Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 30-Μαρ-2007 14:02

    ΕΤΕ: "Λιγότερο ανησυχητικό" από ότι φαίνεται το υψηλό έλλειμμα

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να συνεχιστεί η θετική αναπτυξιακή πορεία της χώρας με ταυτόχρονη αύξηση του ελλείματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θέτει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, σε σχετική μελέτη της.

    Ειδικότερα, σημειώνεται πως την τελευταία οκταετία το ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών  διαμορφώθηκε στο 12% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Παράλληλα, τίθεται και το ερώτημα πότε και με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί ο περιορισμός του ελλείμματος, χωρίς η οικονομία να βιώσει την "οδυνηρή εμπειρία" της Πορτογαλικής οικονομίας, η οποία υφίσταται χρόνια επιβράδυνση με ταυτόχρονη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος.

    Στην ανάλυση της τράπεζας αναφέρεται πως πέρα από τη συσσωρευμένη απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους (λόγω της σημαντικής ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας), σημαντικοί ρόλο στην αύξηση του ελλείμματος διαδραμάτισαν προσωρινοί παράγοντες. Συνεπώς το έλλειμμα είναι αναστρέψιμο σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα χωρίς σημαντικές συνέπειες για την οικονομία.

    Συγκεκριμένα, η διεύρυνση του ελλείμματος αντανακλά κατά κύριο λόγο την ισχυρότατη επιχειρηματική επενδυτική δραστηριότητα (καθώς οι επενδύσεις χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό εισαγωγών, υπερδιπλάσιο από τα υπόλοιπα συστατικά της εγχώριας ζήτησης), τις σημαντικές πληρωμές για αγορά νέων πλοίων, καθώς και το διευρυμένο έλλειμμα του πετρελαϊκού ισοζυγίου λόγω των υψηλών τιμών του αργού πετρελαίου.

    Ο ρόλος των προσωρινών παραγόντων στην αύξηση του ελλείμματος

    Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τροφοδοτήθηκε από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και το ευνοϊκό χρηματοδοτικό περιβάλλον με αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών. 

    Οι επενδύσεις αποτέλεσαν βασική  κινητήρια δύναμη της οικονομίας κατά την τελευταία οκταετία με αποτέλεσμα το ποσοστό των παγίων επενδύσεων στο ΑΕΠ να ανέλθει το 2006 στο 28% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 22% για το μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ οι επιχειρηματικές επενδύσεις (σε αντίθεση με τις επενδύσεις σε κατασκευές) αντιστοιχούν στο 12% του ΑΕΠ  στην Ελλάδα συγκριτικά με 8% στη ευρωζώνη.

    Καθώς η επενδυτική δαπάνη συνεπάγεται υψηλό επίπεδο εισαγωγών (κυρίως κεφαλαιουχικών αγαθών), υπερδιπλάσιο από ότι αντιστοιχεί στα υπόλοιπα συστατικά της εγχώριας ζήτησης, οι υψηλοί ρυθμοί αύξησής της -- κατά 5,6%, κατά μέσο όρο την τελευταία επταετία και η επιτάχυνση στο 9,8% το 2006 --  συνετέλεσαν σημαντικά στην αύξηση των εισαγωγών κατά την ίδια περίοδο.

    Η ελαστικότητα των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών ως προς τις επιχειρηματικές επενδύσεις υπερβαίνει το 5 (δηλαδή μια αύξηση της επενδυτικής δαπάνης κατά 1% συνεπάγεται μια αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών της τάξης του 5%) και είναι υπερδιπλάσια της αντίστοιχης για τα καταναλωτικά αγαθά με αποτέλεσμα ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών να παρουσιάζει εξαιρετική ευαισθησία σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας.

    Δεδομένου ότι οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών διευρύνουν μεσοπρόθεσμα τις αναπτυξιακές δυνατότητες τη οικονομίας, θεωρούνται "ευμενείς συνιστώσες του ελλείμματος". Πιθανή επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης της επενδυτικής δαπάνης προς ένα περισσότερο διατηρήσιμο ρυθμό, συμβατό με το μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας (4,8% ετησίως), αναμένεται μεσοπρόθεσμα να συμβάλει στη επιβράδυνση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών.

    Παράλληλα η σημαντική αύξηση του ελλείμματος κατά την περίοδο 2005-2006 αποδίδεται στις εξαιρετικά υψηλές πληρωμές για αγορά νέων πλοίων καθώς και στη διεύρυνση του πετρελαϊκού ισοζυγίου (κατά 1.7% και 1.8% του ΑΕΠ αντιστοίχως).

