Τετάρτη, 29-Ιουν-2016 11:32
Δραματικές συνέπειες για την οικονομία στον ένα χρόνο capital controls
της Νένας Μαλλιάρα
Βαρύ τίμημα σε ύφεση και σε τεράστιο κενό επενδύσεων και αποταμίευσης, πληρώνει η ελληνική Οικονομία ένα χρόνο μετά την επιβολή των capital controls. Το κυριότερο, όμως, η τρωθείσα εμπιστοσύνη που οδήγησε νομοτελειακά στην επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, δεν έχει δείξει να αποκαθίσταται στο ελάχιστο, γεγονός που μεταθέτει χρονικά, ενδεχομένως στα τέλη του 2017, την άρση των περιορισμών.
Ο μέχρι στιγμής "φόρος αίματος" των capital controls συνοψίζεται σε πτώση των εξαγωγών κατά -11,7%, ύφεση στο -1,3%, αποεπένδυση στο -2,7%, χρηματοδότηση στο -1,9%, κατανάλωση στο -4,3%, μείωση του δείκτη οικονομικού κλίματος στο 89,7 και απώλεια έξι θέσεων για την ανταγωνιστικότητα της χώρας (στην 56η θέση μεταξύ 61 χωρών).
Στην πράξη, τα νούμερα αυτά μεταφράζονται σε χιλιάδες "λουκέτα" επιχειρήσεων (προχθές η ΕΣΕΕ, αναφερόμενη στη "θηλιά" που έβαλαν τα capital controls στην επιχειρηματικότητα, έκανε λόγο για 15.409 "λουκέτα" από την αρχή του 2016 και συνολικά 25.990 από την επιβολή των capital controls) και σε ένα τραπεζικό σύστημα που απλά υφίσταται χωρίς να μπορεί να παίξει τον ρόλο του χρηματοδότη της Οικονομίας. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, λόγος για ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνεται.
Αντιθέτως, μόνο αρνητικές επιπτώσεις και παρενέργειες μπορούν να υπάρξουν για την ελληνική Οικονομία, ειδικά εφόσον αυτή παραμείνει επί μακρόν να κρατά την "ασπίδα κρίσης" των capital controls. Και αυτό διότι τα capital controls:
- Τροφοδοτούν την ύφεση,
- Αποτρέπουν την επιστροφή καταθέσεων και το άνοιγμα των διεθνών αγορών,
- Δημιουργούν ανταγωνιστικές ανισότητες σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων,
- Αυξάνουν σημαντικά τη γραφειοκρατία, το κόστος της εισαγωγικής και παραγωγικής διαδικασίας,
- Ευνοούν την ανάπτυξη του παραεµπορίου, της παραοικονοµίας και της φοροδιαφυγής, ενώ παράλληλα συντείνουν στην ανάπτυξη καναλιών και μεθόδων συναλλαγών που δεν καταγράφονται, ούτε φορολογούνται,
- Υπονοµεύουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές,
- Αποκόπτουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζική χρηματοδότηση, αλλά και στα δικά τους ρευστά διαθέσιμα στις τράπεζες,
- Οδηγούν πελάτες των τραπεζών να διατηρούν τα έσοδα από εξαγωγικές δραστηριότητες στο εξωτερικό,
- Δημιουργούν απαιτήσεις για 100% προπληρωµής εισαγωγών, λόγω άρνησης των ξένων ασφαλιστικών εταιριών να ασφαλίσουν τον ελληνικό κίνδυνο,
- Αυξάνουν τις επισφαλείς υποχρεώσεις προς τις τράπεζες και προς τρίτους, λόγω δυσκολιών αποπληρωµής.
"Παλαιό" και "νέο" χρήμα
Οι περαιτέρω κινήσεις ελάφρυνσης των capital controls, δύσκολα μπορούν να επιτευχθούν μετά τις εξελίξεις της 23ης Ιουνίου και την απόφαση των Βρετανών για Brexit.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει η μείζονος σπουδαιότητας ελάφρυνση των περιορισμών, η απελευθέρωση του "νέου" χρήματος (το χρήμα που μπαίνει τώρα στις τράπεζες να θεωρείται νέο και να διακινείται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς), η οποία θα επέτρεπε τις επενδύσεις και κυρίως θα εκλαμβανόταν ως δείγμα εμπιστοσύνης στην ελληνική Οικονομία.
