Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 06-Μαϊ-2016 12:35

    FT: Το ΔΝΤ ζητά άμεση έναρξη των συζητήσεων για το ελληνικό χρέος

    FT: Το ΔΝΤ ζητά άμεση έναρξη των συζητήσεων για το ελληνικό χρέος
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 17:45

    Να ξεκινήσουν άμεσα οι διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση ελάφρυνσης χρέους στην Ελλάδα παρά τη γερμανική αντίθεση, ζητά το ΔΝΤ από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times, τονίζοντας ότι έτσι "ανατρέπονται οι προσεκτικά ενορχηστρωμένες διαπραγματεύσεις εν όψει της έκτακτης συνεδρίασης την Δευτέρα”.

    Με επιστολή της προς τους 19 υπουργούς χθες το βράδυ, την οποία έχουν στην κατοχή τους οι FT, η Christine Lagarde δηλώνει ότι οι αδιέξοδες συνομιλίες με την Αθήνα για την εξεύρεση των προληπτικών μέτρων των 3 δισ., οι οποίες διεξάγονται εδώ και ένα μήνα, έχουν αποβεί άκαρπες, και ότι η ελάφρυνση χρέους πρέπει να μπει στο τραπέζι άμεσα. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.

    "Για να υποστηρίξουμε την Ελλάδα με μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ, είναι απαραίτητο η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας να βασίζονται σε ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους διότι υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους”, αναφέρει η Lagarde.

    Αναλυτικά, ολόκληρη η επιστολή της Christine Lagarde, όπως δημοσιεύεται στη Wall Street Journal:

    "Οι συνομιλίες για το πρόγραμμα μεταξύ της Ελλάδας και των Θεσμών έχουν σημειώσει πρόοδο τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά παραμένουν σημαντικά κενά που πρέπει να γεφυρωθούν, προτού καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει το ΔΝΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης. Νομίζω πως έφθασε η ώρα να ξεκαθαρίσω τη θέση μας και για να εξηγήσω τους λόγους, για τους οποίους πιστεύουμε πως τώρα πρέπει να συζητηθούν ταυτόχρονα συγκεκριμένα μέτρα, αναδιάρθρωση χρέους και χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση για να ξεκαθαρίσει αβάσιμους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους το ΔΝΤ είναι αμετακίνητο στις απαιτήσεις του για νέα δημοσιονομικά μέτρα, καθυστερώντας, συνεπώς, τις διαπραγματεύσεις και την εκταμίευση κεφαλαίων που η χώρα χρειάζεται επειγόντως.

    Πρώτον, μαζί και με τους άλλους Θεσμούς, έχουμε διαπραγματευθεί καλή τη πίστει με τους Έλληνες εταίρους πάνω σε ένα πακέτο δημοσιονομικών μέτρων που αποδίδουν 2,5% του ΑΕΠ - για το οποίο αναμένεται να επέλθει συμφωνία - και το οποίο, κατά την άποψή μας, είναι επαρκές για να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ έως το 2018. Η εκτίμησή μας βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις, με βάση στοιχεία από τις προηγούμενες επιδόσεις της Ελλάδας, το διεθνές περιβάλλον και τα τελευταία στοιχεία από τη Eurostat.

    Δεύτερον, αυτός ο στόχος δεν συμπίπτει με τις υποσχέσεις της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους της τον Ιούλιο του περασμένου έτους - δηλαδή ότι θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Εάν το Eurogroup αποφάσιζε να διατηρήσει τον συγκεκριμένο στόχο για την Ελλάδα, θα μπορούσαμε να στηρίξουμε μία περαιτέρω προσπάθεια για να επιτευχθούν προσωρινά αυτά τα επίπεδα, παρά το γεγονός πως είναι υψηλότερα από τα επίπεδα που θεωρούμε πως είναι οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμα σε μακροπρόθεσμη βάση (Δείτε παρακάτω).

