Από τον χρήστη του twitter AMpotetzagias (Αρχιμουσικού)
Ο ένδοξος λαός των Γκραβαριτών
Στο διήγημά του “Ο ζητιάνος”, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας περιγράφει ένα πολύ ξεχωριστό χωριό. Το όνομά του είναι Κράκουρα (κοινώς Κράβαρα ή Γκράβαρα) και διακρίνεται για το γεγονός ότι κύρια απασχόληση των κατοίκων του δεν είναι ούτε η γεωργία, ούτε η κτηνοτροφία, ούτε η βιοτεχνία, ούτε η αλιεία, ούτε το εμπόριο. Μοναδική απασχόλησή τους είναι η εκμάθηση της (τω όντι δύσκολης) τέχνης της ζητιανιάς, της κλοπής και της απάτης. Ο παραγωγικός βίος θεωρείται για τους κάτοικους του χωριού ένδειξη εκφυλισμού και αδυναμίας όσων τον ακολουθούν. Εκτιμούν εκείνους που μπορούν να περιέρχονται ως επαίτες την ελληνική επικράτεια του τέλους του 19ου αιώνα αλλά και τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, κυρίως τις βαλκανικές και τις παράκτιες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και να γεμίζουν το σακούλι τους με όσα κέρδη τους προσπορίζει η εξαπάτηση των αφελών που διάγουν τον πεζό βίο τους τρυγώντας τα αμπέλια τους, τρέφοντας τα ζωντανά τους ή σμιλεύοντας την πέτρα και χτίζοντας σπίτια και γεφύρια.
Η οικονομική γεωγραφία της φαυλοβιότητας, όπως την σκιαγραφεί εν παρόδω στο διήγημά του ο Καρκαβίτσας -αφού αυτό επικεντρώνεται στην περιγραφή των ανδραγαθημάτων του ήρωά του, του Τζιριτόκωστα σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, το Νυχτερέμι- φαίνεται καλά ισορροπημένη. Για τον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής δεν αναφέρει παρά δύο μόνο χωριά συστηματικής παραγωγής φαυλόβιων περιπλανώμενων απατεώνων: τα Κάκουρα στην Ρούμελη και τις Κλουτσίνες στον Μωρηά. Είναι προφανές ότι ένας τόσο ευρύς γεωγραφικός και οικονομικός χώρος, όσο φτωχός και αν είναι, μπορεί άνετα να υποστηρίξει την δραστηριότητα μίας τόσο μικρής ομάδας φαυλόβιων ζητιάνων χωρίς να αντιμετωπίσει πρόβλημα ανατροπής της οικονομικής του ισορροπίας. Μαζί δε με αυτούς μπορεί ακόμη να τροφοδοτήσει και κάποιους επιχώριους ομολόγους τους, που στην περίπτωση του διηγήματος του Καρκαβίτσα είναι ένας τελωνοφύλακας και ένας δικηγόρος.
Αυτό το τελευταίο όμως, δηλαδή η δυνατότητα μίας οικονομίας να θρέφει τους πάσης φύσεως φαυλόβιους και παράλληλα να διατηρεί την ισορροπία της χωρίς να καταρρέει, δεν είναι κάτι για το οποίο θα ήταν δυνατόν να πει κανείς ότι ισχύει διαχρονικά, σε κάθε τόπο και χρόνο. Εάν, αίφνης, από κάποιο θαύμα, ή σε μία περίπτωση που η ζωή αντέγραφε την επιστημονική φαντασία, ήταν δυνατόν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας να επιβιβασθεί στην μηχανή του χρόνου και από τα τέλη του 19ου αιώνα να βρεθεί στην σημερινή Ελλάδα της κρίσης και του Μνημονίου, είναι βέβαιο ότι θα αισθανόταν μία πολύ βαθιά, και δυσάρεστη έκπληξη. Θα διαπίστωνε ότι εκείνο που ο ίδιος στην εποχή του θεωρούσε ως παραβατικό ή φαυλόβιο έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο πρότυπο συμπεριφοράς της ελληνικής κοινωνίας και έχει πλειοψηφικό χαρακτήρα στο λαό. Ο πολίτης που συνεχίζει να εισπράττει την σύνταξη του παππούλη του που πέθανε προ 20ετίας, ο πρεφαδόρος που συνταξιοδοτείται ως τυφλός και ο ποδοσφαιριστής που συνταξιοδοτείται ως ανάπηρος με κινητικά προβλήματα, ο έμπορος που εισπράττει τον ΦΠΑ από τον πελάτη του αλλά δεν τον αποδίδει στο δημόσιο (δηλαδή τον κλέβει), ο δημόσιος υπάλληλος που διορίσθηκε με τον γνωστό αναξιοκρατικό τρόπο αλλά για να εκτελέσει το καθήκον για το οποίο πληρώνεται εισπράττει και γρηγορόσημο, ο ευυπόληπτος νοσοκομειακός γιατρός ο οποίος οδηγεί στο χειρουργικό τραπέζι τον αθώο Πακιστανό που προσήλθε με πονοκέφαλο στα εξωτερικό ιατρεία προκειμένου στην διάρκεια της απόλυτα άχρηστης και επικίνδυνης εγχείρησης να καταστρέψει καμιά πενηνταριά τεχνητά μοσχεύματα υψηλής αξίας και να εισπράξει το αναλογούν δώρο από την εισαγωγική εταιρεία των υλικών, ο τελωνειακός που έναντι σχετικού τιμήματος επιτρέπει στους λωποδύτες να εξαγάγουν τα κλοπιμαία τους στην όμορη χώρα, το μέλος της επιτροπής αξιολόγησης που συναινεί να ενοικιαστεί από το δημόσιο το όχημα με μεγαλύτερο μίσθωμα