Το μοντέλο του διαχωρισμού σε "παλαιό" και "νέο" χρήμα είχε ακολουθηθεί στην Κύπρο και μάλιστα από την έναρξη της διαδικασίας των capital controls.
Σημειώνεται, πάντως, ότι ακόμη και το "νέο" χρήμα να απελευθερωθεί, αποτέλεσμα δεν θα υπάρξει όσο θα παραμένει η αβεβαιότητα για την ιδιοκτησία του χρήματος (ιδιοκτησία του καταθέτη και όχι του κράτους) και τους κανόνες του χρηματοοικονομικού "παιχνιδιού" (ρύθμιση ζητημάτων για την επανεισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό προκειμένου αυτά να μην έχουν εκ προοιμίου την "ταμπέλα" των εσόδων από φοροδιαφυγή, καθώς και αποσαφήνιση της φορολόγησης κερδών από επενδυτικές κινήσεις).
Η κατάρρευση των καταθέσεων και το χρονικό της επιβολής
Η επιβολή των capital controls αποφασίστηκε το βράδυ της Παρασκευής 26 Ιουνίου 2015 και αποτέλεσε από τη Δευτέρα 29 Ιουνίου μια νέα πραγματικότητα για τους πολίτες της χώρας, οι οποίοι "ξύπνησαν" με κλειστές τις τράπεζες (κηρύχθηκε τραπεζική αργία που διήρκεσε από τις 29 Ιουνίου μέχρι τις 20 Ιουλίου) και το χρηματιστήριο (παρέμεινε κλειστό μέχρι τις 3 Αυγούστου 2015) και χωρίς να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις τους.
Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί ήταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα του πανικού απόσυρσης καταθέσεων από τις τράπεζες που ξεκίνησε ένα εξάμηνο πριν, με την διαφαινόμενη αλλαγή πολιτικού σκηνικού στη χώρα και την μακρά διαπραγμάτευση της μετέπειτα κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με τους δανειστές.
Το πρωτοφανές κύμα εκροών που σημειώθηκε από τον Νοέμβριο του 2014 και τερμάτισαν τα capital controls τον Ιούνιο του 2015, έβγαλε από τις τράπεζες, με κύρια κατεύθυνση το "στρώμα", καταθέσεις περίπου 45 δισ. ευρώ. Μέχρι και τον Νοέμβριο του 2014, οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών κινούνταν ανοδικά και είχαν διαμορφωθεί στα 164,3 δισ. ευρώ. Η πολιτική αναταραχή που ξεκίνησε με την αποτυχία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2014 αποτέλεσε την αφετηρία για το γκρέμισμα της εμπιστοσύνης, οδηγώντας στη ραγδαία εκροή καταθέσεων.
Τον Δεκέμβριο του 2014 οι καταθέσεις έπεσαν στα 160,3 δισ. ευρώ και ακολούθησε ένας συνεχής κατήφορος που τις έφερε στα 120,8 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Πρώτος "σταθμός" της πτώσης οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 (148 δισ. ευρώ) και επόμενος ο Φεβρουάριος με την χώρα εκτός προγράμματος.
Οι καταθέσεις υποχώρησαν τότε στα 140,4 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ απέσυρε το waiver, μέσω του οποίου δάνειζε φθηνά τις ελληνικές τράπεζες, αποδεχόμενη ως ενέχυρα τα ελληνικά ομόλογα, και τις έστρεψε στον ακριβό δανεισμό του ELA. Μέχρι η διαπραγμάτευση να καταλήξει σε ένα νέο πρόγραμμα, οι καταθέσεις μειώνονταν και ο δανεισμός από τον ELA έφτασε μια ανάσα από τα 90 δις. ευρώ (Ιούνιος 2015), έναντι συνολικού δανεισμού από το ευρωσύστημα 130 δισ. ευρώ (ίσο με το 65% του ΑΕΠ της χώρας). Έτσι ήρθαν τα capital controls, και παράλληλα το "πάγωμα" του ELA από την ΕΚΤ (25/6 – 16/7/15). Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ επανέφερε το waiver την προηγούμενη εβδομάδα (22/6) και από σήμερα θα ξανακάνει αποδεκτά ως ενέχυρα τα ελληνικά ομόλογα.