    Ωστόσο, ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η επίτευξη αυτού του υψηλότερου στόχου, όχι μόνο θα ήταν πολύ δύσκολο να πραγματωθεί, αλλά πιθανώς και αντιπαραγωγική. Στο παρελθόν, η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα έχει βρεθεί εκτός στόχων σε σχέση με το τι έπρεπε να γίνει, εξ αιτίας της έλλειψης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υποβαθμίζει την προσπάθεια προσαρμογής. Δεν πιστεύουμε πως είναι εφικτή η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, μέσω της αύξησης των ήδη υψηλών φόρων που επιβάλλονται σε περιορισμένη βάση, της υπερβολικής μείωσης προαιρετικών δαπανών και υπολογίζοντας σε έκτακτα μέτρα, σύμφωνα με τα όσα έχουν προταθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η επιπρόσθετη προσπάθεια προσαρμογής του 2% του ΑΕΠ θα ήταν αξιόπιστη μόνο εάν βασιστεί σε μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα οι οποίες έχουν καθυστερήσει πολύ, ιδίως σε ό,τι αφορά στο συνταξιοδοτικό και στο φορολογικό σύστημα.

    Δυστυχώς, ο μηχανισμός έκτακτης ανάγκης που προτείνει η Ελλάδα, δεν περιλαμβάνει τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Αντιθέτως, οι αρχές έχουν προτείνει να προβούν σε βραχυπρόθεσμες οριζόντιες περικοπές στις προαιρετικές δαπάνες - οι οποίες έχουν ήδη συμπιεστεί σε βαθμό που οι παροχές των δημόσιων υπηρεσιών βρίσκονται σε κίνδυνο - ή μεταβατικές περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς που δεν υποστηρίζονται από θεμελιώδεις παραμετρικές μεταρρυθμίσεις. Με βάση τις επιδόσεις στο παρελθόν, τέτοια ad-hoc μέτρα δεν είναι πολύ αξιόπιστα, αλλά επίσης είναι και ανεπιθύμητα, καθώς ενισχύουν την αβεβαιότητα και δεν μπορούν να επιλύσουν τις υποκείμενες ανισορροπίες. Θα προσέθετα, επίσης, πως στο παρελθόν, η Ελλάδα έχει νομοθετήσει δεκάδες τέτοιους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης που στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν λειτούργησαν.

    Τρίτον, κοιτάζοντας μπροστά, δεν αναμένουμε πως η Ελλάδα θα μπορεί να συντηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μόνο λίγες χώρες το έχουν καταφέρει, με τη συνοδεία ισχυρής κοινωνικής συναίνεσης που δεν υφίσταται στην Αθήνα. Δεν θα ήταν ρεαλιστικό να περιμένουμε πως οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα αντισταθούν σε πιέσεις για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τους πολιτικούς κύκλους που εκτείνονται σε μακρινό χρονικό διάστημα. Η πρόσφατη εμπειρία - σύμφωνα με την οποία πρώτα μία κεντροδεξιά και έπειτα μια κεντροαριστερή κυβέρνηση υπέκυψαν γρήγορα στις πιέσεις για χαλάρωση, από τη στιγμή που επετεύχθη ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα - θα έπρεπε να μας παρέχει επιχειρήματα ενάντια σε τέτοιες εξαιρετικές υποθέσεις στην περίπτωση της Ελλάδας. Κατά την άποψή μας, η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ στο άμεσο μέλλον μπορεί να είναι εφικτή, στο πλαίσιο ενός επιτυχημένου προγράμματος και μιας ισχυρής ευρωπαϊκής επιτήρησης του προϋπολογισμού για πολλά χρόνια από εδώ και στο εξής.  

    Καταλαβαίνω τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ευρώπης στο σύνολό της, και κοινός μας στόχος είναι η άμεση συμφωνία για να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό απαιτεί συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές, και έχουμε συνεισφέρει από την πλευρά μας, εστιάζοντας σε αυτά που θεωρούμε ως τα απολύτως minimum, αφήνοντας σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε μεταγενέστερο στάδιο. Ωστόσο, για να στηρίξουμε την Ελλάδα με μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ, είναι σημαντικό η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας να βασίζονται σε δημοσιονομικούς στόχους που θα είναι ρεαλιστικοί και θα υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους. Επιμένουμε σε τέτοιες διαβεβαιώσεις σε όλα τα προγράμματά μας, και δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτή τη βασική αρχή η περίπτωση της Ελλάδας. Το ΔΝΤ πρέπει να εφαρμόζει τα ίδια πρότυπα για την Ελλάδα, όπως και για τα υπόλοιπα μέλη".

    Διαβάστε ακόμη:

    * Sueddeutsche Ζeitung: Τελεσίγραφο Λαγκάρντ στο Βερολίνο

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