Κυριακή, 28-Μαϊ-2023 08:00
Η οικονομική "συνταγή" για την επενδυτική βαθμίδα
Toυ Τάσου Δασόπουλου
Η οικονομική πολιτική που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα είναι ο καταλύτης που θα φέρει τους επόμενους μήνες την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα.
Η σταθερότητα της νέας κυβέρνησης και η απαραίτητη πλειοψηφία ώστε να μπορεί να παίρνει αποφάσεις θα επιβεβαιώσουν ότι η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα θα συνεχιστεί για τα επόμενα 4 χρόνια. Για τον λόγο αυτό, οι οίκοι αξιολόγησης αντέδρασαν πολύ θετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, επισημαίνοντας ότι δίνεται η δυνατότητα για μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Ωστόσο η πολιτική σταθερότητα είναι η αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Οι τέσσερις οίκοι αξιολόγησης (S&P, Fitch, DBRS, Scope) οι οποίοι έχουν κατατάξει την Ελλάδα μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, αλλά και η πιο αυστηρή Moody’s, συνεχίζουν τη στάση αναμονής που τηρούν εδώ και περίπου 1,5 χρόνο. Το κάνουν αυτό γιατί θέλουν να ακούσουν από το επόμενο οικονομικό επιτελείο ένα πακέτο τολμηρών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, το οποίο θα αποδεικνύει ότι η Ελλάδα όχι μόνο πρέπει να πάρει την επενδυτική βαθμίδα, αλλά θα έχει και τις προϋποθέσεις να συνεχίσει να αναβαθμίζεται το αξιόχρεό της, βελτιώνοντας τη λειτουργία και την απόδοση της οικονομίας της σε πέντε τομείς.
Το πρώτο είναι συνέχιση της θετικής ανάπτυξης, που έφτασε το 5,9% το 2022 και αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 2,5% φέτος. Σημείο αναφοράς για να πείσει τις αγορές είναι τα περίπου 54 δισ. κοινοτικών πόρων που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα για την εξαετία 2024-2029 από το ΤΑΑ και το νέο ΕΣΠΑ.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στις πρώτες θέσεις σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Όλοι όμως στο ΥΠΟΙΚ παραδέχονται ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας, καθώς το ζητούμενο είναι η μεταβίβαση των πόρων αυτών στην πραγματική οικονομία. Στην πορεία αυτή, όσο η υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του "Ελλάδα 2.0" θα πρέπει να αντιμετωπίζεται χωρίς καθυστερήσεις, τα προβλήματα είναι πολλά με τους πολυάριθμους διαγωνισμούς όπου το Δημόσιο θα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του, με δεδομένο ότι τα χρονικά περιθώρια απορρόφησης των πόρων είναι ασφυκτικά.
Η απαραίτητη δέσμευση της νέας κυβέρνησης είναι ότι θα γίνουν όλες οι απαραίτητες προσαρμογές ώστε να μην υπάρξουν αστοχίες ή καθυστερήσεις σε έργα και μεταρρυθμίσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, που αποτελούν προς το παρόν τη ραχοκοκαλιά της προσπάθειας διατήρησης θετικού προσήμου στην οικονομία.
Μια δεύτερη, απαραίτητη δέσμευση είναι η πλήρης αποκατάσταση της λειτουργίας των εμπορικών τραπεζών ως χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θα μπορούν να δανείζουν την πραγματική οικονομία. Ο στόχος αυτός προϋποθέτει μια σειρά από δεσμεύσεις από τη νέα κυβέρνηση, που αφορούν:
- Τη συνέχιση της μείωσης των κόκκινων δανείων, από το 8,4% που έφτασαν στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023, κοντά στο 1,8%, που είναι ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων σε επίπεδο Ε.Ε.
- Tη συνέχιση, με πιο εντατικούς ρυθμούς, της οριστικής εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων που συσσώρευσε η πολυετής οικονομική κρίση, τα οποία, παρότι σε μεγάλο ποσοστό έχουν τιτλοποιηθεί, συνεχίζουν να επιβαρύνουν την οικονομία και την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.