από ότι θα στοίχιζε η αγορά του (στην ελεύθερη βέβαια αγορά), ο βοσκός που προνοεί να κάψει το δάσος για να έχουν και την επόμενη χρονιά βοσκή τα κατσίκια του, ο γεωργός που παίρνει επιδότηση για προϊόντα που δεν παρήγαγε ποτέ και για χωράφια με έκταση που δεν είχαν ούτε τα μεγάλα τσιφλίκια της Θεσσαλίας την εποχή του Καρκαβίτσα, ο φορτηγατζής που για “να μην καίει πετρέλαια” αδειάζει τα μπάζα του στον εθνικό δρυμό, ο βιομήχανος που παροχετεύει τα δηλητηριώδη απόβλητα της επιχείρησής του στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής για “να μην ανέβουν τα κόστη”, ο παραδικαστής που αποφυλακίζει (με περιοριστικούς όρους βεβαίως) τον αρχινονό που ‘χει φάει πεντέξι νοματαίους αλλά φυλακίζει αμελλητί το μικρό πρεζόνι ώστε να διατηρήσει την φήμη του σκληρού, ο εφοριακός που “κλείνει τα βιβλία” μόλις πάρει τα δωράκι του, ο αντι-δήμαρχος που -με την συνδρομή και του Δημάρχου- ζητάει μίζα για να παραλάβει για τον δήμο του το πυροσβεστικό όχημα που επιθυμούν να χαρίσουν ξένοι εθελοντές οι οποίοι συγκέντρωσαν στη χώρα τους και με δική τους πρωτοβουλία τα χρήματα για την αγορά του (ναι έχει γίνει και αυτό!), ο βουλευτής, ο Υπουργός.... όλοι αυτοί, και τόσοι άλλοι τέλος πάντων, δεν διαφέρουν και πολύ από τους κάτοικους των Γκραβάρων (Κραβάρων για τους καθαρολογούντες) της εποχής του Καρκαβίτσα. Η μόνη ουσιώδης διαφορά είναι πως εκείνο που ήταν τότε ακραία μειοψηφικό και γι’ αυτό γραφικό, έχει σήμερα γίνει πλειοψηφικό στην κοινωνία, και γι’ αυτό τραγικό.
Πόσους Γκραβαρίτες όμως μπορεί να θρέψει μία οικονομία χωρίς να καταρρεύσει; Ιδού το ερώτημα που τίθεται στην οικονομική επιστήμη! Άντε πρώτα να στραγγαλίσει τον μειοψηφικό παραγωγικό θύλακα, όπου κάποιοι άνθρωποι (προφανώς μειωμένης νοημοσύνης) δουλεύουν έντιμα για να βιοπορισθούν. (Και που τώρα πρώτοι και καλύτεροι πληρώνουν την κρίση καταδικασμένοι στην φτώχεια και την ανεργία). Άντε, κατόπιν, να σηκώσει και καμιά 400 δισεκατομμυριάκια ευρώ δανεικά από την παγκόσμια αγορά, (στην οποία δυστυχώς κυριαρχούν οι απαράδεκτες αξιακά αρχές του συντηρητισμού, του νεοφιλελευθερισμού και της κερδοσκοπίας). Αλλά μετά;
Η οικονομική κρίση μπορεί, βεβαίως, να είναι συστημική και παγκόσμια, αλλά μόνο η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στην χρεοκοπία και αντιμετωπίζει θανάσιμη υπαρξιακή απειλή. Συνδέονται άραγε τα δύο φαινόμενα -δηλαδή ο σύγχρονος Γκραβαριτισμός και η επαπειλούμενη κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση- και αν ναι, πώς; Είναι σε θέση ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός να απαντήσει στο ερώτημα αυτό προκειμένου να αντιληφθεί τι του συμβαίνει σήμερα και -το κυριότερο- τι θα του συμβεί αύριο εάν δεν αντιδράσει με τον σωστό τρόπο;
Είναι πράγματι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι ζούμε σε μία χώρα στην οποία εκτός των άλλων, πλήθει επίσης και οραματιστών, δηλαδή ανθρώπων που βλέπουν οράματα, κυρίως στο ξύπνιο τους. Δεκάδες ή εκατοντάδες άτομα, με τίτλους σπουδών και κοινωνική αναγνώριση, δημοσιολογούντες ή και διανοούμενοι, καθηγητές ή επιχειρηματίες δηλώνουν ευόρκως ότι διάβασαν το κείμενο του Μνημονίου και ιδίοις όμμασι διαπίστωσαν ότι αυτό ορίζει ρητά πως η Ελλάδα υποχρεούται να παραδώσει την Ακρόπολη μαζί με όλα τα άλλα της μνημεία, καθώς και όλα τα μοναστήρια (μαζί με τα ιερά τους σκεύη), στους Τεύτονες, στους Εβραίους και στους μογγολο-Αλταίους. Οι ίδιοι, μαζί με εκατομμύρια άλλους επίσης, πιστεύουν ότι το γεγονός πως σε Βόρεια Ευρώπη, Αμερική και Ασία οι πάντες, επί καθημερινής βάσεως, επί ενάμιση χρόνο, ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την Ελλάδα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή κρίση αλλά στο γεγονός ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνασπίστηκαν και (μαζί με τους Κινέζους κομμουνιστές-αυτό πια που να το πεις;) ψάχνουν να βρουν προσχήματα και ευκαιρίες για να αρπάξουν τα μεγάλα κελεπούρια, τα αμύθητης αξίας στοιχεία του εθνικού μας πλούτου: τον ΟΣΕ, την ΕΘΕΛ, την ΔΕΗ και την ΕΥΔΑΠ. (Τον ΟΤΕ και τον ΟΛΠ, δυστυχώς μας τους πήρανε κιόλας).
