09:57 26/12
Ιαπωνία: Η κυβέρνηση εγκρίνει προϋπολογισμό-ρεκόρ 665 δισ. ευρώ
Θα χρηματοδοτήσει τόσο την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, όσο και την αύξηση του κόστους της κοινωνικής ασφάλισης.
Της Νένας Μαλλιάρα
Σενάρια αντοχής των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας υπό το βάρος της μείωσης των "κόκκινων" δανείων, έχουν επεξεργαστεί τράπεζες και ΤτΕ, ενόψει των φιλόδοξων στόχων που πρέπει να υλοποιήσουν οι τράπεζες μέχρι τα τέλη του 2019.
Βασική παραδοχή της "άσκησης ευαισθησίας" στις κεφαλαιακές επιπτώσεις που θα υπάρξουν για τις τράπεζες από τις ρυθμίσεις, τις διαγραφές και τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η δυνατότητα επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων που έχουν τεθεί από τις τράπεζες για το κάθε έτος, ενώ δεν έχουν ληφθεί υπόψη παράγοντες που θα δυσχέραιναν την επίτευξη των στόχων μείωσης των NPEs, όπως π.χ. η επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το μνημόνιο. Πέραν της βασικής παραδοχής, για να υπολογιστούν όλα τα πιθανά σενάρια για τις τράπεζες, προσμετρώνται παραδοχές για τις μεταβολές στις βασικές παραμέτρους προσδιορισμού του λειτουργικού αποτελέσματος των τραπεζών. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η πιθανή μεταβολή στα κέρδη προ προβλέψεων και στο κόστος του πιστωτικού κινδύνου.
Με βάση το προκαταβολικό αυτό "stress test", διαπιστώνεται και καταγράφεται από την ΤτΕ στην Επισκόπηση για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, ότι παρά τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εντός των επόμενων 3 ½ ετών (αρχής γενομένης από τον Ιούνιο 2016), οι τράπεζες αναμένεται να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας ακόμη και υπό ένα δυσμενές σενάριο. Μάλιστα, η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν κινδυνεύει ακόμη και από επιθετικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε σχέση με αυτή που προβλέπεται στους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν υποβληθεί στον SSM.
Σημειώνεται ότι με αφετηρία τα στοιχεία Ιουνίου του 2016, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 – fullyloaded) των τραπεζών), σε επίπεδο συστήματος σε ατομική βάση, ανέρχεται σε περίπου 17%. Υπό το πρίσμα αυτό, η ανάλυση ευαισθησίας εξετάζει την επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια από: α) τη χαμηλότερη της προβλεπόμενης ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών για την περίοδο 2016-2019, και β) τη διεύρυνση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου πέραν του αναμενομένου, η οποία μπορεί να προέλθει είτε από διατήρηση υψηλών ρυθμών νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων είτε από υψηλότερες του αναμενόμενου ζημίες από τη διαχείριση των NPEs. Τα διάφορα σενάρια του τεστ αντοχής προσδιορίζουν το πιθανό εύρος μεταβολής του Δείκτη CET1 των τραπεζών κατά τη χρονική περίοδο 2016 – 2019.
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με το ευνοϊκό σενάριο, ο Δείκτης CET 1 διαμορφώνεται στο 20,5%, με βάση εκτιμήσεις αναλυτών ότι η μέση ετήσια αύξηση της προ προβλέψεων κερδοφορίας των τραπεζών για την περίοδο 2016 - 2019 θα ανέλθει σε 8% και το κόστος πιστωτικού κινδύνου σε 0,8%.
Αντίστοιχα, στο δυσμενές σενάριο ο Δείκτης CET 1 διαμορφώνεται σε 14,7%, λαμβάνοντας υπόψη ετήσια μείωση της προ προβλέψεων κερδοφορίας στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος της τάξεως του -3,4% και κόστος πιστωτικού κινδύνου 2,3%.
Με βάση τις προβλέψεις των τραπεζών και σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους μείωσης των "κόκκινων" δανείων που έχουν υποβάλει στον SSM, η μέση ετήσια εξέλιξη της κερδοφορίας προ προβλέψεων, εκτιμάται ότι θα κυμανθεί σε 12%, το μέσο κόστος του πιστωτικού κινδύνου σε 1,3%, ενώ τα κέρδη μετά από φόρους αναμένεται να εμφανίσουν σημαντική βελτίωση, ήδη από το 2017. Η αυξημένη αυτή κερδοφορία αναμένεται να οδηγήσει τον μέσο Δείκτη CET1 περίπου στο 20% το 2019.
Τέλος, με βάση ένα σενάριο ετήσιας αύξησης της προ προβλέψεων κερδοφορίας κατά 5,5% και του κόστους του πιστωτικού κινδύνου σε 1,6% το 2016, 1,2% το 2017 και 0,9% την περίοδο 2018-2019, ο Δείκτης CET1 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 19,3% στο τέλος του 2019.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη διερεύνηση όλων των σεναρίων είναι ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (κατά 38% μέχρι τα τέλη του 2019) που είναι απαραίτητη για την επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης και της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα, μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να απειληθεί η βιωσιμότητα των ίδιων των τραπεζών.
Και αυτό διότι τα υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις (coverage ratio), που για την ίδια περίοδο μέχρι τα τέλη του 2019 διαμορφώνεται σε περίπου 49%, παρέχουν στις τράπεζες ένα κεφαλαιακό περιθώριο (capital buffer), το οποίο δυνητικά επιτρέπει ακόμη και πιο δραστικές ενέργειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Αυτό βεβαίως, προϋποθέτει ότι θα προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση η υλοποίηση των προβλεπόμενων στο μνημόνιο ενεργειών για την άρση κάθε είδους εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς "κόκκινων" δανείων.
Διαβάστε ακόμα:
- Το 72,4% των δανείων αβέβαιης είσπραξης έχουν ρυθμίσει οι τράπεζες