Του Θοδωρή Γιάνναρου
Αν κάποιος κάνει μια αρκετά διεξοδική ανάλυση, η προσωπική ζωή εκείνων που νιώθουν πραγματικά σίγουρα ποτέ δεν ήταν το τέλειο πορτρέτο ευτυχίας.
Περπατούσε σε έναν δρόμο μόνος παρέα με τις σκέψεις του. Ο ήλιος έδυε, μα ξαφνικά ο ουρανός πήρε κόκκινο, το κόκκινο του αίματος και κείνος σταμάτησε, σταμάτησε κι αισθάνθηκε πως ήταν εξαντλημένος. Έγειρε στον φράχτη του μεγάλου κήπου. Είδε αίμα και γλώσσες πύρινες πάνω από το μπλε-μαύρο φόντο στο βάθος!
Γύρω του, σαν να μην υπήρχε, οι άλλοι συνέχισαν τον δρόμο τους, μα εκείνος στάθηκε εκεί, τρέμοντας, τρομαγμένος και αισθάνθηκε μια απέραντη κραυγή να διαπερνά τα πάντα γύρω του... και εκείνον.
"Αυτό που διαφοροποιεί την τωρινή του σκέψη από όλους εκείνους που τριγυρνούν δίπλα και γύρω του είναι ότι θα 'θελε να δει την ειλικρινή, ακόμη και την άσχημη, πλευρά των συναισθημάτων που μέσα του βίωνε.
Στην κραυγή αυτή του νου, φαίνεται πως κάποιοι σαν εκείνον, έδιναν μεγαλύτερη σημασία στο νόημα παρά στην απεικονιστική ή τη φραστική δεξιότητα και την 'ομορφιά', που είναι ο αληθινός ο στόχος κάθε ονειροπόλου απροσάρμοστου σ' αυτή την κοινωνία που έπρεπε προ πολλού να έχει μάθει να ζει, αλλά δεν μπόρεσε".
Δεν μπόρεσε ποτέ να υποκριθεί πως ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που δεν είχε γνωρίσει ποτέ και ούτε θα γνώριζε... Κάποιος που θα αποστρεφόμουν αν γινόταν ίδιος του και θα έτρεμε και μόνο με τη σκέψη πως θα μπορούσε ν' αφήσει όλα αυτά που χτίσανε εκείνον... έστω και αυτό το λίγο που ήταν το ασήμαντο, μα τόσο σημαντικό!
Και ενώ η βόλτα του εκείνη μόνο ευχάριστη και χαλαρωτική θα ήθελε να είναι... τίποτε άλλο δεν ήτανε από το άγριο ξέσπασμα της δικιάς του υπαρξιακής κρίσης, που θα τον αποτελείωνε, έτσι ξαφνικά όπως ήρθε να του πάρει το νου.
Όλα τελικά μια φλασιά αυτού του περίεργου νου του ήταν, τόσο έντονη όμως που τον κορόιδεψε πως ήταν αληθινή. Και του άλλαξε τον κόσμο που νόμιζε πως μέσα του ζούσε... σαν να φύσηξε ένας αέρας και να έσβησε το παλιό και να ζωγράφισε το νέο παρόν, που όμως δεν υπάρχει.
Και πώς να υπήρχε, άλλωστε, όταν ακόμα και τα δευτερόλεπτα από το μέλλον ποτέ δεν κάθισαν δίπλα του και πριν τα νιώσει γίνονταν παρελθόν, με εκείνον να ακροβατεί στις θύμισες του χθες ατενίζοντας τα όνειρα του αύριο, που ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα μπορούσε ν' αφουγκραστεί;
Ήταν η κατάληξη κάθε όνειρου που τον πλησίαζε, για να γίνει ανάμνηση, πριν εκείνος καταφέρει να τ' αγγίξει...
Ήταν δύσκολη η ανηφόρα για το μέλλον, χωρίς να νιώθει το παρόν... με το παρελθόν μόνιμα να τον τραβάει πίσω... μην αντέχοντας, αλλά ήταν εξίσου φοβιστικό και όμορφο σαν άλμπουμ φωτογραφιών, από ένα τραγούδι μιας μέρας που δεν θα 'ρχόταν ποτέ!
Ένιωθε την απογοήτευση, γαρνιρισμένη με φόβο, αλλά ήξερε... πως είχε βρει καταφύγιο στην απογοήτευση, από απελπισία για το ωραίο που ονειρεύτηκε και έχτισε τοίχους για να το προστατεύσει... Δεν ήξερε ο έρημος πως οι τοίχοι που χτίζουμε γύρω μας για να κρατήσουν τη λύπη μακριά, κρατούν απέξω και τη χαρά.
Εκεί αποφάσισε να συνεχίσει να τριγυρνά... στις θύμισες και τα όνειρα μπερδεμένα, και που φοβότανε να φύγει μπας και έχανε και τα δύο... Εκεί ήταν η θέση του να μείνει.
Τα άλλα που ούτως ή άλλως δεν τον ήθελαν, τα φοβότανε...