Από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι σήμερα, οι καταθέσεις δεν έχουν δείξει σημάδια σταθερής ανόδου (Αύγουστος 2015: 121,13 δισ. ευρώ – Μάιος 2016: 121,7 δισ. ευρώ). Όσο για τις τράπεζες, χρειάστηκαν μία ακόμη ανακεφαλαιοποίηση (εσπευσμένα πριν την εκπνοή του 2015 ώστε να αποφευχθεί bail in), συσσώρευσαν "κόκκινα" δάνεια, σταμάτησαν τη χρηματοδότηση της Οικονομίας και παλεύουν να επανέλθουν στην προ capital controls κανονικότητα.
Ο ρόλος ΤτΕ και τραπεζών
Από την πρώτη κιόλας μέρα επιβολής της τραπεζικής αργίας συστάθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η Επιτροπή Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών υπό την προεδρία της Γενικής Διευθύντριας Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και μέλη το Διευθυντή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών της Κεφαλαιαγοράς και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Η κινητοποίηση ήταν άμεση τόσο από την πλευρά του Γενικού Λογιστηρίου όσο και από την πλευρά της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία διέθεσε άμεσα 20 επιθεωρητές προερχόμενους από την αγορά, με σημαντική εμπειρία στον τραπεζικό τομέα, προς την εξυπηρέτηση των αιτημάτων των επιχειρήσεων και ιδιωτών που διαβιβάζονταν από τις τράπεζες. Άμεση προτεραιότητα ήταν ο απρόσκοπτος εφοδιασμός της αγοράς με είδη πρώτης ανάγκης καθώς και η πραγματοποίηση των απαραίτητων οικονομικών συναλλαγών προκειμένου οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις να εκπληρώσουν τις χρηματοοικονομικές τους δεσμεύσεις χωρίς να υπάρξει ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αθέτησης.
Σε αυτήν όμως την προσπάθεια, σημαντική ήταν η κινητοποίηση και των τραπεζών, οι οποίες ανταποκρίθηκαν άμεσα στις προκλήσεις της τραπεζικής αργίας. Έτσι, καθ’ όλη τη διάρκεια της τραπεζικής αργίας δεν παρατηρήθηκε κανένα φαινόμενο έλλειψης ρευστού τόσο στα ATMs, όσο και στα καταστήματα που ήταν ανοιχτά.
Μετά τη λήξη της τραπεζικής αργίας και καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων ο ρόλος της Επιτροπής παρέμεινε και θα παραμείνει πολύ σημαντικός, καθότι ουσιαστικά δρα ως ρυθμιστής στη διαχείριση της ρευστότητας τόσο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος όσο και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα, παράλληλα όμως θέτει και εξελίσσει βέλτιστες πρακτικές και μηχανισμούς στήριξης της λειτουργίας των Υποεπιτροπών των τραπεζών.
Η όλη λειτουργία της Επιτροπής συνεχίζει να υποστηρίζεται από μία ομάδα 20 ατόμων με μοναδικό έργο τη συνεχή επικοινωνία με τις Τράπεζες προκειμένου να εξετάζονται άμεσα και αποτελεσματικά τα αιτήματα των επιχειρήσεων αλλά και των ιδιωτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι έως σήμερα έχουν επεξεργαστεί πάνω από 70.000 αιτήματα και έχουν δοθεί εγκρίσεις για εισαγωγές ύψους €34 δισ. που αντιστοιχούν σε ποσοστό 78% των αντίστοιχων περσινών χωρίς να συνυπολογίζονται εισαγωγές που έχουν πραγματοποιηθεί από ελεύθερα κεφάλαια ή κεφάλαια του εξωτερικού.