,8% του ΑΕΠ, σημειώνει η Capital Economics.

    Το βασικό ερώτημα είναι, όπως τονίζει, εάν αυτή η αύξηση του κόστους των τόκων απειλεί τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η βιωσιμότητα του χρέους γενικά θεωρείται ότι σημαίνει ότι ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ βρίσκεται σε σταθερή (ή καθοδική) πορεία, κάτι που με τη σειρά του θα σημαίνει γενικά ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν πρόθυμες να δανείζουν τις κυβερνήσεις με χαμηλό ασφάλιστρο. Το εάν η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων θέτει σε κίνδυνο αυτή τη βιωσιμότητα εξαρτάται από το εάν αυτή η άνοδος συνεχιστεί και τι την καθοδηγεί, επισημαίνει η Capital Economics.

    "Εάν έχουμε δίκιο όταν πιστεύουμε ότι τα επιτόκια πολιτικής θα μειωθούν πιο γρήγορα και απότομα απ' ό,τι αναμένουν οι αγορές – και ότι οι αγορές έχουν παρασυρθεί λίγο με το… μότο "υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα" – τότε οι αποδόσεις θα πρέπει να αντιστρέψουν κάποια από την πρόσφατη άνοδο τους", όπως σημειώνει.

    Ωστόσο, δεν είναι πιθανό να αντιστραφεί όλη η άνοδος, κυρίως επειδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται τώρα να πιστεύουν ότι το επίπεδο ισορροπίας των πραγματικών επιτοκίων έχει αυξηθεί ή/και θα αυξηθεί περαιτέρω. Στον βαθμό που αυτό αντανακλά υψηλότερες προσδοκίες για οικονομική ανάπτυξη, αυτό δεν έχει σημασία για τις προοπτικές του χρέους, καθώς αυξάνει τόσο το "r" και το "g" στη διαφορά επιτοκίου-ανάπτυξης που είναι το κλειδί για τη δυναμική του χρέους. 

    Οι αγορές, ωστόσο, μπορεί επίσης να πιστεύουν ότι μια αλλαγή στο ισοζύγιο επιθυμητών αποταμιεύσεων και επενδύσεων αύξησε τα πραγματικά επιτόκια περισσότερο απ' ό,τι αύξησε τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ, οδηγώντας σε λιγότερο ευνοϊκή διαφορά. 

    Ένας επιπλέον λόγος ανησυχίας, όπως τονίζει η Capital Economics, είναι ότι η πιο πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στα υψηλότερα risk premium παρά σε προσδοκίες για τα επιτόκια πολιτικής.

    Αυτή η άνοδος μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, από μια πιο ασταθή προοπτική πληθωρισμού έως τη μείωση της όρεξης για assets. Αλλά οι αυξανόμενες δημοσιονομικές ανησυχίες θα μπορούσαν επίσης να ευθύνονται, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Αν και ο κίνδυνος οριστικής χρεοκοπίας είναι χαμηλός για εκείνες τις ανεπτυγμένες οικονομίες που εκδίδουν χρέη στο δικό τους νόμισμα και μπορούν να εκτυπώσουν τα δικά τους χρήματα, αυτό εξακολουθεί να αφήνει τη δυνατότητα default με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής καταστολής ή του πληθωρισμού.

    Μπορεί να φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι οι αγορές επέλεξαν τώρα να ανησυχήσουν, όπως επισημαίνει η Capital Economics. Άλλωστε, οι επίσημες προβλέψεις έχουν δείξει εδώ και χρόνια ότι ο δείκτης χρέους των ΗΠΑ βρίσκεται σε μακροπρόθεσμη ανοδική τροχιά. Ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν πυροδοτήσει δημοσιονομικές ανησυχίες, όπως το ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε πολλές χώρες εξακολουθούν να είναι τόσο υψηλά, ακόμη και με τις οικονομίες να παραμένουν ανθεκτικές και τις επιπτώσεις που σχετίζονται με την πανδημία να έχουν σε μεγάλο βαθμό μηδενιστεί. Μάλιστα, η Ιταλία αναθεώρησε πρόσφατα τις προβλέψεις της για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Και τα πρωτογενή ελλείμματα πρόκειται να παραμείνουν σχετικά υψηλά προς το παρόν. Ειδικότερα, στις ΗΠΑ, όπου το πρωτογενές έλλειμμα φέτος προβλέπεται στο 5,5% του ΑΕΠ.

    Εάν είναι αλήθεια ότι οι αγορές ανησυχούν για τις δημοσιονομικές θέσεις των κυβερνήσεων, τότε υπάρχει ο κίνδυνος νέων sell-off, επισημαίνει η Capital Economies. Πράγματι, οι περισσότερες δημοσιονομικές κρίσεις τα τελευταία χρόνια προκλήθηκαν από την πεποίθηση στις αγορές ότι η εν λόγω κυβέρνηση έχει χάσει ή χάνει τη δημοσιονομική αξιοπιστία. Αυτό δεν ήταν πάντα το αποτέλεσμα μιας αλλαγής στην πραγματική πολιτική, όσο η πεποίθηση ότι η δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση έχει εξασθενίσει. 

    "Δεν πιστεύουμε ότι επίκειται δημοσιονομική κρίση ούτε στις ΗΠΑ ούτε οπουδήποτε αλλού. Ωστόσο, οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να υποδεικνύουν ότι έχουν περιορισμένη ανοχή στη δημοσιονομική σπατάλη", τονίζει ο οίκος

    Οι χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά διαφορετικά περιθώρια ελιγμών ανάλογα με τους πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς τους. Εκ πρώτης όψεως, οι ΗΠΑ φαίνεται να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να χάσουν την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι ΗΠΑ επωφελούνται από την έκδοση χρέους στο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ενώ ένα υψηλό επιτόκιο εγχώριας αποταμίευσης επέτρεψε στην Ιαπωνία να διατηρήσει έναν πολύ μεγαλύτερο δείκτη δημόσιου χρέους από άλλες χώρες. Αντίθετα, το να είσαι μέλος μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πλήρη δημοσιονομική ένωση θέτει περιορισμούς στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης.

    Κατά συνέπεια, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία είναι οι χώρες που βρίσκονται αναμφισβήτητα στις πιο ευάλωτες θέσεις. Με βάση την τρέχουσα διαφορά r-g (επιτοκίων-ανάπτυξης), και οι τρεις παρουσιάζουν πρωτογενή ελλείμματα που είναι ασύμβατα με τη διατήρηση σταθερών δεικτών χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό είναι πιθανό να συνεχίσει να ισχύει ακόμη και αν οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρήσουν ελαφρώς, όπως και αναμένει η Capital Economics.

    Όλες αυτές οι χώρες σχεδιάζουν να μειώσουν τα ελλείμματά τους τα επόμενα χρόνια. Έτσι, εάν μια δημοσιονομική κρίση πρόκειται να αναπτυχθεί σύντομα σε οποιαδήποτε από αυτές τις χώρες, είναι πολύ πιθανό να συμβεί επειδή οι αγορές αισθάνονται μια αποδυνάμωση αυτών των δεσμεύσεων, καταλήγει ο οίκος.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