17:31 19/12
Ρωσία: Η κεντρική τράπεζα μείωσε το βασικό της επιτόκιο κατά 50 μ.β., στο 16%, εν όψει αύξησης φορολογίας
Μεγάλο στοίχημα ο πληθωρισμός εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία.
Του Σπύρου Δημητρέλη
Μπορεί τα φώτα της δημοσιότητας να έπεσαν πάνω στη διαπίστωση του Poul Τhomsen ότι απαιτούνται μέτρα έως και 9 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και ότι σε αυτά τα μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνεται και μείωση συντάξεων, ωστόσο υπάρχει ένα σημείο του άρθρου του που σημαίνει πολλά για την αποτυχία των συνεχών μνημονίων.
Γράφει, λοιπόν, ο Δανός τεχνοκράτης και επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι η αποτυχία στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης είχε σαν αποτέλεσμα να εξαρτώνται τα προγράμματα σε πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ότι ακόμη και μετά από έξι χρόνια μνημονίων και ύφεσης αυτοί που πλήρωναν φόρους πληρώνουν πλέον περισσότερους, ενώ όσοι δεν δήλωναν και δεν πλήρωναν εξακολουθούν να μη δηλώνουν και να μην πληρώνουν, ή εν πάση περιπτώσει να πληρώσουν ελάχιστα σε σχέση με αυτούς που πλήρωναν στο παρελθόν και εξακολουθούν να πληρώνουν.
Ας κάνουμε τη διαπίστωση Thomsen ακόμη πιο σαφή. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που κατά κανόνα δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα πλήρωναν στο παρελθόν φόρους εισοδήματος και κλήθηκαν να πληρώσουν τα τελευταία χρόνια ακόμη περισσότερα. Μάλιστα, με υπερφορολογημένα εισοδήματα κλήθηκαν να πληρώσουν και την κατακόρυφη αύξηση των έμμεσων φόρων μειώνοντας ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Η ελληνική οικονομία, ωστόσο, έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης: το πολύ υψηλό ποσοστό αυταπασχολούμενων και επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ως πελάτες τους τελικούς καταναλωτές. Είναι οι λεγόμενες επιχειρήσεις "business to consumer", στις οποίες ο έλεγχος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι δύσκολος και, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, έως και αδύνατος.
Η φοροδιαφυγή μέσω της μη έκδοσης απόδειξης έχει αποδειχθεί διαχρονικά πολύ γοητευτική και για τον επιχειρηματία ή ελεύθερο επαγγελματία και για τον καταναλωτή. Πόσο εύκολα μπορεί ένας καταναλωτής να απαιτήσει απόδειξη από τον ιατρό του όταν γνωρίζει ότι αυτό μπορεί να του στοιχίσει ακόμη και τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει μαζί του; Πόσο εύκολα μπορεί να απαιτήσει ένας πολίτης απόδειξη από τον δικηγόρο του για μια υπόθεσή του όταν γνωρίζει ότι εκτός από τη δυσφορία του νομικού του συμβούλου θα πρέπει να χρεωθεί και τον ΦΠΑ αλλά και πιθανότατα τον συντελεστή φορολόγησης του δικηγορικού εισοδήματος; Πόσο εύκολα μπορεί να ζητήσει απόδειξη από έναν ιδιωτικό εκπαιδευτικό ένας γονιός για το ιδιαίτερο μάθημα που κάνει στο παιδί του γνωρίζοντας ότι όχι μόνο μπορεί να του ζητήσει περισσότερα αλλά και να προκαλέσει τη δυσφορία του; Πόσο εύκολα μπορεί να ζητήσει κάποιος απόδειξη από τον μηχανικό του αυτοκινήτου του, τον υδραυλικό ή την ταβέρνα στην οποία πήγε με την παρέα του γνωρίζοντας ότι μπορεί να τον αποκαλέσουν και γραφικό αφού "θέλει να δίνει λεφτά σε ένα κράτος που μας κλέβει και θέλει να αναγκάσει έναν επαγγελματία να πληρώνει φόρους, που, αν κόβει αποδείξεις, θα δουλεύει για το κράτος και τελικά θα το κλείσει το μαγαζί αφού δεν θα βγαίνει".
Η αποτυχία που διαπιστώνει ο Thomsen έχει να κάνει με όλα τα παραπάνω και πολύ περισσότερα. Το ΔΝΤ του Thomsen είχε συντάξει το 2014 μια μελέτη για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα που προσεγγίζει το πρόβλημα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα: Ο Έλληνας φοροδιαφεύγει επειδή μπορεί να το κάνει και, δεύτερον, ίσως και κυριότερο, θεωρεί ότι οι φόροι του δεν έχουν ανταποδοτικότητα. Βασικές ανταποδοτικές υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται με τους φόρους του, όπως η υγεία και η παιδεία, βρίσκονται σε κακό χάλι. Χαμηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες, λοιπόν, που καλείται ο ευσυνείδητος φορολογούμενος να τις πληρώσει πανάκριβα.
