23:13 12/12
Τεχνολογικές πιέσεις στη Wall με πτώση άνω του 1% για S&P 500 και Nasdaq
Στην εβδομάδα, ο S&P σημείωσε πτώση 0,63%, ο Nasdaq έχασε 1,62%, ενώ ο Dow Jones κέρδισε 1,05%.
Του Βασίλη Γεώργα
Ανάστατη είναι η χρηματιστηριακή αγορά μετά το χθεσινό "πολεμικό ανακοινωθέν" του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Άμυνας Βίτσα, ο οποίος εκ μέρους της κυβέρνησης αποκάλυψε ότι συζητείται η επιβολή φόρου στις χρηματιστηριακές συναλλαγές προκειμένου να στηριχθούν τα ασφαλιστικά ταμεία.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα σχέδια της κυβέρνησης αφορούν στην επινόηση κάποιας νέας επιβάρυνσης στις αγοραπωλησίες μετοχών, σε αύξηση του ήδη υφιστάμενου φόρου επί των πωλήσεων 0,2% ή σε αναπροσαρμογές του φόρου υπεραξίας 15% που επιβάλλεται από το 2014 μόνο σε όσους επενδυτές έχουν πάνω από το 0,5% του μετοχικού κεφαλαίου μιας εισηγμένης εταιρείας και ρευστοποιούν με κέρδος.
Ανεξάρτητα αν είναι προς τη σωστή ή προς τη λάθος κατεύθυνση οι προθέσεις φορολόγησης των συναλλαγών προκειμένου να εξευρεθούν μελλοντικά πόροι για την στήριξη του ασφαλιστικού, στην αγορά εκφράζονται επιφυλάξεις για το γεγονός πως βγαίνουν στο φως σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την κεφαλαιαγορά. Περίοδο κατά την οποία το Χ.Α όχι μόνο έχει τεθεί στο διεθνές επενδυτικό περιθώριο και πνίγεται από τους περιορισμούς των capital controls και την κατάρρευση του καθημερινού τζίρου στα 30-40 εκατ. ευρώ, αλλά παράλληλα προετοιμάζεται για τις σημαντικές αυξήσεις κεφαλαίου των συστημικών τραπεζών οι οποίες βρίσκονται σε αναζήτηση 4,3 δις. ευρώ από ιδιώτες επενδυτές.
"Η ανακοίνωση ότι επίκειται αύξηση φόρων σε μια αγορά που έχει ως κύρια γνωρίσματα την ανεπάρκεια κεφαλαίων και την έλλειψη επενδυτών, στέλνει λάθος μήνυμα τη λάθος στιγμή", είναι η πρώτη αντίδραση παραγόντων της κεφαλαιαγοράς οι οποίοι περιμένουν πλέον από το αρμόδιο υπουργείο Οικονομικών να αποσαφηνίσει τις προθέσεις της κυβέρνησης .
Οι ίδιοι θυμίζουν τη μεγάλη αναστάτωση που είχε προκληθεί πέρυσι στην κεφαλαιαγορά κατά τις ατέρμονες συζητήσεις και τα "μπρος πίσω" της τότε κυβέρνησης για την επιβολή του φόρου υπεραξίας 15% επί των χρηματιστηριακών κερδών και την φορολόγηση των "επαγγελματιών επενδυτών" με συντελεστή 26%. Προς το παρόν, πάντως, ούτε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ούτε το Χρηματιστήριο Αθηνών, έχουν επίσημα γνώση των προθέσεων για αύξηση της φορολογίας, ούτε έχει ζητηθεί κάποια σχετική μελέτη για τις επιπτώσεις.
Το ερώτημα που θέτουν οι επαγγελματίες της χρηματιστηριακής αγοράς είναι αν η κυβέρνηση έχει μελετήσει τα πιθανά οφέλη ή τις δυνητικές απώλειες που συνεπάγεται η αύξηση της φορολόγησης στο χρηματιστήριο υπό τις σημερινές συνθήκες.
Και αναφέρουν ενδεικτικά πως ακόμη και αν διπλασιάζονταν από το 0,02, στο 0,04 επί τοις χιλίοις ο φόρος που σήμερα επιβάλλεται στις πωλήσεις μετοχών, με τους σημερινούς τζίρους των 40-50 εκατ. ευρώ δεν θα απέφερε περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ το χρόνο συνολικά.
Υποστηρίζουν πως αντίθετα το βάρος θα έπρεπε να δοθεί στην υποστήριξη και την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς ώστε προοπτικά να αυξηθεί η συμμετοχή των επενδυτών και οι τζίροι, και έτσι να προκύψει μεγαλύτερο όφελος.
Με βάση το σημερινό καθεστώς φορολόγησης που προβλέπει την επιβολή φόρου 0,2% επί των πωλήσεων, το ελληνικό δημόσιο αναμένεται ότι θα έχει συνολικά έσοδα 39,3 εκατ. ευρώ για το 2015 εφόσον ο μέσος ημερήσιος τζίρος στο Χρηματιστήριο παραμένει στα επίπεδα των 78,6 εκατ. ευρώ ή στα επίπεδα των 20 δις. ευρώ για το σύνολο της χρονιάς.
Πέρυσι, με τη μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών να διαμορφώνεται στα 127 εκατ. ευρώ (περίπου 32 δισ. ευρώ συνολικά), τα έσοδα του προϋπολογισμού από τον φόρο επί των πωλήσεων ήταν θεωρητικά στα 63,5 εκατ. ευρώ. Ήτοι με τα φετινά μεγέθη του τζίρου, τα έσοδα είναι μειωμένα κατά 40% και θα πρέπει είτε ο φόρος να διπλασιαστεί, είτε ο τζίρος να αυξηθεί κατακόρυφα για να επιτευχθούν από το 2016 αυτά τα έσοδα.
Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί αρκετές απόψεις για την ανάγκη να αυξηθεί η φορολογία στο Χρηματιστήριο, όπως λ.χ να δημιουργηθούν διαφορετικές ταχύτητες φορολόγησης για τις βραχυπρόθεσμες αγοραπωλησίες (intraday), να θεσπιστούν ελαφρύνσεις για όσους διακρατούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις μετοχές τους.
Σήμερα ισχύουν δύο διαφορετικοί τρόποι φορολόγησης στην ελληνική κεφαλαιαγορά
- Ο φόρος 0,2% που επιβάλλεται σε όλους ανεξαιρέτως τους επενδυτές επί της αξίας των πωλήσεων. Ο φόρος αυτός εισπράττεται από την ΕΧΑΕ κατά την εκκαθάριση, και αποδίδεται στο Δημόσιο.
- Ο φόρος υπεραξίας 15% ο οποίος δεν επιβάλλεται στους μικροεπενδυτές, αλλά μόνο σε όσους κατέχουν πάνω από το 0,5% των μετοχών μιας εισηγμένης και πωλούν με κέρδος τις μετοχές τους. Στην φορολόγηση του 15% υπήχθησαν στο τέλος του 2014 με τροπολογία και οι λεγόμενοι "επαγγελματίες επενδυτές" οι οποίοι με βάση την αρχική ρύθμιση θα υπάγονταν σε συντελεστή 26% και θα ήταν υποχρεωμένοι να ανοίξουν βιβλία εσόδων-εξόδων, εφόσον πραγματοποιούσαν συστηματικά συναλλαγές στο χρηματιστήριο (πάνω από 10 αξίας 250.000 ευρώ) και είχαν χαρτοφυλάκια αξίας άνω των 500.000 ευρώ.
Στις ευρωπαϊκές καλένδες και ο φόρος "Τόμπιν"
Η συζήτηση για την αύξηση της φορολογίας στο Χρηματιστήριο δεν είναι καινούρια ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Από το 2013 και μετά, μάλιστα, έχει ανάψει για τα καλά μετά την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θεσπίσει έναν ενιαίο φόρο συναλλαγών επί μετοχών και ομολόγων (0,1%), παραγώγων (0,01%) κλπ στις χώρες της ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιδέα περί επιβολής ενός τέτοιου φόρου είναι γαλλογερμανικής έμπνευσης, ωστόσο την υποστηρίζουν πλέον μόλις 11 χώρες μέλη της Ε.Ε μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Έχει όμως φανατικούς πολέμιους χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, κ.α τα συμφέροντα των οποίων είναι άρρηκτα δεμένα με τον χρηματοοικονομικό κλάδο.
Οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει μεταξύ των 11 υποστηρικτών του νέου ενιαίου φόρου, όμως, τους τελευταίους μήνες η ιδέα έχει μπει στην κατάψυξη, αν δεν έχει εγκαταλειφθεί τελείως. Στην θεωρία η ιδέα περί επιβολής ενός ενιαίου φόρου στις χρηματιστηριακές συναλλαγές είχε εκτιμηθεί ότι θα μπορούσε να αποφέρει ετήσια έσοδα 35 δις. ευρώ που θα διοχετεύονταν για την ανακούφιση από τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ο αντίλογος που αναπτύχθηκε εντός της Ε.Εαναφέρει ότι στην πραγματικότητα έτσι όπως επρόκειτο να εφαρμοστεί ο φόρος θα απέδιδε μόλις το 10% των προσδοκώμενων εσόδων.