Κάνουν οι Έλληνες θυσίες προς χάριν της τρόικας;
Στην αριστουργηματική “Θυσία” του ο Αντρέι Ταρκόφσκι περιγράφει τη περίπτωση ενός ανθρώπου που με αφορμή ένα όνειρο υπαρξιακής αγωνίας συνειδητοποιεί πως η μοίρα της ανθρωπότητας είναι συνδεδεμένη και με τη δική του στάση απέναντι στην ζωή. Καθώς και ότι η σωτηρία του κόσμου απαιτεί και την δική του συνεισφορά. Αποτέλεσμα της “επιφάνειας” αυτής είναι να κάψει το υπέροχο και πολύ αγαπημένο σπίτι του. Να θυσιάσει δηλαδή κάτι πολύτιμο και ακριβό για τον ίδιο επειδή πίστεψε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να σωθεί η ανθρωπότητα από τη καταστροφή. Φυσικά ο Ταρκόφσκι δεν ανακαλύπτει την έννοια της “θυσίας”, η οποία αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των προ-νεωτερικών πολιτισμών και της θρησκευτικής τους φυσιογνωμίας Μόνο που της δίνει μία πολύ πιο ήπια και ανθρωποκεντρική μορφή. Σε αντίθεση με τις ανθρωποθυσίες των Αζτέκων, του ιουδαιο-χριστιανισμού (“Θυσία του Αβράαμ”), του κλασικού ελληνισμού (“Ιφιγένεια εν Αυλίδι”), και του νεότερου (“το γεφύρι της Άρτας”), ο ήρωας του Ταρκόφσκι δεν θυσιάζει ένα αγαπημένο πρόσωπο αλλά το έμβλημα της δικής του κενοδοξίας και υλικής ευμάρειας. Επίσης δεν θυσιάζει προς χάριν του θείου αλλά προς χάριν των συνανθρώπων του. Πρόκειται βέβαια για μία παρορμητική πράξη σαφούς ανορθολογισμού, εφ΄όσον αποβλέπει στο να ικανοποιήσει μια έσωθεν ηθική επιταγή και όχι να πετύχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Ο στόχος της, όμως, παρ’ ότι άυλος και χωρο-χρονικά απροσδιόριστος, συνάπτεται με ό,τι του αποκαλύφθηκε ως το πλέον ουσιώδες και σημαντικό στοιχείο της υπόστασής του, δηλαδή την υπέρβαση του εγωτισμού του μέσω της συνειδητοποίησης του υπαρξιακού χρέους του προς την ζωή.
Μόνο που εκτός από την ταρκοφσκική έννοια της θυσίας, στην τρέχουσα νεοελληνική πραγματικότητα συναντάται και μια άλλη. Αίφνης, σε μία πολύ γνωστή σκηνή του θεάτρου σκιών -τον εθνικό χαρακτήρα του οποίου καμία απόφαση της UNESCO δεν μπορεί να αλλοτριώσει-, μία ηλιόλουστη μέρα ο πασάς βγαίνει να σεργιανίσει στους δρόμους της επικράτειάς του. Έχει πολύ μεγάλα κέφια και γι’ αυτό, όταν συναντάει τον αναπόφευκτο Καραγκιόζη, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, βγάζει και του δίνει μία ολόκληρη χρυσή λίρα. Ο Καραγκιόζης τσεπώνει την λίρα στα γρήγορα και μετά ξεσπάει σε γοερά κλάματα. Ο πασάς απορημένος τον ρωτάει γιατί κλαίει και ο Καραγκιόζης του απαντά με λυγμούς ότι μία χρυσή λίρα είναι πολύ λίγη και δεν του φτάνει. Σπεύδει όμως να διαβεβαιώσει τον εμβρόντητο ευεργέτη του ότι επειδή τον εκτιμά ιδιαίτερα και δεν θα ήθελε ποτέ να τον προσβάλει θα κάνει την θυσία αυτή και θα κρατήσει την λίρα που του έδωσε.
Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση έχουμε μία έννοια της θυσίας τελείως διαφορετική από εκείνη του Ταρκόφσκι: πρόκειται για την γνήσια ελληνο-αρβανίτικη έννοια, η οποία, σε αντίθεση με τον κακομοίρικο ανορθολογισμό της προηγούμενης, διακρίνεται για το πρακτικό πνεύμα, την απαράμιλλη ευφυΐα και -γιατί όχι- την μαγκιά του θυσιαζόμενου. Γεγονός που βοηθάει ίσως να κατανοηθούν καλύτερα μερικά πράγματα, δεδομένου ότι μία συζήτηση για την έννοια της θυσίας, στην Ελλάδα σήμερα, δεν είναι καθόλου αφηρημένη ή ακαδημαϊκή. Συναρτάται άμεσα με την τρέχουσα οικονομική κρίση και την πολιτική των Μνημονίων η οποία, ως φαίνεται από τα λεγόμενα του πολιτικού κόσμου, έχει μετατρέψει την χώρα σε ένα απέραντο θυσιαστήριο όπου οι πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες θυσίες που λαμβάνουν χώρα ορίζουν τον κεντρικό άξονα όλου του πολιτικο-οικονομικού διαλόγου. “Οι θυσίες θα φέρουν αποτελέσματα”, διαβεβαιώνουν οι μεν, “όχι θυσίες χωρίς αντίκρισμα” αντιτείνουν οι δε, “ως πότε πια θυσίες” διερωτώνται (με λυγμούς) οι τρίτοι. Μόνο που, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην Ελλάδα, ουδείς ενδιαφέρεται να ορίσει το εννοιακό πλαίσιο όλων αυτών των συζητήσεων και να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: τελικά οι περί ών ο λόγος είναι θυσίες κατά Αντρέι Ταρκόφσκι, ή θυσίες κατά Καραγκιόζη Καραγκιοζόπουλο; Μιας όμως και οι ταγοί μας δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν το ερώτημα, μόνος εναλλακτικός τρόπος για να απαντηθεί είναι η αναδίφηση των γεγονότων.
Στα τέλη του 2009 η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση χρεοκοπίας, υπό την έννοια ότι ήταν αδύνατο να δανεισθεί πλέον στην διεθνή αγορά τα ποσά που απαιτούντο για να συνεχίσει το ελληνικό δημόσιο να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Ενίοτε λέγεται πως θα μπορούσε να δανεισθεί αλλά με επιτόκιο απαγορευτικού ύψους. Αυτό είναι όμως λάθος. Συγχέει την τιμή (άρα και την απόδοση) των (ήδη αγορασμένων από επενδυτές) ομολόγων στην δευτερογενή αγορά με την μοίρα που περίμενε τα τυχόν προς πώληση νέα ελληνικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά. Το να έχει κάποιος στην κατοχή του ομόλογα ενός κράτους σε διαδικασία πτώχευσης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι θα ήταν έτοιμος να τα πωλήσει σε οιοδήποτε τίμημα, το συντομότερο δυνατό. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν έχει προβλέψει να αγοράσει ασφάλιση για την επένδυσή του με την μορφή των CDS, τα οποία κατοχυρώνουν ότι σε περίπτωση χρεωκοπίας του εκδότη των ομολόγων και αθέτησης της υπόσχεσης πληρωμής που αυτά περιέχουν ο πωλητής των CDS θα τον αποζημιώσει στο ακέραιο της αξίας τους. Εάν λοιπόν διαθέτει και από αυτά τότε ο κάτοχος έχει κάθε λόγο να διακρατήσει τα προβληματικά ομόλογα. Άλλωστε, ακόμη και αν δεν διαθέτει μέχρι την στιγμή εκείνη, μπορεί πάντα να αποκτήσει. Βέβαια η τιμή τους θα έχει αυξηθεί σημαντικά και η δαπάνη της αγοράς τους θα πρέπει να αφαιρεθεί από την εμπορεύσιμη αξία του ομολόγου, μειώνοντας έτσι την χρηματιστηριακή τιμή του κατά το ύψος της τιμής των CDS (αυξάνοντας αναλόγως και την απόδοσή του). Πλην, ούτε και στην περίπτωση αυτή η τιμή των ομολόγων εκμηδενίζεται. Με δεδομένο ότι ουδεμία παύση πληρωμών είναι οριστική και μόνιμη, ο κάτοχος των ομολόγων μίας χώρας που βρίσκεται σε πορεία χρεοκοπίας γνωρίζει ότι δικαστικά έχει την δυνατότητα να διεκδικήσει την ικανοποίησή του και σε βάθος χρόνου να ανακτήσει ένα ποσοστό της αρχικής του επένδυσης. (Η Ελλάδα έχει ήδη σχετική εμπειρία επ’ αυτού: οι πιστωτές της δεν έχασαν τα κεφάλαιά τους μετά την χρεοκοπία του 1897, γιατί ο ΔΟΕ φρόντισε να τους επιστραφούν, έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών). ‘Έτσι, πάντοτε υπάρχει κάποιο οριακό σημείο, κάτω από το οποίο δεν μειώνεται ποτέ η τιμή των ομολόγων που ήδη βρίσκονται στην χρηματιστηριακή αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και πάλι η Ελλάδα: έχει χαρακτηρισθεί ως η πλέον αναξιόχρεη χώρα του κόσμου, πλην όμως τα ομόλογά της έχουν μειωθεί μόνο κατά 25% περίπου σε αξία, σε σχέση με τα ομόλογα της Γερμανίας, ποσοστό που είναι πάρα πολύ μικρό εάν συγκριθεί με την καταβαράθρωση και εκμηδένιση της αξιοπιστίας της.