    Όσον αφορά το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου πλοίων αυτό απορρέει τόσο από τις πληρωμές για τις αγορές πλοίων που παραγγέλθηκαν κατά την περίοδο 2002-2003 (όταν άρχισε η εκρηκτική άνθηση του θαλάσσιου εμπορίου και η άνοδος  των τιμών των ναύλων) όσο και από τις νέες παραγγελίες που έγιναν κατά το 2006. Πρέπει να σημειωθεί ότι το απόθεμα νέων παραγγελιών πλοίων από τους έλληνες πλοιοκτήτες το 2006 υπερβαίνει κατά 60%, σε όρους χωρητικότητας, το μακροχρόνιο ετήσιο μέσο όρο και η αξία τους υπερβαίνει τα 25 δις ευρώ.

    Η "ισχυρή" επενδυτική δραστηριότητα στον ναυτιλιακό τομέα αναμένεται να συνεχιστεί στο μεγαλύτερο τμήμα του 2007 αντανακλώντας τις θετικές προοπτικές του κλάδου, τόσο στην αγορά υγρού όσο και ξηρού φορτίου, τα υψηλά κέρδη των προηγουμένων ετών καθώς και την ανάγκη περαιτέρω ανανέωσης του ελληνόκτητου στόλου κυρίως λόγω της προβλεπόμενης απόσυρσης παλαιότερων πλοίων (πετρελαιοφόρων) μετά το 2010.

    Οι επενδύσεις σε πλοία αναμένεται να επιβραδυνθούν σημαντικά  μετά το 2008 καθώς οι πρόσφατες παραγγελίες, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες για το 2007, αναμένεται να εξισορροπήσουν την συνολική διαθέσιμη χωρητικότητα με την αναμενόμενη ζήτηση. Οι πληρωμές για πλοία συνιστούν επίσης ένα  μη-ανησυχητικό τμήμα της διεύρυνσης του ελλείμματος καθώς συνδέονται με αυξημένες προσδοκίες εσόδων για την ελληνική ποντοπόρο ναυτιλία.

    Παράλληλα, το αυξημένο έλλειμμα του πετρελαϊκού ισοζυγίου αποδίδεται κυρίως στις υψηλές τιμές του πετρελαίου, οι οποίες υπερέβησαν τα 55 ευρώ το βαρέλι, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006 συγκριτικά με το μέσο όρο της περιόδου 2000-2005, που ήταν 35 ευρώ.

    Δεδομένου ότι κατά το τελευταίο εννεάμηνο έχει συντελεστεί αποκλιμάκωση της τιμής του πετρελαίου, προς τα 45 περίπου ευρώ το βαρέλι, επίπεδο στο οποίο αναμένεται να παραμείνει για όλο το 2007 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω στα 38 δολάρια σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα,  η επιβάρυνση από το πετρελαϊκό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να περιοριστεί στο εγγύς μέλλον.

    Συνεκτιμώντας όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, η Εθνική Τράπεζα επιχερεί  διαχωρισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε διαρθρωτικό και προσωρινό τμήμα.


    Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του τραπεζικού ιδρύματος, το 50% περίπου του ελλείμματος του ισοζυγίου, ήτοι 6% από το 12% του ΑΕΠ που ήταν το έλλειμμα το 2006, αντανακλά προσωρινούς παράγοντες η επίδραση των οποίων, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναμένεται να περιοριστεί σταδιακά κατά τα επόμενα χρόνια και να πάψει να υφίσταται το 2011.

    Μετά τη διόρθωση για τις προσωρινές επιδράσεις το εκτιμώμενο διαρθρωτικό κομμάτι του ελλείμματος παραμένει στο σχετικά υψηλό επίπεδο του 6% του ΑΕΠ.

    Ναυτιλία και τουρισμός: Οι προοπτικές των δύο βασικών πυλώνων χρηματοδότησης του εμπορικού ελλείμματος

    Αναμφισβήτητα ο τομέας των εξαγώγιμων υπηρεσιών και συγκεκριμένα οι τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και συνιστούν δύο από τους δυναμικότερους τομείς για την ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να συνεισφέρουν στον περαιτέρω περιορισμό του διαρθρωτικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

    Ιδιαίτερα ο τομέας της ποντοπόρου ναυτιλίας αναμένεται , μετά και την ολοκλήρωση του εντυπωσιακού επενδυτικού προγράμματός του, να βρεθεί σε ιδιαίτερα ισχυρή ανταγωνιστική θέση αυξάνοντας το μερίδιο του ελληνόκτητου στόλου στην παγκόσμια αγορά (κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες).

