23:12 15/09
Σε ανοδική τροχιά η Wall ενόψει της συνεδρίασης της Fed
Ενδοημερήσια ρεκόρ για S&P 500 και Nasdaq.
Διατηρεί τη σύσταση για «αγορά» για την μετοχή της Alpha Bank η UBS σε ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία καθώς και την τιμή-στόχο των 6,20 ευρώ. Όπως σχολιάζει η UBS, οι συζητήσεις μεταξύ της Εθνικής και της Alpha Bank διήρκησαν δύο εβδομάδες περίπου και τελείωσαν με την ανακοίνωση της πρότασης, την περασμένη Παρασκευή. Σύμφωνα με την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση της αγοράς, η πρόταση της Εθνικής αποτιμά την Alpha Bank στα 5,4 ευρώ ανά μετοχή, με premium 19% σε σχέση με το κλείσιμο της Πέμπτης.
Από την πλευρά της η Goldman Sachs σχολιάζει πως η πρόταση θα εξοικονομούσε κόστος αντίστοιχο με το 10% της συγχωνευμένης βάσης κόστους μέχρι το 2013, δεδομένου πως η Εθνική έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να διατηρήσει στο ελάχιστο δυνατό τις επιπτώσεις για το εργατικό δυναμικό και των δύο τραπεζών. «Θα περιμέναμε ακόμη ότι οι συνέργιες που μπορεί να εμφανιστούν στην χρηματοδότηση, να αντισταθμιστούν από τις υψηλές δαπάνες εξαιτίας της τεράστιας παρουσίας και των δύο ομίλων στην Ελλάδα». Όπως τονίζει η Goldman Sachs, «στρατηγικά μιλώντας», η Alpha Bank θα γίνει μέλος ενός σημαντικά καλύτερα κεφαλαιοποιημένου ομίλου με το βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 για το 2010 να διαμορφώνεται στο 10,6% από το 7,8% που είναι ο αντίστοιχος δείκτης για την Alpha Bank.
«Από την άλλη, η Alpha Bank θα έβλεπε την έκθεσή της σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ως ποσοστό επί των tangible equity, να εκτινάσσεται από το εκτιμώμενο 88% στο 218% για το συγχωνευμένο όμιλο». Επισημαίνει ακόμη ότι η ανακοίνωση έφερε ράλι στις ελληνικές τραπεζικές μετοχές. Τονίζει δε ότι αν και οι εξαγορές και συγχωνεύσεις είναι σίγουρα θετικές για τον κλάδο, «δεν θεωρούμε ότι θα επιλύσει την υψηλή έκθεση στο περιφερειακό κρατικό χρέος ή την εξάρτηση από τη ρευστότητα της ΕΚΤ». Όπως σχολιάζει, απορρίπτοντας τη συμφωνία, η διοίκηση της Alpha Bank έφερε ως λόγο τις ανησυχίες για την τρέχουσα κατάσταση και τις συνθήκες της αγοράς, σχετικά με το ενδεχόμενο μιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. «Δεν θα αποκλείαμε την πιθανότητα η Εθνική να αυξήσει την πρότασή της».
Η Credit Suisse τονίζει πως η συμφωνία θα δημιουργούσε ξεκάθαρα την μεγαλύτερη τράπεζα στην ελληνική αγορά, και τα μερίδια που θα καταλάμβανε στην αγορά θα ήταν τεράστια, ιδιαίτερα στα στεγαστικά δάνεια θα ήταν λίγο κάτω από το 40% και στις πιστωτικές κάρτες στο 37%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου του 2010, η συγχωνευμένη τράπεζα θα είχε 191 δισ. ευρώ σε assets, περίπου το 80% του ονομαστικού ελληνικού ΑΕΠ. «Ωστόσο η πρόταση απορρίφθηκε από τη διοίκηση της Alpha Bank και πιθανότατα θα αντιμετωπίσει ζητήματα από τις αντιμονοπωλιακές αρχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι είχε συζητηθεί και παλαιότερα».
Όπως τονίζει η Credit Suisse, με την προϋπόθεση ότι τα πλήρη οφέλη από τις χαμηλότερες εκτιμήσεις για τις συνέργιες θα επιτευχθούν μέχρι το 2012, η νέα συγχωνευμένη τράπεζα θα διαπραγματευόταν 5,5 φορές τα κέρδη του 2012. Εάν επρόκειτο να γίνει haircut στα ελληνικά κρατικά ομόλογα ύψους 25% και ο όμιλος προχωρούσε σε επανακεφαλαιοποίηση στο 9% του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1, θα διαπραγματευόταν 5,7 φορές τα κέρδη του 2012. Το σημαντικό είναι, σύμφωνα με την Credit Suisse, ότι η συμφωνία φαίνεται να έχει πολιτική στήριξη. Επισημαίνει, για τους λόγους που επικαλέστηκε η Alpha Bank, ότι υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα για το εάν τα κεφάλαιο στην τουρκική θυγατρική της Εθνικής, θα μπορούσαν να επιστραφούν στην Ελλάδα εάν ζητούταν.
Εξάλλου, τονίζει πως η τρέχουσα προσφορά της Εθνικής διαμορφώνεται σε 0,727 μετοχές της Εθνικής για κάθε μία της Alpha Bank. «Εάν το ποσοστό αυξανόταν στο 0,8, το premium για τους μετόχους της Alpha Bank θα ανέβαινε στο 30% από το 19%, και στη συγχωνευμένη οντότητα, οι πρώην μέτοχοι της Εθνικής θα είχαν το 69% και της Alpha Bank to 31%.
Η Deutsche Bank, σε ανάλυσή της με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου, επισημαίνει ότι σύμφωνα με την πρόταση της Εθνικής Τράπεζας, η συγχωνευμένη οντότητα θα έχει 200 δισ. ευρώ assets και θα είναι 27η μεταξύ των ευρωπαϊκών. Οι συνέργειες θα είναι της τάξης των 500-700 εκατ. ευρώ και θα προκύπτουν από τις οικονομίες κλίμακας, τις διεθνείς δραστηριότητες, το κόστος και τη φθηνότερη χρηματοδότηση.