Τα πράγματα όμως θα ήταν τελείως διαφορετικά εάν η Ελλάδα μετά την αποκάλυψη του προβλήματος που αντιμετώπιζε το 2009, έσπευδε στην ελεύθερη αγορά για την σύναψη νέου δανείου. Ακόμη και αν οι κάτοχοι των προς τοποθέτηση κεφαλαίων δεν ήταν βέβαιοι ότι η κρίση που την πλήττει είναι μία κρίση φερεγγυότητας, αλλά θεωρούσαν πιθανό ότι πρόκειται για μία απλή κρίση ρευστότητας, και πάλι δεν θα τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τους στα υπό έκδοση ελληνικά ομόλογα, διότι είναι άλλο πράγμα να κατέχεις ήδη ομόλογα μίας χώρας για την οποία υπάρχει η υποψία ότι χρεοκοπεί και παρ’ όλ’ αυτά να αρνείσαι να τα εκχωρήσεις σε υποπολλαπλάσιο της αρχικής τους αξίας τίμημα, (επειδή γνωρίζεις ότι αργά ή γρήγορα θα είσαι σε θέση να ανακτήσεις ένα σημαντικό τμήμα του αρχικού σου κεφαλαίου), και τελείως άλλο πράγμα να πας γυρεύοντας και να εμπλακείς σε μία παρόμοια διαδικασία εξ αρχής μόνο και μόνο γιατί ο τίτλος που εκδίδει η χώρα αυτή έχει -φαινομενικά- υψηλή απόδοση. Η ίδια η υψηλή προτεινόμενη απόδοση, άλλωστε, είναι ήδη αμάχητη ένδειξη της μειωμένης φερεγγυότητας της χώρας που επιδιώκει να χρηματοδοτηθεί. Στην περίπτωσή μας αυτό μεταφράζεται στο γεγονός ότι εάν η Ελλάδα στις αρχές του 2010 προχωρούσε στην απόπειρα έκδοσης ομολογιακού δανείου στην ελεύθερη αγορά απλά δεν θα εύρισκε κανέναν αγοραστή, όποιες αποδόσεις και αν προσέφερε. Επιτόκια ύψους 6, 10 ή και 15% αφορούσαν μόνο τα υπό διαπραγμάτευση παλαιά ομόλογά της. Κανείς όμως δεν θα αγόραζε νέα ομόλογα με παρόμοιες αποδόσεις ή και με μεγαλύτερες, διότι όλοι θα καταλάβαιναν ότι αυτές θα ήταν καθαρά θεωρητικές. Η εκδότρια χώρα εξοφθάλμως δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει τις υποσχέσεις της και συνεπώς η προσδοκώμενη πραγματική αξία τους θα έτεινε να είναι πάντα μικρότερη της προτεινόμενης αγοραίας αξίας τους, πράγμα που αποτελεί σαφώς αποτρεπτικό στοιχείο για την αγορά ενός τίτλου, και πιέζει την τιμή του συνεχώς και χαμηλότερα1.
Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξη κάθε ελληνικής προσπάθειας να δανεισθεί στην ανοιχτή αγορά από τα τέλη του 2009 και μετά θα ήταν μία και μοναδική: οι κεφαλαιούχοι δεν θα της δάνειζαν ούτε δεκάρα τσακιστή, εκτός και εάν τους προσέφερε τιμές (και αποδόσεις) από τις οποίες η ίδια η Ελλάδα δεν θα είχε να αποκομίσει απολύτως μα απολύτως τίποτα. Όμως για το 2010, μόνο, το ελληνικό Δημόσιο χρειαζόταν να δανεισθεί, απαραιτήτως, ένα (κολοσσιαίο) ποσό που πλησίαζε τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Εάν δεν της το δάνειζε η τρόικα η Ελλάδα θα βρισκόταν μπροστά σε μία πρωτοφανή κατάσταση, στην οποία δεν έχει βρεθεί ποτέ καμία άλλη χώρα στο παρελθόν: ενώ θα εισερχόταν σε περίοδο στάσεως πληρωμών και χρεοκοπίας, παράλληλα θα έχανε και το νόμισμα το οποίο χρησιμοποιούσε για τις συναλλαγές της: το ευρώ. Θα ήταν μία οικονομία με καταρρέουσες όλες τις οικονομικές μονάδες της η οποία επιπλέον θα έπρεπε εσπευσμένα να εισαγάγει ένα καινούργιο νόμισμα: ας πούμε την δραχμή. Ποιός όμως θα δεχόταν να συναλλαγεί, ή να αποταμιεύσει, στο νεόκοπο νόμισμα μίας χρεοκοπημένης οικονομίας της οποίας όλες οι ισχύουσες αποτιμήσεις θα εξακολουθούσαν ακόμη να είναι σε ευρώ; Φυσικά κανείς διότι όλοι θα καταλάβαιναν ότι η όποια εξωτερική ισοτιμία της δραχμής ίσχυε την μία μέρα, δεν θα ίσχυε και την επομένη και το χρηματικό ποσό στο οποίο πώλησαν το προϊόν τους ή τις υπηρεσίες τους σήμερα, θα έχει πολύ μικρότερη αγοραστική δύναμη ήδη αύριο. Αυτό είναι μία φυσιολογική κατάσταση στην περίπτωση που μία οικονομία εισέρχεται σε φάση ολικής κατάρρευσης και η εμπιστοσύνη στην δημοσιονομική και στην νομισματική πολιτική της εξαφανίζεται.
