Δευτέρα, 19-Δεκ-2016 08:02
Η συνωμοσιολογία που σκιάζει τη σημερινή επίσημη εκλογή του Trump

Του Κώστα Ράπτη
Οι προγραμματισμένες για σήμερα συνεδριάσεις στις πολιτειακές πρωτεύουσες των Εκλεκτόρων που θα αναδείξουν (άνευ απρόοπτων διαρροών) τον Donald Trump ως του 45ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, σημαδεύονται από την κλιμάκωση της συνομωσιολογικής φιλολογίας περί παρέμβασης των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στις αμερικανικές εκλογικές διαδικασίες.
Πρόκειται για μία συζήτηση η οποία υπονομεύει τη νομιμοποίηση του αυριανού προέδρου και αποδεικνύει πόσο πολωμένο παραμένει ακόμη το ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο σε σχέση με την εκλογή Trump.
H υπόθεση, ως γνωστόν, αφορά την υποκλοπή από hackers χιλιάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος τα οποία δημοσιοποιήθηκαν στην ιστοσελίδα WikiLeaks στις 22 Ιουλίου και στις 6 Νοεμβρίου. Τα μηνύματα αυτά έδιναν μια αρκετά αρνητική εικόνα της καμπάνιας των Δημοκρατικών, με αθέμιτη προσπάθεια παραγκωνισμού του Bernie Sanders και επηρεασμού των μέσων ενημέρωσης και φυσικά συνεχή άγρα χορηγών και δωρητών. Παρότι παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό επηρέασαν τις επιλογές του εκλογικού σώματος, εντούτοις επιβεβαίωσαν την εικόνα της Hillary Clinton ως μιας κυνικής φυσιογνωμίας, προσκολλημένης στο όραμα της κατάκτησης της εξουσίας και σε απόλυτη διαπλοκή με το οικονομικό κατεστημένο.
Ήδη από το καλοκαίρι η πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος κατηγόρησε για τη διαρροή τον "ρωσικό δάκτυλο", που υποτιθέμενο στόχο είχε την εκλογή του φερόμενου ως ενδοτικού έναντι της Μόσχας Trump. Αποτελούσε η κατηγορία αυτή και αναγκαίο αντιπερισπασμό στο ότι η ίδια η Clinton ως υπουργός Εξωτερικών χειριζόταν μηνύματα απόρρητου περιεχομένου από τον ιδιωτικό και μη ασφαλή server της και όχι από το επίσημο σύστημα της αμερικανικής κυβέρνησης, κατά παράβαση της νομοθεσίας - υπόθεση που επανέφερε το FBI προς στιγμήν στο προσκήνιο το τελευταίο δεκαήμερο της προεκλογικής εκστρατείας.
Στις 7 Οκτωβρίου επίσημη ανακοίνωση εκ μέρους του γραφείου του Εθνικού Διευθυντή Πληροφοριών και του υπουργείου Ασφάλειας της Επικράτειας (Homeland Security) επέμεινε ότι η Ρωσία βρίσκεται πίσω από τις διαρροές. Η θέση ότι οι Ρώσοι αποπειράθηκαν να επηρεάσουν μέσα από την υποκλοπή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, έγινε και επίσημη θέση του Λευκού Οίκου, ο οποίος με ανακοίνωσή του στις 26 Νοεμβρίου υπερασπίστηκε την ακεραιότητα των τελευταίων προεδρικών εκλογών, και άρα την εγκυρότητα του αποτελέσματος, προσθέτοντας όμως ότι αυτό κατέστη δυνατό επειδή δεν εκπληρώθηκε η προσδοκία του Κρεμλίνου να επηρεάσει την απόφαση των ψηφοφόρων μέσω της κατευθυνόμενης υποκλοπής μηνυμάτων αμερικανικών πολιτικών οργανώσεων.
Η υπόθεση κλιμακώθηκε όταν στις 9 Δεκεμβρίου η CIA, μέσω ανώνυμων πηγών που επικαλέστηκε η εφημερίδα Washington Post, ανακοίνωσε την εκτίμησή της ότι η ρωσική πλευρά βρίσκεται πίσω από την υπόθεση των υποκλοπών. Αποκαλύφθηκε, μάλιστα, ότι ανάλογη εμπιστευτική ενημέρωση είχε δοθεί και στους επικεφαλής του Κογκρέσου τον Σεπτέμβριο - με τη Ρεπουμπλικανική πλευρά ωστόσο να δυσπιστεί. Η αντίδραση του επιτελείου του Trump στις κατηγορίες ήταν ιδιαιτέρως απαξιωτική, καθώς υπενθύμισε ότι οι μυστικές υπηρεσίες υπήρξαν αυτές που είχαν προσφέρει τις, ανύπαρκτες όπως αποδείχτηκε, αποδείξεις για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ το 2003.