    Ως εκ τούτου, οι προσδοκώμενες εισπράξεις καθώς και η συνεισφορά του ναυτιλιακού τομέα στο ΑΕΠ θα αυξηθεί μετά το 2010, συντελώντας στη περαιτέρω μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 0,75% της ποσοστιαίας μονάδας.

    Παράλληλα η άμεση συνεισφορά του τουριστικού τομέα στο ΑΕΠ θα παραμείνει εξαιρετικά σημαντική καθώς η διατήρηση του υψηλού ρυθμού αύξησης των αφίξεων (με ετήσιο ρυθμό υψηλότερο του 5% ετησίως κατά την τριετία 2007-2009) αναμένεται  να αντισταθμίσει την πίεση στα περιθώρια κέρδους από φθηνότερους ανταγωνιστές οι οποίοι παράλληλα βελτιώνουν την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν.

    Η δυνατότητα ενίσχυσης της συνεισφοράς του τουριστικού τομέα στην ελληνική οικονομία εναπόκειται στη περαιτέρω αναβάθμιση και διαφοροποίηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών μας.

    Όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών, εμφανίζουν αξιοσημείωτο δυναμισμό,  μετά από μια περίοδο απογοητευτικών επιδόσεων και συρρίκνωσης του ποσοστού των εισαγωγών στο ΑΕΠ (κατά 3% μεταξύ 2000 και 2005) και παρά τις σημαντικές απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους εξαιτίας της ανατίμησης της πραγματικής ισοτιμίας (κατά 22% την τελευταία οκταετία).

    Η δυναμική των εξαγωγών αντανακλά σε σημαντικό βαθμό τον επιτυχή επαναπροσανατολισμό των ελληνικών εξαγωγών προς περιοχές που χαρακτηρίζονται από ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης όπως η ΝΑ Ευρώπη, καθώς και το αυξανόμενο ποσοστό στις συνολικές εξαγωγές, αγαθών υψηλότερης τεχνολογίας (όπως ηλεκτρολογικός και τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, επαγγελματικά και επιστημονικά εργαλεία, είδη εξοπλισμού γραφείου, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, με τις τελευταίες δύο κατηγορίες να συνδέονται επίσης με ένα υψηλό επίπεδο εισαγόμενων πρώτων υλών).

    Οι προοπτικές για τις εμπορευματικές εξαγωγές παραμένουν θετικές, μεσοπρόθεσμα, δεδομένων των ισχυρών προοπτικών ζήτησης από τις περιοχές στις οποίες κατευθύνονται, ωστόσο η διατήρηση των θετικών επιδράσεων εξαρτάται από την αποφυγή περαιτέρω απωλειών ανταγωνιστικότητας κόστους καθώς και από τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης των ελληνικών εξαγωγών προς κατηγορίες προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Ωστόσο η ποιοτική αναδιάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών συνοδεύεται σε αρκετές περιπτώσεις και από επιτάχυνση των εισαγωγών, προϊόντων υπό τη μορφή πρώτων υλών και κυρίως ενδιάμεσων αγαθών, γεγονός που δεν συνεισφέρει σε μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

    Λαμβάνοντας υπόψη και την αναμενόμενη συνεισφορά από τον τομέα των εξαγώγιμων υπηρεσιών, το επίπεδο του διαρθρωτικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίζεται περαιτέρω στο 5,3% του ΑΕΠ.

    Ωστόσο, παραμένει κατά 1¼ ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερο από το επίπεδο που θεωρείται διατηρήσιμο μακροχρόνια (που, κατά μία προσέγγιση αντιστοιχεί στο επίπεδο του ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ που σταθεροποιεί την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της οικονομίας) και το οποίο εκτιμάται στο 4% του ΑΕΠ.

    Η σύγκλιση του διαρθρωτικού ελλείμματος με το μακροχρόνια διατηρήσιμο του επίπεδο αντιστοιχεί σε υποτίμηση 10% της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας ή σε ισοδύναμη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας μέσω ποιοτικής αναδιάρθρωσης και περαιτέρω προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών.

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