Του Κώστα Ράπτη
Το δημοψήφισμα που ο Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orbán προανήγγειλε ότι θα διεξαγάγει (σε χρονική στιγμή που δεν έχει προσδιορισθεί) σχετικά με το κοινοτικό πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. βάσει δεσμευτικών ποσοστώσεων, μπορεί να είναι απλώς ένας διαπραγματευτικός ελιγμός ενόψει της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου – όμως οι νομικές και πολιτικές επιπτώσεις του είναι πολύ σημαντικές.
Η ίδια η ουγγρική κυβέρνηση δεν το κρύβει ότι αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι να μην υιοθετηθεί από τους "28” στις 7 Μαρτίου ένας πάγιος μηχανισμός αυτόματης ανακατανομής προσφύγων βάσει των ποσοστώσεων που εγκρίθηκαν άπαξ τον Σεπτέμβριο για την μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων – απόφαση εναντίον της οποίας η Ουγγαρία και η Σλοβακία προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Όμως το ευρύτερο ερώτημα που τίθεται είναι: "ποιος δικαιούται να αποφασίζει στην Ε.Ε.”;
Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μartin Schultz κατήγγειλε, μιλώντας στο euronews, ότι ο Viktor Orbán προσφέρει "μια λαϊκιστική και εθνικιστική απάντηση σε μία παγκόσμια πρόκληση”. Υπενθύμισε ότι όλος ο θόρυβος γίνεται για περίπου 1.300 πρόσφυγες (από τους 160.000) που θα πρέπει να υποδεχθεί η Ουγγαρία βάσει των ποσοστώσεων που έχουν εγκριθεί και τόνισε ότι η κατανομή ενός εκατομμυρίου προσφύγων στην Ε.Ε. των 508 εκατομμυρίων κατοίκων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν "δυο-τρεις χώρες” δεν αρνούνταν "κυνικά” να συμμετάσχουν στις μετεγκαταστάσεις, επιβαρύνοντας τις άλλες χώρες. "Κατόπιν επικρίνουν την Ε.Ε. ότι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί στην ευρωπαϊκή πολιτική” κατέληξε ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου.
Ο Μartin Schultz θα μπορούσε να έχει αναφερθεί και στο εξής αξιοσημείωτο: η διεξαγωγή στην Ουγγαρία δημοψηφίσματος για το προσφυγικό ζήτημα αποτελούσε αρχικά πρόταση του ακροδεξιού κόμματος Jobbik (ουγγρικού αντίστοιχου της "Χρυσής Αυγής”), την οποία απέκρουε το κυβερνών κόμμα Fidesz, επικαλούμενο συνταγματικό περιορισμό. Όμως ο Orbán όχι μόνο έκανε στροφή 180 μοιρών, αλλά και ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προκηρύξει δημοψήφισμα, μία ημέρα αφότου, λύνοντάς του τα χέρια, το Jobbik κατέθεσε στη Βουλή πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος ώστε να είναι δυνατόν να παραπέμπονται διεθνείς συμφωνίες της χώρας στη λαϊκή ετυμηγορία, εάν αφορούν θέματα μετανάστευσης.
Η εκπρόσωπος, πάλι, της Κομισιόν για θέματα μετανάστευσης Natasha Bertaud πήγε τη συζήτηση παραπέρα. "Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς [το ουγγρικό δημοψήφισμα] ταιριάζει με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που έχει συμφωνηθεί από όλα τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, βάσει των συνθηκών της Ε.Ε.”. Μοιάζει σαν να απηχεί την ρήση του προέδρου της Κομισιόν Jean-Claude Juncker, κατά τη κορύφωση της ελληνικής κρίσης το περασμένο καλοκαίρι, ότι "απέναντι στις ευρωπαϊκές συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή”. Αφορμή αποτέλεσε και τότε ένα δημοψήφισμα...
Ο Ούγγρος υπουργός Εξωτερικών Péter Szijjártó απάντησε αμέσως, λέγοντας: "Η Ουγγαρία δεν υπέγραψε καμία συμφωνία βάσει της οποίας κάποιος θα μας υπαγορεύει σε ποιόν θα επιτρέπουμε να εγκατασταθεί. Πρόκειται για θέμα εθνικής κυριαρχίας”.
Σε όσους μάλιστα παρατηρούν ότι η πρωτοβουλία της Ουγγαρίας δεν βοηθά την εξεύρεση λύσης απάντησε δηκτικά: "Δεν βοηθά το να ζητούμε τη γνώμη του λαού σε ένα σημαντικό ζήτημα; Δεν καταλαβαίνω αυτή την στάση. Στον γυάλινο πύργο των Βρυξελλών αυτό μπορεί να μην αρέσει, αλλά εμείς το κρίνουμε σημαντικό να μην αποφασίζουμε πριν ακούσουμε τη γνώμη των ψηφοφόρων”.
Η εμπλοκή είναι ολοκληρωτική. Διότι κανείς δεν μπορεί να πει ότι το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας έχει εξαφανιστεί σε μιαν Ευρώπη, όπου λ.χ. το μεν Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας εξετάζει τη συμβατότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων διάσωσης ή των αποφάσεων της Ε.Ε. με την αναπαλλοτρίωτη εξουσία του γερμανικού κοινοβουλίου επί των δημοσιονομικών, ο δε François Hollande κηρύσσει τη χώρα του σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (ύψιστη χειρονομία άσκησης κυριαρχίας) μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Νοεμβρίου, τονίζοντας παράλληλα ότι "το Σύμφωνο Ασφάλειας (του κράτους με τους πολίτες) υπερέχει του Συμφώνου Σταθερότητας”.
Επιπλέον, μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί αποκλειστικά στο δεξιό άκρο του ευρωπαϊκού πολιτικού φάσματος και τις προσχηματικές του ευαισθησίες, η επίκληση της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία, ελλείψει "ευρωπαϊκού λαού”, ασκείται κατ' ανάγκην σε εθνικό επίπεδο.
Σύμπτωμα αυτής της εμπλοκής είναι, όπως υπενθυμίζει ο Peter Spiegel των Financial Times, ο πολλαπλασιασμός το τελευταίο διάστημα των δημοψηφισμάτων για θέματα σχετικά με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το ελληνικό "Όχι” του καλοκαιριού, το "Όχι” των Δανών στην προσχώρηση της χώρας τους στην Κοινή Εσωτερική Πολιτική, το δημοψήφισμα των Ολλανδών τον ερχόμενο Απρίλιο επί της Συμφωνίας Σύνδεσης Ουκρανίας-Ε.Ε., το βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου και τώρα πλέον και το ουγγρικό δημοψήφισμα δεν είναι απλώς, όπως επισημαίνει ο Spiegel μια συνταγή παράλυσης του μηχανισμού λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε. Αποτελεί και σύμπτωμα ενός βαθύτερου ορίου στη φιλοδοξία της "όλο και στενότερης ένωσης”. Η εποχή που οι Ευρωπαίοι ηγέτες αισθάνονταν ασφαλείς να αποφασίζουν σε στενό κύκλο την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, παρακάμπτοντας με χαρακτηριστική άνεση "ατυχήματα” όπως το Όχι των Γάλλων και Ολλανδών στο Ευρωσύνταγμα ή των Ιρλανδών στις Συμφωνίες της Νίκαιας και της Λισαβόνας, μάλλον έχει παρέλθει.