«Κάναμε μία πρόταση φιλική, γιατί είμαστε πεισμένοι ότι μόνο ένας φιλικός συνδυασμός δυνάμεων επιτρέπει την επίτευξη της μεγιστοποίησης του οφέλους που προκύπτει από τις συνέργειες μιας τέτοιας συμφωνίας, που είναι και το κύριο ζητούμενο - οι επιθετικές ενέργειες ούτε μας ταιριάζουν ούτε αποδίδουν, γι’ αυτό τις απορρίπτουμε» ανέφερε σε σημερινή ομιλία του στο πλαίσιο εκδήλωσης του ΙΣΤΑΜΕ ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Απόστολος Ταμβακάκης.
«Κάναμε μία πρόταση βιώσιμη αλλά και ελπιδοφόρα, λόγω του μεγάλου οφέλους από τις συνέργειες που θα δημιουργούσε η συγκεκριμένη πρόταση» προσέθεσε, ενώ αναφερόμενος στη βαρύτητα του ρόλου του τραπεζικού κλάδου για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη, ο κ. Ταμβακάκης σημείωσε τα εξής:
«Ανάπτυξη χωρίς χρηματοδότηση, δεν γίνεται. Η χώρα χρειάζεται ισχυρές τράπεζες, που θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις προσπάθειες αναχαίτισης της κρίσης σήμερα και, πολύ περισσότερο, να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη αύριο, όταν με τις συνδυασμένες προσπάθειες όλων - κυβέρνησης, επιχειρηματικότητας και εργαζομένων- αρχίσουμε να βγαίνουμε από την κρίση και να οικοδομούμε το παραγωγικό και ανταγωνιστικό, νέο πρότυπο ανάπτυξης. Το τραπεζικό σύστημα είναι εδώ και είναι ισχυρό.
Τι πρόκειται να συμβεί στους επόμενους μήνες;
Η ουσία είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να παρουσιάσουν αναλυτικές εκθέσεις και να δεσμευτούν έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με ποιους τρόπους θα αρχίσουν να αποπληρώνουν τη ρευστότητα που τους έχει παρασχεθεί. Με ποιον τρόπο θα απεξαρτηθούν από τη βοήθειά της και από τις κρατικές εγγυήσεις.
Αυτό είναι το νέο πλαίσιο. Είναι υπαρκτό, είναι εδώ, είναι μπροστά μας.
Στην Εθνική πιστεύουμε ότι το ελληνικό πιστωτικό σύστημα οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες και να διαμορφώσει το ίδιο την τύχη του.
Να λάβει αυτό τις αποφάσεις για το μέλλον του, να μην αφεθεί και να μην αφήσει να τις λάβουν άλλοι γι αυτό, χωρίς αυτό, ώστε να διατηρήσει τον χαρακτήρα του ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, να διατηρήσει το ευρύ δίκτυο που επί μια 12ετία έχει οικοδομήσει στην ευρύτερη περιοχή –να μην πουλήσει τα «ασημικά» του.
Για να προστατεύσει την αξία των μετόχων του, τους εργαζόμενους σε αυτό και, ταυτόχρονα, την ελληνική επιχειρηματικότητα, οφείλει να διατηρήσει την ελληνικότητά του.
Τα κέντρα λήψης των αποφάσεων να παραμείνουν εντός των ελληνικών συνόρων. Πιστεύουμε βαθιά ότι αυτό είναι μια υπόθεση εθνικής σημασίας.
Γι αυτό η Εθνική Τράπεζα, ως όφειλε όχι μόνο λόγω του μεγέθους και του κύρους της αλλά και λόγω του θεσμικού ρόλου που εκ των πραγμάτων έχει, παίρνει πρωτοβουλίες ήδη από το περασμένο φθινόπωρο.
