Στα 7,80 από την προηγούμενη των 9,14 ευρώ μειώνει την τιμή-στόχο για την μετοχή της Frigoglass η Citigroup και διατηρεί τη σύσταση για «αγορά», σε ανάλυση με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου.
Τονίζει πως οι προοπτικές για τα περιθώρια έχουν βελτιωθεί αλλά έχουν γίνει πιο δύσκολες για τις πωλήσεις.
Ακόμη, σχολιάζει πως τώρα είναι περισσότερο επιφυλακτική για αγορές όπως της Ιταλίας και της Ρωσίας. Αναμένει επίπεδες σχεδόν πωλήσεις στο τμήμα των καταψυκτών το 2012 και αύξηση 10% το 2013.
«Ο απερχόμενος διευθύνων σύμβουλος είναι μεγάλη απώλεια, αλλά πιστεύουμε ότι η Frigoglass είναι ένα μεγάλο δομικό growth story, με την αποτίμησή της να διατηρείται χαμηλά εξαιτίας της διαπραγμάτευσής της στο ΧΑ».
Εξάλλου, η Proton Bank μειώνει την τιμή-στόχο στα 8,30 από την προηγούμενη των 9,50 ευρώ και διατηρεί τη σύσταση outperform, ενώ προχωρά σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για το σύνολο του 2011.
Καθώς το επίκεντρο στρέφεται στο 2012, η ορατότητα γίνεται όλο και πιο μικρή. Η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη εγείρει αβεβαιότητας για τη μελλοντική επέκταση των όγκων, καθώς η εταιρεία έχει δείξει σημάδια κυκλικότητας στο παρελθόν.
Επίσης, το υψηλό κόστος πρώτων υλών θα συνεχίσει να θέτει πιέσεις στα περιθώρια, με την εταιρεία να έχει πολύ λίγο χώρο για ελιγμούς.
Η Eurobank EFG Securities μείωσε την τιμή-στόχο στα 7,6 ευρώ από την προηγούμενη των 9,30 ευρώ διατηρώντας τη σύσταση buy, ενώ τονίζει ότι η ισχυρή αύξηση των εσόδων εξισορροπείται από το υψηλό κόστος εισαγωγής.
Ακόμη, σχολιάζει ότι αναθεωρεί πτωτικά τις εκτιμήσεις για τα κέρδη εξαιτίας της συρρίκνωσης του περιθωρίου που αποδίδεται στην επίδραση από την εξαγορά της Jebel Ali, στο υψηλό κόστος εισαγωγής, στην αναπάντεχη αρνητική λειτουργική μόχλευση στην Ινδία λόγω της μεταστροφής των πελατών προς τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού τους και όχι στην αντικατάσταση αυτού.
Συνολικά, υποβαθμίζει τις εκτιμήσεις για το 2012-2013 κατά περίπου 10%. Ωστόσο, παρά την πτωτική αναθεώρηση, η ανάπτυξη των κερδών και των ταμειακών ροών, παραμένει ισχυρή για τα επόμενα τρία χρόνια.
Το κόστος εισαγωγής αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, αλλά η αναποτελεσματικότητα στην παραγωγή που προκλήθηκε από την ισχυρότερη από ό,τι αναμενόταν ζήτηση στην Ευρώπη, θα πρέπει να σταθεροποιηθεί σε πιο λογικό επίπεδο.