- Την έναρξη της προσπάθειας ιδιωτικοποίησης των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν ως ένα ποσοστό, λόγω της ανακεφαλαιοποιήσεων με τη συμμετοχή του Δημοσίου. Η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών θα ανοίξει τον δρόμο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο εμφανίζεται πλέον ελκυστικό. Τούτο, με δεδομένο ότι έχει απαλλαγεί από μεγάλο μέρος των επισφαλειών του παρελθόντος και έχει ένα target group το οποίο, λόγω και της πολυετούς οικονομικής κρίσης, έχει πολύ χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες.
Η βελτίωση της θέσης της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού περνάει από τη λειτουργία του Δημοσίου τόσο άμεσα, σε ό,τι αφορά την υποδοχή επενδύσεων, όσο και έμμεσα, με τη γενικότερη λειτουργία τ ου Δημοσίου.
Με εφόδιο τους πόρους του ΤΑΑ, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δεσμευτεί στα εξής:
- Τον " εκσυγχρονισμό" της οικονομίας μέσω της αποτελεσματικής ψηφιοποίησης του δημοσίου τομέα και των επιχειρήσεων με έτοιμα κονδύλια του ΤΑΑ ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
- Τη βελτίωση του φορολογικού συστήματος όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη μείωση των συντελεστών, αλλά και την αποφυγή ψηφιακής γραφειοκρατίας, την απλοποίηση των διαδικασιών και τη δημιουργία ενός ξεκάθαρου συστήματος επιβολής και είσπραξης φόρων, με διάρκεια στον χρόνο και αναπτυξιακό πρόσημο.
- Την απεξάρτηση της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα και τον προσανατολισμό του ενεργειακού μείγματος σε ΑΠΕ και πράσινες πηγές παραγωγής ηλεκτρισμού. Η μετάβαση αυτή θα μειώσει το ενεργειακό κόστος της εγχώριας βιομηχανίας και θα προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις σε ΑΠΕ και άλλους παραγωγικούς τομείς.
- Την ταχεία ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και των πολεοδομικών σχεδίων σε όλες τις περιοχές της χώρας.
- Την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με τρόπο ώστε να παράγει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία.
Βασική για τους οίκους αξιολόγησης θα είναι η συνέχιση μιας "συνετής" δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό μεταφράζεται σε μια σταθερή πολιτική για τη διατήρηση μιας πολιτικής πρωτογενών πλεονασμάτων που δεν θα "πνίγουν" την ανάπτυξη, αλλά θα διατηρούν καθοδική την πορεία του δημόσιου χρέους.
Σε αυτό το θέμα δεν θα χρειαστούν ιδιαίτερες δεσμεύσεις. Θα αρκέσει μόνο μια δέσμευση για τη διατήρηση της σημερινής πολιτικής, η οποία μείωσε το χρέος κατά 23,3% του ΑΕΠ σε έναν χρόνο, στο 171,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, από 194,6% του ΑΕΠ το 2021, ενώ κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ τον προηγούμενο χρόνο, έναντι πρόβλεψης για έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ.
Η πολιτική αυτή έχει ήδη επιβραβευτεί από τους οίκους αξιολόγησης με 12 διαδοχικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας.
Ένα σημείο προβληματισμού για τα δημοσιονομικά στοιχεία είναι το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφτασε στο τέλος του 2022 το 9,7% του ΑΕΠ, λόγω και της ενεργειακής κρίσης.
Η στροφή της παραγωγής ηλεκτρισμού σε ΑΠΕ, από μόνη της, θα μειώσει το κόστος εισαγωγών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, μειώνοντας ισόποσα το εμπορικό έλλειμμα.
Η δέσμευση της συνέχισης της στήριξης των εξαγωγικών επιχειρήσεων θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.