Ωστόσο, η εκτίμηση της CIA δεν είχε την ομόφωνη στήριξη όλων των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας - με το καθ' ύλην αρμόδιο για την κυβερνοασφάλεια (και τη στοιχειοθέτηση κατηγοριών) FBI να εμφανίζεται πολύ πιο επιφυλακτικό.
Παρ’ όλη, όμως, την προσπάθεια εμβληματικών φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης, όπως η Washington Post και οι New York Times, να παρουσιάσουν ως βάσιμες αυτές τις κατηγορίες, πολλοί τις έχουν αμφισβητήσει. Οι περισσότερες από τις αποδείξεις που έχουν ανακοινωθεί ή διαρρεύσει (όπως ο ρόλος του hacker ονόματι Guccifer 2.0, η εμφάνιση κάποιων κυριλλικών χαρακτήρων σε μεταδεδομένα, κτλ.) απέχουν από το να αποτελούν οριστική ετυμηγορία, εκτός και εάν αποδώσουμε στη ρωσική πλευρά ερασιτεχνισμό που αντιφάσκει προς την ίδια την κατηγορία ότι εκτέλεσε μια τόσο εντυπωσιακή υποκλοπή.
Επιπλέον, δεν πρέπει να αποσιωπάται η δήλωση του Βρετανού τέως πρεσβευτή και συνεργάτη των Wikileaks, Craig Murray, ότι δεν πρόκειται για "υποκλοπή” αλλά για έσωθεν "διαρροή” και ότι μάλιστα ο ίδιος συνάντησε την "πηγή”.
Οπωσδήποτε δεν είναι αμελητέα η πολιτική σημασία αυτού του επικοινωνιακού παροξυσμού που ρίχνει σκιά στο νέο ηγέτη της υπερδύναμης προτού καν αυτός αναλάβει καθήκοντα, αναπαράγοντας ταυτόχρονα μια σχεδόν μακκαρθική αντίληψη μιας Αμερικής απειλούμενης εκ νέου από τη "ρωσική αρκούδα”.
Ποιοι με ποιους
Είναι σαφές ότι οι μερίδες της ελίτ που στήριξαν την Clinton, δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα της Wall Street, η Silicon Valley, το Hollywood, οι "πράσινες βιομηχανίες” δεν θέλουν να διακυβευτεί με μέτρα προστατευτισμού η θέση που έχουν κατακτήσει. Επιπλέον επιδιώκουν τη διαφύλαξη της συμμαχίας με τη Σαουδική Αραβία (που έχει ως αποτέλεσμα χαμηλές τιμές πετρελαίου) και στηρίζουν την επιθετικότητα έναντι της Ρωσίας.
Αντίστοιχα, οι μερίδες που στήριξαν τον Trump, δηλαδή οι θιασώτες μιας πιο επιθετικής πολιτικής επιτοκίων, οι εταιρείες εξόρυξης και παραγωγής υδρογονανθράκων, οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών και υπηρεσιών κ.ο.κ. επιθυμούν μια πολιτική φραγμών στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές, μια αποσύνδεση από τη Σαουδική Αραβία (με έμφαση στην ενεργειακή αυτάρκεια που χαρίζει το fracking) και την αναζήτηση μιας συνεννόησης με τη Ρωσία, ώστε να μειωθεί η έκθεση σε διεθνείς δυναμικές αποσταθεροποίησης.
Σε επίπεδο κρατικού και διπλωματικού προσωπικού (αν και όχι στρατιωτικού – εκεί οι συσχετισμοί ευνοούν κατά πολύ τον Trump) είναι σαφές ότι διατηρούνται σημαντικοί θύλακες επίμονης υποστήριξης της πολιτικής Clinton, δηλαδή της μεγαλύτερης απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου σε συνδυασμό με αυξημένη ατλαντική επιθετικότητα. Οι μερίδες αυτές, με τις παραδοσιακές τους σχέσεις και με τον κόσμο των υπηρεσιών και με τον Τύπο σήμερα ουσιαστικά αποπειρώνται ένα οιονεί πραξικόπημα διαμορφώνοντας συνθήκη προκαταβολικής ομηρίας ενός άρτι εκλεγμένου προέδρου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική και θεσμική κρίση χωρίς προηγούμενο.
Πραγματικά δεν μπορεί να διακρίνει κανείς αν η νεοψυχροπολεμική τους ορμή τους ωθεί σε τραυματισμό του αμερικανικού πολιτεύματος ή αντιστρόφως η κομματική τους εμπάθεια κρατά ως όμηρο και τις διεθνείς σχέσεις.