Καταρχήν με το γιγάντιο πρόγραμμα κεφαλαιακής ενίσχυσής της, ύψους άνω των 3 δισ. ευρώ και, εν συνεχεία, με την γνωστή φιλική πρότασή της, συμμετέχει με τρόπο συγκεκριμένο, μελετημένο και πρακτικό -όχι θεωρητικό- στους σχετικούς προβληματισμούς».
Η Πρόκληση της Ανάπτυξης
Αναφερόμενος στην οικονομία, ο κ. Ταμβακάκης υπογράμμισε ότι «η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να συντελεστεί σε περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό και ευνοϊκό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, ακόμα και 20ετία θα έλεγα, κατά την οποία γνωρίσαμε πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Οι εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο, και το ιδιαίτερα ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Η ελληνική οικονομία τα τελευταία 15- 16 χρόνια και πριν ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση, γνώριζε μέσους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%. Κατά την γνώμη μου η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα μεγάλα έργα υποδομών της τελευταίας δεκαετίας, στην απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, στην επέκταση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα Βαλκάνια, στην άνθηση της ναυτιλίας καθώς και στην ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι δραστηριότητες αυτές εξασφάλισαν μεν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, στηρίχθηκαν όμως αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και όχι στις εξαγωγές.
Ο εύκολος τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε η ανάπτυξη αυτή καλλιέργησε αυταπάτες ότι όλα είναι εύκολα, ότι δεν απαιτούνται μεταρρυθμίσεις. Έτσι, δεν έγιναν οι διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να γίνουν ώστε η ανάπτυξη να είναι υγιής και μακροχρόνια διατηρήσιμη. Δεν είδαμε και δεν αντιμετωπίσαμε τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η οικονομία μας να αποδειχθεί εξαιρετικά ευάλωτη στην κρίση. Δεν έγινε η αναγκαία αναδιάρθρωση και η σμίκρυνση του μεγάλου κράτους, δεν έγιναν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στο εργασιακό, δεν προχώρησαν οι αποκρατικοποιήσεις, δεν πατάχθηκε η φοροδιαφυγή -για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα.
Η διεθνής οικονομική κρίση ανέδειξε την σκληρή πραγματικότητα και τις παθογένειες του συστήματος. Έτσι η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτη στην, ούτως ή άλλως, πρωτοφανή κρίση».
Υιοθέτηση Διαρθρωτικών Αλλαγών
Μεταξύ άλλων, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας προσδιόρισε τρεις «απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές που θα στηρίξουν το νέο οικονομικό μοντέλο».
Όπως είπε, βασική προτεραιότητα είναι «η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η δραστική βελτίωση της αποδοτικότητας του δημοσίου τομέα. Η μείωση της φοροδιαφυγής, η βέλτιστη διαχείριση των κρατικών δαπανών και η εξασφάλιση ενός ρυθμιστικού και όχι παρεμβατικού ρόλου για το κράτος, θα στηρίξουν σημαντικά την αναπτυξιακή προοπτική».
Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Ταμβακάκη, «πρέπει να μετασχηματιστεί το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, σε ένα εξωστρεφές και ανταγωνιστικό μοντέλο, όπου θα ενθαρρύνεται η υγιής, η καινοτόμα επιχειρηματική δραστηριότητα και θα διευκολύνεται η βέλτιστη κατανομή των παραγωγικών πόρων προς τις πλέον αποδοτικές και όχι τις πλέον «βολικές» χρήσεις τους».
Επιπλέον, όπως είπε ο ίδιος, «πρέπει να απελευθερωθούν οι αγορές. Το άνοιγμα των αγορών έπρεπε να είναι ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, πραγματικότητα. Είναι απαράδεκτο σε μία διεθνοποιημένη οικονομία, να υπάρχουν ακόμα κλειστές αγορές - είτε πρόκειται για την ενέργεια, τα λιμάνια, τα απορρίμματα, είτε πρόκειται για τα κλειστά, δηλαδή κρατικά προστατευόμενα, επαγγέλματα».