Τρίτη, 17-Ιαν-2017 09:24
Το τίμημα για τον κατευνασμό του ρωσικού τυχοδιωκτισμού
του Andreas Umland
Μια μεγάλη πρόκληση εξωτερικής πολιτικής για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση θα είναι η αντιμετώπιση της νέας ρωσικής διεθνούς διεκδικητικότητας και των στρατιωτικών περιπετειών. Ορισμένες ενδείξεις τις τελευταίες εβδομάδες, ιδιαίτερα σε σχέση με τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οδηγούν σε μια πιο φιλική αμερικανική προσέγγιση προς την Μόσχα. Μια τέτοια μεταβολή θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο.
Μια νέα επαναπροσέγγιση μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, μπορεί να πάει πολύ πιο πέρα από την προσπάθεια της κυβέρνησης του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου Barack Obama να επανεκκινήσει τις ρωσό-αμερικανικές σχέσεις μετά από τον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας το 2008. Υποθετικά, μια ήπια αμερικανική προσέγγιση προς το Κρεμλίνο θα έθετε τις αμερικανικές ανησυχίες πιο μπροστά από εκείνες των χωρών και των ανθρώπων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε σύγκρουση με τη Ρωσία.
Για να είμαστε σίγουροι, αρκετά πιθανά μέλη της νέας κυβέρνησης, όπως οι Rex Tillerson, Mike Pompeo, James Mattis, έχουν εκφράσει επιθετικές απόψεις για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ωστόσο προφανώς, ο νέος πρόεδρος Donald Trump και ορισμένοι από αυτούς που τον συμβουλεύουν για την Ρωσία, όπως οι Michael Flynn, Paul Manafort, Carter page, ελπίζουν ότι η αμερικανική ανοχή στη ρωσική ελευθερία κυκλοφορίας στον πρώην σοβιετικό χώρο -συγκεκριμένα, στην Ουκρανία- θα καταστήσει το Κρεμλίνο πιο συνεργάσιμο σε άλλα πεδία, όπως στην μάχη εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας και σε άλλες περιοχές, όπως η Συρία και η Αρκτική.
Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς εάν ο Trump και άλλοι λεγόμενοι Putinversteher στη νέα κυβέρνηση, κατανοούν πλήρως τι διακυβεύεται. Οι κίνδυνοι δεν αφορούν μόνο τα θεμελιώδη εθνικά συμφέροντα φιλοαμερικανικών χωρών όπως η Ουκρανία, η Εσθονία, η Γεωργία ή η Πολωνία. Η ανοχή της αμερικανικής κυβέρνησης στην παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας από την Ρωσία, θα είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Στο πλαίσιο των διαβεβαιώσεων ασφαλείας που έδωσαν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία στο πλαίσιο του Μνημονίου της Βουδαπέστης το 1994, μια κίνηση από την Ουάσιγκτον να κατευνάσει την Μόσχα θα αποτελέσει άλλη μία ρωγμή στον κατακερματισμό του διεθνούς καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών. Η συναίνεση στα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας στην Ουκρανία θα υπονομεύσει περαιτέρω την ήδη γκρεμισμένη Συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών το 1968 (ΝΡΤ), μία από τις πιο σημαντικές πολυμερείς συμφωνίες παγκοσμίως.