Αφού όμως ευρώ δεν θα υπήρχαν και τις δραχμές δεν θα τις ήθελε κανείς, σε τι νόμισμα θα γίνονταν άραγε οι ανταλλαγές; Προφανώς η μόνη εναλλακτική λύση είναι το αγαπημένο νόμισμα του Καραγκιόζη: τα περίφημα μπακοτσέτουλα. Βεβαία η εικόνα της πραγματικής ζωής δεν θα είχε καμία σχέση με την δροσιά και την ιλαρότητα που έχουν οι παιδικές παραστάσεις του θεάτρου σκιών. Θα έμοιαζε μάλλον με την ταινία που θα είχε γυρίσει ο Καρλ Ντράγιερ εάν ήθελε να περιγράψει την Μαύρη Πανώλη στην Ευρώπη του 14ου αιώνα. Μόνο που αυτό στην περίπτωσή μας δεν μας ενδιαφέρει γιατί το ερώτημα για το σε τι είδους θυσία υποβλήθηκε η μαρτυρική χώρα, με τους ηρωικούς νομάρχες και τους γίγαντες δημοσιογράφους, αποδεχόμενη το Μνημόνιο και το δάνειο των ξένων εκμεταλλευτών της, μπορεί πια να απαντηθεί πολύ εύκολα: εφ’ όσον εκείνο που θυσίασε είναι τα μπακοτσέτουλα, τότε, αν μη τι άλλο, υφίσταται πλήρης βεβαιότης ότι η συγκεκριμένη θυσία στην οποία υπεβλήθη δεν είναι θυσία “κατά Αντρέι Ταρκόφσκι”.
Από τα Γκράβαρα στην ευρωζώνη
Όπως περιγράφει στον “Ζητιάνο” ο Καρκαβίτσας, αγαπημένη ασχολία αλλά και τρόπος εκγύμνασης των Γκραβαριτών όταν βρίσκονται στο χωριό τους και δεν περιέρχονται ανά τα Βαλκάνια για να ασκούν την τέχνη τους, είναι ο κουτσοκουλόστραβος χορός. Πρόκειται για ένα χορό στον οποίο ο χορευτής μιμείται τις κινήσεις του χωλού επαίτη, είτε αυτός είναι κουτσός, είτε κουλός είτε καμπούρης ή οτιδήποτε είδους σακάτης τέλος πάντων. Ο χορός προσφέρει ταυτόχρονα και ευχάριστη ψυχαγωγία αλλά και άσκηση ώστε το άνθος της Γκραβαριτικής νεολαίας να είναι πάντα έτοιμο και σε καλή φυσική κατάσταση για νέες εξορμήσεις. (Ο ήρωας του διηγήματος άλλωστε, ο Τζιριτόκωστας, είναι ένας αναγνωρισμένος δεξιοτέχνης του χορού στον οποίο έχει προσθέσει και πολλές νέες φιγούρες δικής του επινοήσεως).
Εδώ λοιπόν, στην σύγχρονη Ελλάδα, όπου τα ήθη και τα έθιμα των Γκραβάρων διατηρούνται και επαυξάνονται θα ήταν αδύνατον να λείψει και ο κουτσοκουλόστραβος χορός των ένδοξων προγόνων μας. Έτσι αυτός έχει εξελιχθεί, εκσυγχρονισθεί και μάλιστα χορεύεται πλέον και έμπροσθεν πανευρωπαϊκού ακροατηρίου. Και να πως.
