Τρίτη, 23-Αυγ-2022 20:00
Capital Economics: Οι τρεις λόγοι που το ράλι των μετοχών τελείωσε και θα δώσει τη θέση του σε νέο sell-off
Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η ισχυρή διόρθωση με την οποία ξεκίνησαν οι μετοχές αυτήν την εβδομάδα αποτελεί σημάδι για το τι θα ακολουθήσει, καθώς το ράλι που κατέγραψαν οι αγορές από τα μέσα Ιουνίου όχι μόνο δεν έχει πιθανότητες να συνεχιστεί, αλλά αναμένεται να αντιστραφεί, με τα πρόσφατα κέρδη να σβήνονται και οι απώλειες να αυξάνονται έως τα τέλη του έτους. Αυτή είναι η άποψη πολλών διεθνών οίκων όπως η Goldman Sachs , η Bank of America, η JP Morgan και η Morgan Stanley, οι οποίο με μπαράζ εκθέσεών τους την τελευταία εβδομάδα προειδοποιούν για τους κινδύνους γύρω από τις προοπτικές των μετοχών - και αυτήν την άποψη συμμερίζεται και η Capital Economics σε νέο της report.
Όπως σημειώνει, ο S&P 500 κατάφερε να διαγράψει πάνω από το μισό των απωλειών που σημείωνε από τις αρχές του έτους με το ράλι τον προηγούμενων έξι εβδομάδων, ωστόσο η ανάκαμψη αυτή δεν θα διατηρηθεί και ο δείκτης θα καταγράψει νέα ισχυρή διόρθωση στο υπόλοιπο του έτους, σημειώνοντας βουτιά στις 3.600 μονάδες, περίπου 13% χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα. Σημειώνεται ότι η Goldman Sachs προβλέπει πως, σε περίπτωση ύφεσης, ο δείκτης S&P 500 θα υποχωρήσει στις 3.150 μονάδες στο τέλος του 2022, δηλαδή κατά σχεδόν 24% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Το πρόσφατο ράλι είχε δύο μέρη, εξηγεί η Capital Economics. Από τα μέσα Ιουνίου έως τις αρχές Αυγούστου, πιθανότατα οφειλόταν στην εκτόνωση των προσδοκιών για αύξηση των επιτοκίων της Fed και στη συνακόλουθη πτώση των μακροπρόθεσμων πραγματικών αποδόσεων. Από τότε, ωστόσο, ο δείκτης συνέχισε να κινείται ανοδικά, παρά την ανανεωμένη αύξηση των πραγματικών αποδόσεων. Αυτό είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της αυξημένης εμπιστοσύνης των επενδυτών σε μια οικονομική "ήπια προσγείωση" στις ΗΠΑ, η οποία, με τη σειρά της, φαίνεται να έχει μειώσει τα risk premia μετοχών
Ο οίκος βλέπει τρεις τρόπους με τους οποίους το ράλι μετοχών θα μπορούσε να επεκταθεί περαιτέρω, οι οποίο ωστόσο καταρρίπτονται.
Πρώτον, η όρεξη για ρίσκο θα μπορούσε να συνεχίσει να βελτιώνεται. Αλλά φαίνεται ήδη αρκετά υγιής, ειδικά δεδομένου του ακόμα δύσκολου οικονομικού σκηνικού. Σε τελική ανάλυση, ενώ τα πιστωτικά περιθώρια, για παράδειγμα, εξακολουθούν να είναι πάνω από τα κατώτατα όρια του περασμένου έτους, είναι πολύ κάτω από τα ύψη που έφτασαν στις περισσότερες προηγούμενες περιόδους ανησυχίας για την ανάπτυξη, όπως στα μέσα της δεκαετίας του 2010.
Και, ενώ η Capital Economics, δεν αναμένει ύφεση στις ΗΠΑ (τουλάχιστον με βάση τον ευρύτερο ορισμό), ο κίνδυνος να είναι υψηλότερος από το συνηθισμένο, και προβλέπει ύφεση στην ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υποχωρεί και στην Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι δύσκολο να δούμε βελτίωση της όρεξης για ρίσκο και τη μείωση του risk premium των μετοχών, πολύ περισσότερο βραχυπρόθεσμα.