Σε αυτό το πλαίσιο η μη πληρωμή φόρων αποκτά έναν χαρακτήρα αντίστασης, γίνεται μια "ορθολογική" επιλογή για αυτούς που μπορούν "να γλιτώσουν". Στο όνομα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής έγιναν πολλά τα χρόνια των μνημονίων. Καταργήθηκε το τραπεζικό απόρρητο, θεσπίστηκαν οι έλεγχοι για την "αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας", ανοίχτηκαν χιλιάδες τραπεζικοί λογαριασμοί, ήρθαν λίστες φοροδιαφυγής, δημιουργήθηκαν νέα κέντρα φορολογικού ελέγχου (π.χ. για τους εύπορους), θεσπίστηκαν τσουχτερά τεκμήρια.
Αυτά όμως δεν κατάφεραν να κάνουν την Ελλάδα μια ευρωπαϊκή χώρα στο θέμα της φοροδιαφυγής. Στην κεντρική Ευρώπη το μέγεθος της παραοικονομίας -γιατί και εκεί υπάρχει- είναι το πολύ 15%, ενώ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το 40%. Δισεκατομμύρια ευρώ δεν δηλώνονται και δισεκατομμύρια ευρώ φορολογικά έσοδα χάνονται. Και αυτό παρά την άπλετη τεχνική βοήθεια που παρείχαν οι θεσμοί της τρόικας. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγιναν παρεμβάσεις που προκαλούν ερωτηματικά για τη σκοπιμότητά τους. Για παράδειγμα, μειώθηκαν πρόσφατα δραστικά τα πρόστιμα για τη μη έκδοση αποδείξεων, καθώς το πρόστιμο περιορίστηκε στο ποσό του ΦΠΑ που περιλαμβάνεται σε κάθε απόδειξη που δεν έχει εκδοθεί και του φόρου που αναλογεί στον επιχειρηματία.
Την ίδια ώρα, όμως, στις χώρες που μας συμβουλεύουν ισχύουν διαφορετικά και πιο αποτελεσματικά μέτρα. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα όταν ένα κατάστημα ή ένας επαγγελματίας δεν εκδίδει μια απόδειξη αυτομάτως ωφελείται αφού βάζει στην τσέπη το σύνολο της αμοιβής ή του τιμήματος χωρίς να καταγράφεται πουθενά η συναλλαγή. Στο τέλος της ημέρας όποιο ποσό έχει εισπραχθεί "μαύρο" είναι αφορολόγητο. Αν μια ημέρα "έρθει το ΣΔΟΕ" και διαπιστώσει ότι δεν έχουν εκδοθεί αποδείξεις, θα επιβάλει πρόστιμα για τις αποδείξεις εκείνης της ημέρας και... τέλος. Ουσιαστικά η φοροδιαφυγή συμφέρει αφού ο κίνδυνος τελικά να πιαστεί συνολικά για τη φοροδιαφυγή που πραγματοποιεί είναι ελάχιστος έως ανύπαρκτος.
Σε άλλες χώρες το σύστημα είναι πιο αποτελεσματικό και ορθολογικό. Αν διαπιστωθεί ότι ένας επαγγελματίας δεν εξέδωσε μερικές αποδείξεις (π.χ. ένας γιατρός στο ιατρείο του), ο έλεγχος δεν διαπιστώνει μόνο αυτές τις παραβάσεις. Πολλαπλασιάζει το μη δηλωθέν ποσό εσόδων εκείνης της ημέρες επί της εργάσιμες ημέρες των τελευταίων δυο ή τριών ετών. Η λογική είναι η εξής: δεν είναι δυνατόν να μην εξέδωσε αποδείξεις μόνο την ημέρα του ελέγχου. Έτσι, τα έσοδα του παραβάτη αυξάνονται και μάλιστα αναδρομικά για ολόκληρα φορολογικά έτη και καλείται να πληρώσει και μάλιστα με προσαύξηση, σε σχέση με το αν τα δήλωνε κανονικά, τους φόρους εισοδήματος και τον ΦΠΑ.
Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν και έναν αδιάφθορο ελεγκτικό μηχανισμό που και σε αυτό το πεδίο τα βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια ήταν ελάχιστα. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον φορολογικό μηχανισμό είναι η δημιουργία της θέσης του μόνιμου γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Από την πολλή μονιμότητα έχουν ήδη αλλάξει τρεις τα τελευταία τρία χρόνια…