Όπως είναι γνωστό σε όλους εδώ και δύο χρόνια η πατρίδα μας στενάζει κάτω από την βαριά μπότα της τρόικας. Όμως ο αδάμαστος ελληνικός λαός, άξιος απόγονος του λαού των Γκραβάρων (αλλά και των Κλουτσινών) δεν λυγίζει και δεν προσκυνά. Διεκδικεί και καταφέρνει, με την αγωνιστική του συσπείρωση και τις κινητοποιήσεις του, να διατηρεί ακέραιο το δημοκρατικό δικαίωμα να καταναλώνει 10% περισσότερο από τα εισοδήματά του κάθε έτος, ενώ διεκδικεί, με το αιτιολογικό της ανάγκης να υπάρξει ανάπτυξη -στηριγμένος και στο… σύγχρονο οικονομικό δόγμα που επικεντρώνεται στα εξής τρία: “ανάπτυξη, ανάπτυξη και πάλι ανάπτυξη”- να αυξήσει το ποσοστό αυτό σε ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο, (δηλονότι 15% και γιατί όχι και 20%). Την δαπάνη αυτή, φυσικά, δεν επιβαρύνεται ο ίδιος αλλά οι βλάκες και οι προτεστάντες, δηλαδή όσοι δουλεύουν στις φάμπρικες και κάνουν οικονομία μέχρι και το πενηνταράκι, γιατί δεν έχουν τον δικό μας πολιτισμό, την δική μας ευκρίνεια ιδεών και το δικό μας περίσσευμα ψυχής. (Όπως άλλωστε έχει τονίσει επανειλημμένα και ο καθηγητής φιλοσοφίας και δάσκαλος ψυχών κ. Χ. Γιανναράς, αυτά τα κορόιδα είναι αποπροσωποποιημένα άτομα, θύματα του μεταφυσικού ρασιοναλισμού της Εσπερίας που συναγελάζονται σε χρησιμοθηρικές ενώσεις συμφερόντων που τις ονομάζουν Societas ή κάπως έτσι ενώ εμείς, οι κάτοικοι των Γκραβάρων είμαστε Πρόσωπα με Π κεφαλαίο που συγκροτούμε Κοινωνία, διαμορφώνουμε πολιτισμό και εξ αυτού μετέχουμε του Ακτίστου θαύματος, και αν δεν είναι και έτσι ακριβώς τα πράγματα ας όψεται ο Φωταδισμός που μας οδήγησε στην αποσκίρτηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία εντός της οποίας ανοιγόταν λαμπρό το μέλλον της Ορθόδοξης Ρωμιοσύνης). Και φυσικά με τους ιδιώτες της Εσπερίας δεν μπορεί ποτέ να είσαι σίγουρος για κάτι: όπως είναι γνωστό, τελευταία, τόσο οι μικρόκαρδοι πολίτες τους, όσο και οι στυγνοί γραφειοκράτες τους έχουν επιδοθεί σε ένα κύμα ωμών και κυνικών απειλών ότι θα διακόψουν την χρηματοδότηση εάν δεν προσαρμόσουμε την διαβίωση των εκλεκτών δημοσίων υπαλλήλων, των προμηθευτών του δημοσίου και των ταξιτζήδων και φορτηγατζήδων στα δικά τους απαράδεκτα γούστα. Μόνο που εμείς δεν λυγίζουμε μπροστά στις πιέσεις αυτές. Όπως είναι γνωστό τους απειλούμε ότι εάν τολμήσουν έστω και να σκεφθούν κάτι τέτοιο θα το πληρώσουν πολύ ακριβά. Θα το κάνουμε Κούγκι και θα στείλουμε όλη την περίλαμπρη ευρωζώνη στα Τάρταρα, σαν ελάχιστη τιμωρία για την αχαριστία τους να έχουν για μέλος μία χώρα σαν την δική μας και παρ’ όλα αυτά να μην αναγνωρίζουν τα τεράστιο πολιτιστικό και ιστορικό χρέος τους απέναντί της.
Αλλά όμως, ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα έχει αρτιωθεί και ωριμάσει στην διάρκεια του χρόνου και ως εκ τούτου θα ήταν ανολοκλήρωτη τοποθέτησή εάν πέραν της σαφούς, ξεκάθαρης και λεβέντικης απειλής δεν ήμασταν σε θέση να συμπληρώσουμε και την θετική προοπτική για την έξοδο από την κρίση. Έτσι, απέναντι στην καθυστερημένη ιδεολογικά Ευρώπη οι πολιτικοί μας είναι ευκολότατα σε θέση να διδάξουν τι σημαίνει σύγχρονη πολιτική αντίληψη: αφού καυτηριάσουν δεόντως το ημιτελές της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και την ανεπαρκή θεσμική ολοκλήρωσή του, προσφέρουν έτοιμη την εναλλακτική λύση στους πρωτόγονους Ευρωπαίους: αποπεράτωση της θεσμικής ολοκλήρωσης της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής οικοδόμησης με την δημιουργία δημοσιονομικής ένωσης που θα περιλαμβάνει και την έκδοση ευρωομολόγων. Έτσι θα υπάρχουν άφθονα κεφάλαια να χρηματοδοτείται η κατανάλωση και στην Ελλάδα για να μπορέσουμε και εμείς να ζήσουμε σαν άνθρωποι με ένα δημόσιο έλλειμμα της προκοπής, είτε 30% είτε 40% ετησίως, που λέει ο λόγος. Ώστε να στηριχθεί και η πολύπαθη ανάπτυξη και να ηρεμήσουν λίγο οι ανταριασμένες μαρτυρικές μορφές τηλεδημοσιογράφων και πολιτικοοικονομολόγων.