Δεύτερον, οι πραγματικές αποδόσεις των "ασφαλών" assets θα μπορούσαν να αρχίσουν να υποχωρήσουν και πάλι. Θα αποτελούσε ωστόσο έκπληξη αν αυτό συνέβαινε πριν ο πληθωρισμός ήταν πιο ξεκάθαρα υπό έλεγχο. Αν και η Fed έχει αρχίσει να αναγνωρίζει τους κινδύνους της υπερβολικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα πρακτικά της, μετά την υποτίμηση του πληθωρισμού η κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να μην θέλει να χαλαρώσουν πολύ οι οικονομικές συνθήκες έως ότου οι πιέσεις στις τιμές υποχωρήσουν περαιτέρω.
"Άρα, αμφιβάλλουμε ότι θα θέλει να μειωθούν οι πραγματικές αποδόσεις των ασφαλών περιουσιακών στοιχείων", σημειώνει η Capital Economics. Επομένως, όπως προσθέτει, εάν οι πραγματικές αποδόσεις αρχίσουν να υποχωρούν πιο αποφασιστικά, όπως έγινε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, η Fed θα προσπαθούσε να διατηρήσει σφιχτές τις χρηματοοικονομικές συνθήκες. Σε κάποιο βαθμό αυτό συνέβη ήδη καθώς οι αποδόσεις μειώθηκαν νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι, με αρκετούς αξιωματούχους της Fed να επαναλαμβάνουν στη συνέχεια τη δέσμευσή τους να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό μέσω γρήγορων αυξήσεων επιτοκίων.
Τρίτον, οι προσδοκίες για τα εταιρικά κέρδη θα μπορούσαν να αρχίσουν να αυξάνονται ξανά. Αυτές οι προσδοκίες φαίνεται να έχουν αναθεωρηθεί πτωτικά, ωστόσο εξακολουθούν να είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα, και συνεπάγονται ότι η κερδοφορία παραμένει πολύ πάνω από την τάση της πριν από την COVID. Δεδομένου αυτού και του ζοφερού ακόμα οικονομικού πλαισίου, είναι επομένως δύσκολο να δούμε να αναθεωρούνται ανοδικά βραχυπρόθεσμα.
"Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι το ράλι στον S&P 500 ξεμένει από καύσιμα και υποψιαζόμαστε ότι θα αρχίσει να αντιστρέφεται καθώς οι θετικοί παράγοντες που περιγράφονται παραπάνω αντιστρέφονται επίσης. Δεδομένου του ζοφερού οικονομικού σκηνικού και της ακόμα επιθετικής Fed, αναμένουμε ότι η όρεξη για ρίσκο θα μειωθεί, οι πραγματικές αποδόσεις θα αυξηθούν και οι προσδοκίες για την κερδοφορία των εταιρειών θα αναθεωρηθούν περαιτέρω προς τα κάτω", τονίζει η Capital Economics.
Αυτό, όπως εξηγεί, υποστηρίζει την πρόβλεψή της ότι ο S&P 500 θα φτάσει τις 3.600 μονάδες έως το τέλος του 2022, κάτω από το κατώτερο επίπεδο του Ιουνίου και των 3.660 μονάδων πριν ξεκινήσει το ράλι.
Η μεγαλύτερη εικόνα είναι ότι το φετινό sell-off οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αυστηρότερη νομισματική πολιτική, επομένως η ταχεία επιστροφή στα προηγούμενα υψηλά, όπως είδαμε σε ορισμένες άλλες bear markets του παρελθόντος, θα απαιτούσε την πλήρη αντιστροφή αυτής της σύσφιξης. Και αυτό είναι απίθανo, όπως τονίζει η Capital Economics. Με τις πραγματικές αποδόσεις να αναμένεται, κατά την άποψή της, να παραμείνουν υψηλότερες από ό,τι ήταν το 2020/2021, και την οικονομία να απογοητεύει, η ανάκαμψη του S&P 500 θα είναι αργή και βασανιστική, με πολύ πόνο, πριν φτάσει στα προηγούμενα υψηλά.