Σύμφωνα με το μνημόνιο της Βουδαπέστης, τρία κράτη με πυρηνικά όπλα επισήμως με βάση την ΝΡΤ -Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ- διαβεβαίωσαν το απαραβίαστο των ουκρανικών συνόρων. Σε δύο ταυτόχρονες αλλά ξεχωριστές διακηρύξεις, τα άλλα δύο πυρηνικά κράτη, η Κίνα και η Γαλλία, επίσης εξέφρασαν τον σεβασμό τους για την πολιτική κυριαρχία της Ουκρανίας. Αυτό ήταν ο πυρήνας μιας συμφωνίας μεταξύ των πέντε εγγυητριών χωρών της ΝΡΤ και της Ουκρανίας (καθώς και της Λευκορωσίας και του Καζακστάν), που είχαν κληρονομήσει μέρη του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου. Σε αντάλλαγμα για την ετοιμότητα του Κιέβου να παραδώσει τα όπλα μαζικής καταστροφής και να ενταχθεί στην ΝΡΤ, οι πέντε μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις παγκοσμίως αναγνώρισαν ρητά την υποχρέωσή τους να τηρούν και να προστατεύουν την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Αλλά από το 2014, αν όχι πιο πριν, η Μόσχα έχει προδήλως παραβιάσει το μνημόνιο της Βουδαπέστης. Καθώς η συμφωνία αποτελεί ένα σημαντικό παράρτημα της ΝΡΤ, η παραβίασή της μέσω της συνεχιζόμενης ρωσικής κατοχής εδαφών τη Ουκρανίας, υπονομεύει τη λογική του διεθνούς μηχανισμού για αποτροπή της εξάπλωσης των ατομικών όπλων. Αυτό όχι μόνο τιμωρεί αυστηρά μια χώρα που εθελοντικώς συμφώνησε να παραδώσει τα πυρηνικά της όπλα με αντάλλαγμα διαβεβαιώσεις ασφάλειας. Αποδεικνύει επίσης πώς ένα επισήμως πυρηνικό κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δυναμική πυρηνικής αποτροπής για να εφαρμόσει και να εξασφαλίσει την εδαφική επέκταση με στρατιωτικά μέσα.
Ακόμη χειρότερα, δύο επίσημες πυρηνικές δυνάμεις, το Πεκίνο και το Παρίσι, έχουν εμμέσως βοηθήσει τη Ρωσία στην ανατροπή του καθεστώτος μη διάδοσης. Παρά το ότι έχει εκφράσει τον σεβασμό τους στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, η Κίνα δεν υποστήριξε το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης του των Ηνωμένων Εθνών το 2014, εναντίον της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία. Και διάφοροι εξέχοντες κεντρό-δεξιοί βουλευτές της Γαλλίας, έχουν επισκεφτεί την Κριμαία μετά από την προσάρτησή της από την Ρωσία, παρά το ότι η γαλλική κυβέρνηση η οποία το 1994 διακήρυξε τον σεβασμό της στην ουκρανική κυριαρχία, ήταν επίσης μια κεντρό-δεξιά κυβέρνηση (αν και υπό τον Σοσιαλιστή πρόεδρο, Francois Mitterrand)
Ο αμερικανικός κατευνασμός της Ρωσίας σε σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας και την επέμβαση στην ανατολική περιοχή της Ουκρανίας, Ντονπας, θα επέτεινε τις επιδράσεις αυτών των προηγούμενων εκτροπών. Οι ΗΠΑ θα αγνοούσαν τις αρχικές ανακοινώσεις τους για την ένταξη της Ουκρανίας στη ΝΡΤ και τον εθελοντικό πυρηνικό αφοπλισμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν η μόνη εγγυήτρια χώρα που θα έμενε για το ΝΡΤ, η οποία συμπεριφέρεται περισσότερο ή λιγότερο, στη γραμμή της λογικής του καθεστώτος της μη διάδοσης, αναφορικά με την Ουκρανία.
Για να είμαστε σίγουροι, στο πλαίσιο άλλων διεθνών κρίσεων, η διάδοση των πυρηνικών δεν είναι προς το παρόν ένα θέμα που να κυριαρχεί στις διεθνείς υποθέσεις. Ωστόσο, αποτρέποντας την εξάπλωση των ατομικών όπλων, είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα για την διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και την διασφάλιση της ανθρώπινης επιβίωσης. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αμερικανικής συναίνεσης στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας για την διεθνή τάξη, θα είναι σοβαρές.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://carnegieeurope.eu/strategiceurope/67692