Βεβαίως, οι κακοπροαίρετοι -που πάντα υπάρχουν- θα πουν ότι φαίνεται σχεδόν εξωφρενικό ότι οι ίδιοι που από την μία δηλώνουν, ή αφήνουν να εννοηθεί, πως οι ξένοι μας πίνουν το αίμα και ενορχηστρώνουν όλη αυτή την κρίση για να μας πάρουν τα κελεπούρια των ΔΕΚΟ, ταυτοχρόνως, από την άλλη, διεκδικούν και εκλιπαρούν η λύση να έρθει από το εξωτερικό και από τα αφεντικά της θηριώδους τρόϊκας που μας καταδυναστεύει, περιμένοντας ότι οι εκμεταλλευτές αυτοί θα εκδώσουν τώρα και ευρωομόλογα ώστε να χρηματοδοτήσουν με αυτά την ανάπτυξή μας, δηλονότι την συνέχιση της παρασιτικής μας διαβίωσης εις βάρος της διεθνούς κοινότητας. ¨Όσοι όμως λένε τέτοια, και άλλα παρεμφερή, δεν είναι μόνο κακοπροαίρετοι και ύποπτοι, αλλά είναι και ανιστόρητοι. Τυφλωμένοι από την απατηλή λάμψη του μεταφυσικού ρασιοναλισμού της Εσπερίας αγνοούν τα ήθη και τις παραδόσεις της κοινωνίας μας και γι’ αυτό παρανοούν τα όσα συμβαίνουν. Παρανοούν δηλαδή το γεγονός πως όταν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, βουλευτές και δημοσιογράφοι, κουνάνε το δάκτυλο απειλητικά στην Ευρώπη και την απειλούν πως αν δεν εκδώσει ευρωομόλογα για την πάρτη μας θα υποστεί τρομερές συνέπειες, δεν κάνουν τίποτε καινούργιο. Συνεχίζουν μία μακραίωνη παράδοση, την οποία έχουν απλώς προσαρμόσει στις δεδομένες συνθήκες του 21ου αιώνα. Όπως ο Τζιριτόκωστας στην εποχή του χόρευε τον κουτσοκουλόστραβο χορό, έτσι και οι ηγέτες μας χορεύουν τον σύγχρονο κουτσοκουλόστραβο. ‘Ο Τζιριτόκωστας κλαψουρίζοντας στους αθώους χωρικούς τους διαβεβαίωνε ότι εάν τον ασημώσουν θα συγχωρεθούν τα ποθαμένα τους, αλλά την ίδια στιγμή υπονοούσε ότι εάν δεν τον ασημώσουν ο φιλεύσπλαχνος Κύριος της οικουμένης θα τους τιμωρήσει σκληρά ως ανοικτίρμονες στέλνοντάς τους στην αιώνια Κόλαση. Οι πολιτικοί και οι πνευματικοί σημερινοί ηγέτες δεν πράττουν κάτι διαφορετικό. Χορεύοντας τον σύγχρονο κουτσοκουλόστραβο χορό με απαράμιλλη τέχνη καλούν την Ευρώπη, για να συγχωρεθούν τα ποθαμένα της, να ασημώσει με ευρωομολογα τον λαό των σύγχρονων Γκραβαριτών, υπονοώντας ότι εάν δεν το πράξει, ο συστημικός κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν θα γίνει μπουρλότο θα εκραγεί και θα μεταβάλει ολόκληρη την περίλαμπρη ευρωζώνη σε θερινό σαλεπιτζίδικο.
Αυτά είναι τα καλά του να γνωρίζεις και να τιμάς τις παραδόσεις σου. Και ο λόγος που γράφτηκε όλο το παραπάνω κείμενο, άλλωστε, δεν είναι άλλος παρά να τονισθεί η αξία των παραδόσεων και να διατυπωθεί η πρόταση από τούδε και στο εξής ο κουτσοκουλόστραβος χορός να διδάσκεται και στα σχολεία. Στην ώρα της Αγωγής του Πολίτη.
1 Πάντως ούτε και σε αυτή την περίπτωση η αγοραία τιμή του τίτλου εκμηδενίζεται γιατί στο άκρο της ελαχιστοποίησης του δημιουργείται μία περιοχή όπου οι επενδυτές είναι πλέον πρόθυμοι να αγοράσουν, εφ’ όσον οι τιμές είναι απειροελάχιστες και οι αποδόσεις ιλιγγιώδεις, πλην όμως είναι οι πωλητές που δεν επιθυμούν πλέον να πωλήσουν γιατί αυτό θα ήταν αυτόχρημα καταστροφικό. Είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση όπου κάποιος θα μπορούσε να αγοράσει έναν τίτλο με 1 ευρώ και να έχει ετήσια απόδοση 1000 ευρώ για 30 χρόνια. Η περίπτωση αυτή βέβαια που είναι μόνο θεωρητική, και νομικά εμπίπτει στην κατηγορία των καταχρηστικών δανείων στηρίζεται στο γεγονός της ψυχολογίας αγοράς λαχείου από την πλευρά του αγοραστή, εφ’ όσον η δαπάνη θα ήταν ουσιαστικά ασήμαντη ενώ η έστω και απειροελάχιστη περίπτωση να εισπράξει ακόμη και μία δόση ή να εγείρει αξιώσεις στα διεθνή δικαστήρια επί των περιουσιακών στοιχειών της εκδότριας χώρας θα άξιζε την καταβολή του βιδανίου.
*Το Capital.gr δημοσιεύει άρθρα χρηστών του twitter σεβόμενο την ανωνυμία τους όπως εκείνοι το επέλεξαν