08:51 29/10
Ιστορικό υψηλό για τον Nikkei, πάνω από τις 51.000 μονάδες - Αισιοδοξία στα ασιατικά ταμπλό με τη βοήθεια Τραμπ
Η προσοχή των αγορών στρέφεται στο διεθνές εμπόριο και στην Fed.
Από την Αΐντα Κίτου
Παράξενο, αλήθεια, αλλά φαίνεται πως η… δύναμη της συνήθειας είναι βασικός προσδιοριστικός παράγοντας στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών, ειδικά όταν μιλάμε για τον χρυσό – που, αν και επίσημα δεν αποτελεί πλέον μέρος του νομισματικού συστήματος, εντούτοις συνεχίζει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των επενδυτών. Και όχι άδικα, διότι το πολύτιμο μέταλλο εξακολουθεί να θεωρείται από πολλές απόψεις ως θεμέλιο του παγκόσμιου χρήματος.
Γι' αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οι κεντρικές τράπεζες επέστρεψαν στην αγορά του χρυσού, αναβιώνοντας μια πρακτική που κυριάρχησε τον αιώνα 1870-1970. Κορυφαίοι αγοραστές αναδεικνύονται η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία, ενώ άλλες χώρες –όπως η Μ. Βρετανία– μείωσαν απλώς τους ρυθμούς πωλήσεων του πολύτιμου μετάλλου κατά την εν λόγω περίοδο. Οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον στον χρυσό, ειδικά σε μια περίοδο που τα χαμηλά επιτόκια τείνουν να γίνουν ο νέος κανόνας. Αυτό έχει επαναφέρει το πολύτιμο μέταλλο ως βασικό στοιχείο της νομισματικής διαχείρισης έπειτα από τέσσερις δεκαετίες προσπάθειας απονομιματοποίησής του, διαπιστώνει στην τελευταία έκθεσή του το Φόρουμ Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων OMFIF (Official Monetary and Financial Institutions Forum).
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο ερευνητικός και συμβουλευτικός όμιλος των κεντρικών τραπεζών, τα τελευταία 8 χρόνια οι μέσες ετήσιες καθαρές αγορές χρυσού, ύψους 350 τόνων, έχουν επανέλθει στα επίπεδα αγορών του μετάλλου την εκατονταετία μέχρι το 1970, αντανακλώντας την ανανεωμένη ελκυστικότητα του πολύτιμου μετάλλου ως ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου-καταφυγίου σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων. Από τις χώρες του G7, η Μ. Βρετανία διατηρεί το μικρότερο ποσοστό των αποθεμάτων της σε χρυσό (μόλις το 0,9%), ενώ οι ΗΠΑ το μεγαλύτερο (24,8%).Η έκθεση του OMFIF, "Οι επτά εποχές του χρυσού", περιέχει λεπτομερή στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στις πολιτικής αγοραπωλησίας χρυσού των κεντρικών τραπεζών του πλανήτη τους δύο τελευταίους αιώνες, μέσης διάρκειας 30 περίπου ετών η καθεμία.
Η τελευταία εξ αυτών –η 7η Περίοδος ή η Περίοδος "Ανοικοδόμησης"– βρίσκεται σε εξέλιξη από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, υποστηρίζει η Οργανισμός. Όπως εξηγεί, τα τελευταία 8 χρόνια οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων αλλά και αναπτυσσόμενων χωρών έχουν δείξει μια καινούργια "αγάπη" για το κίτρινο μέταλλο, ξαναζωντανεύοντας τον ρόλο του χρυσού ως θεμέλιο για τα συναλλαγματικά διαθέσιμα των περισσότερων χωρών.
Οι κεντρικές τράπεζες ήταν καθαροί αγοραστές χρυσού κάθε χρόνο από το 2008, αυξάνοντας κατά 9,4% ή 2.800 τόνους τα αποθέματά τους. Οι ανεπτυγμένες χώρες (που αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος των συνολικών διαθεσίμων) έχουν διατηρήσει σε γενικές γραμμές τα αποθέματά τους, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες, με οδηγό την Κίνα και τη Ρωσία, τα έχουν αυξήσει σημαντικά. Πρόκειται για τη μακροβιότερη περίοδο αγορών χρυσού από το 1950-1965, όταν οι κεντρικές τράπεζες είχαν αποκτήσει πάνω από 7.000 τόνους χρυσού κατά την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι εξελίξεις από το 2008 σηματοδοτούν μια ισχυρή αλλαγή από την Περίοδο "Πωλήσεων" ή την 6η Περίοδο, το 1998-2008, όταν οι κεντρικές τράπεζες, και ειδικότερα αυτές των ανεπτυγμένων χωρών, περιλαμβανομένης της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και της Ολλανδίας, ξεφορτώνονταν μαζικά το πολύτιμο μέταλλο. Έρχονται, μάλιστα, σε πλήρη αντίθεση και με την 5η Περίοδο ή την Περίοδο "Απονομισματοποίησης", όταν ο ρόλος του χρυσού βρισκόταν στο κενό μετά τον επίσημο αποκλεισμό του από το νομισματικό σύστημα το 1971-1973, με την κατάργηση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods.
Οι συναλλαγές των κεντρικών τραπεζών σε χρυσό συχνά διαχωρίζονται από την τιμή του πολύτιμου μετάλλου. Οι κεντρικές τράπεζες ήταν καθαροί πωλητές τις Περιόδους 5 και 6, τέσσερις δεκαετίες διακυμάνσεων, αλλά γενικά αύξησης των τιμών των πολύτιμων μετάλλων. Η τελευταία περίοδος από το 2008 ήταν μια περίοδος με έντονες διακυμάνσεις των τιμών, στο εύρος των 1.000-1.600 δολαρίων η ουγκιά, αλλά η στροφή των κεντρικών τραπεζών στις αγορές χρυσού την τελευταία οκταετία φαίνεται πως αποτέλεσε βασικό παράγοντα της ανάκαμψης των τιμών από το 2015.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ακόμα και μετά την αύξηση των αποθεμάτων χρυσού κατά 2.800 τόνους, την τελευταία περίοδο μετά την κρίση του 2008 (την 7η Περίοδο), ο συνολικός χρυσός του επίσημου τομέα ανέρχεται στους 32.805 τόνους στα μέσα του 2016, που σημαίνει πάνω από 5.500 τόνους χαμηλότερα από το ρεκόρ του 1965 (38.350 τόνοι χρυσού στην κατοχή των κεντρικών τραπεζών).
Έπειτα από αρκετές αυξομειώσεις τη μεταπολεμική περίοδο, τα αποθέματα χρυσού των τραπεζών έχουν επανέλθει στα επίπεδα του 1950. Παρατηρείται, ωστόσο, μια σημαντική αλλαγή τα τελευταία 70 χρόνια στην κατανομή του χρυσού, που, από τη σχεδόν μονοπωλιακή κατοχή των ΗΠΑ, κινείται προς τις ευρωπαϊκές χώρες και τελευταία προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, συμβολίζοντας την ανάπτυξη μιας πολυπολικής παγκόσμιας οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χρυσός κινείται κοντά στα 1.345 δολάρια η ουγκιά μετά την πολυήμερη άνοδο, στον απόηχο της απόφασης της Fed να διατηρήσει για ακόμα μία φορά αμετάβλητα τα επιτόκιά της.
*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" της 1ης Οκτωβρίου