Τετάρτη, 18-Ιαν-2017 15:00
Η Αθήνα… ενδίδει, αλλά το QE της ΕΚΤ απομακρύνεται
Του Γ. Αγγέλη
Αύριο ο Μάριο Ντράγκι και ο Βίκτορ Κονστάτσιο θα ενημερώσουν στην τακτική συνέντευξη τύπου του ΔΣ της ΕΚΤ για τις προθέσεις τους όσο αφορά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μετά τη δημοσιοποίηση των τελευταίων στοιχείων (Δεκεμβρίου) που δείχνουν μία σημαντική αύξηση του δείκτη πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.
Αν και η αύξηση αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην ανοδική πορεία των τιμών πετρελαίου και συνολικά των καυσίμων – την ίδια στιγμή που η άνοδος των τιμών των μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων παραμένει σχεδόν μηδενική – εν τούτοις επηρεάζει το ύψος των τιμών στην Ευρωζώνη και ειδικά στην Γερμανία, όπου η άνοδος τον Δεκέμβριο είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 3,5 ετών (στο 1,7%, έναντι 0,7% τον προηγούμενο μήνα).
Αυτό σημαίνει ότι στο ΔΣ της ΕΚΤ που αρχίζει σήμερα το απόγευμα, οι πιέσεις προς τον Μ. Ντράγκι για αυστηρότερο περιορισμό στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την πλευρά της Γερμανίας προβλέπονται εξαιρετικά αυξημένες.
Ο Μ. Ντράγκι έχει δρομολογήσει την φόρμουλα επέκτασης του προγράμματος μέχρι και το τέλος του 2017 αλλά με μικρότερες μηνιαίες "αγορές” ομολόγων (60 δισ. ευρώ μηνιαίως αντί 80 δισ. ευρώ) επιτυγχάνοντας έτσι τον... τετραγωνισμό του κύκλου ανάμεσα στους κεντρικούς τραπεζίτες που ζητούσαν επέκταση του προγράμματος και εκείνους που όπως ο κ. Βάιντμαν της Γερμανίας ζητά την ανακοπή του.
"Ίσως είναι αργά (σ.σ. το 2019 που η ΕΚΤ εκτιμά ότι θα έχει φτάσει τον στόχο για τον δείκτη τιμών καταναλωτή στο επίπεδο που θέλει) για να κοπεί” το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, είχε υποστηρίξει στο τελευταίο ΔΣ της ΕΚΤ πριν ο Ντράγκι εισάγει την συμβιβαστική του φόρμουλα.
Τι θα γίνει με την Ελλάδα
Σήμερα, με τον δείκτη να επιβεβαιώνει την ανοδική τάση του, τι θα συμβεί στο ΔΣ της ΕΚΤ; Και πόσο αυτή η πίεση μπορεί να ανατρέψει το περιθώριο του τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης του 2017;
Τις απαντήσεις θα πρέπει να τις δώσει σήμερα ο πρόεδρος της ΕΚΤ προσδιορίζοντας έτσι και το περιθώριο που έχει η Αθήνα στις προσδοκίες της για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Για την ΕΚΤ η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εξαρτάται – πέραν της ολοκλήρωσης της τρέχουσας αξιολόγησης – από την "αξιολόγηση” της επίδρασης που θα έχει στην βιωσιμότητα του χρέους, η ενεργοποίηση του πακέτου των μέτρων μεσοπρόθεσμης παρέμβασης.
Αυτών δηλαδή που περιλαμβάνουν – μετά τα βραχυπρόθεσμα – τις προβλέψεις για το πως θα χρησιμοποιηθούν τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες (περί τα 17 – 18 δισ. ευρώ) και τις νέες χρονικές επεκτάσεις της διάρκειας των λήξεων των υφιστάμενων δανείων.
Το Βερολίνο έχει θέσει εξ αρχής (Μάιος 2016) ως όρο ότι το κομμάτι αυτό θα αποφασισθεί μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 και εφ' όσον χρειασθεί.
Αν το Βερολίνο επιμείνει σ' αυτό η Ελλάδα εκ των πραγμάτων και με τα σημερινά δεδομένα δεν πρόκειται να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης...
Η συζήτηση όμως που θα μπορούσε εδώ να αλλάξει τα πράγματα είναι μία ενδιάμεση "λύση” η οποία θα επέτρεπε να προσδιορισθούν τα μέτρα αυτά, να "τιμολογηθεί” η επίπτωσή τους στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και να ετεροχρονισθεί η εφαρμογή τους για μετά το τέλος του προγράμματος...
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε από την ΕΚΤ να θεωρηθεί ως ικανοποιητική δέσμευση από το Eurogroup ώστε να δρομολογηθεί η συζήτηση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE αν βέβαια μέχρι τότε η άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη δεν έχει ανατρέψει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης...
Από την πλευρά της κυβέρνησης βέβαια μία τέτοια προοπτική αντιμετωπίζεται ως "μάννα εξ ουρανού”.
Αλλά στους κύκλους της Κομισιόν και της Ευρωζώνης ευρύτερα μία τέτοια εκδοχή χωρίς να έχει τεθεί επισήμως στο τραπέζι, είναι εκ των πραγμάτων συνδεδεμένη με την αποδοχή εκ μέρους της Αθήνας όλων των όρων που θα διασφάλιζαν μία από κοινού αποδεκτή από Βερολίνο και ΔΝΤ, δηλαδή δέσμευση της Αθήνας για ένα μακροπρόθεσμο "κόφτη” που θα χτυπάει στο αφορολόγητο και τις συντάξεις...
Κάπου εκεί στην διελκυστίνδα αυτή εξαντλείται ο χρόνος για λύση, τόσο από την πλευρά της Ευρωζώνης όσο και από την πλευρά της ΕΚΤ και της νέας απειλής των πληθωριστικών πιέσεων.
Αυτό το δεύτερο σκέλος κρύβει μέσα του μια απειλή μεγαλύτερη από αυτή που αποτυπώνεται προς το παρόν στους αριθμούς, καθώς ακόμα δεν έχει αρχίσει να τρέχει στις αγορές η προεξόφληση των πραγματικών συνεπειών από την πολιτική που θα δρομολογήσει η νέα προεδρία Τραμπ στην εσωτερική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ.