Ένα φωτεινό πολιτιστικό γεγονός

Δευτέρα, 22-Σεπ-2025 00:05

Του Χρήστου Χωμενίδη

Από όταν εκδόθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, το "Σοφό Παιδί", και λοξοδρόμησα από τη δικηγορία στη συγγραφική, από το μακρινό 1993, ακούω το ίδιο παράπονο. Από ομοτέχνους, από βιβλιοπώλες, από δημοσιογράφους ειδικευμένους σε θέματα πολιτισμού: "Οι Έλληνες δεν διαβάζουν πια… Οι καινούργιες γενιές δεν θα ανοίγουν βιβλίο…".

Όσοι είναι συνομήλικοι με το "Σοφό Παιδί", έχουν πατήσει πλέον τα τριανταδύο - ίσως να έχουν κιόλας δικά τους παιδιά. Έχουν σίγουρα "έξυπνα" κινητά - και ποιος δεν έχει, αν εξαιρέσεις τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Σκρολάρουν και αλληλεπιδρούν στα σόσιαλ μίντια. Η ικανότητα του μέσου σημερινού ανθρώπου να συγκεντρωθεί και να παρακολουθήσει μια ταινία, πόσο δε μάλλον να απορροφηθεί από ένα εκτενές γραπτό κείμενο, έχει μειωθεί δραματικά. Οι οθόνες μάς έχουν ρουφήξει. 

Και όμως. Με την έξοδο από τα μνημόνια, η εντόπια βιβλιοπαραγωγή επανήλθε σταδιακά στα προ της κρίσης επίπεδα. Σύμφωνα με τα απολύτως έγκυρα στοιχεία του ΟΣΔΕΛ, στην Ελλάδα το 2024 κυκλοφόρησαν 11.312 νέοι τίτλοι. Τριάντα καινούργια βιβλία την ημέρα, περιλαμβανομένων Σαββατοκύριακων και εορτών! Πού απευθύνεται αυτός ο χείμαρρος σε μια κοινωνία, η οποία έχει γυρίσει -υποτίθεται- την πλάτη της στο διάβασμα;

"Πρόκειται σε μεγάλο ποσοστό για αυτοχρηματοδοτούμενες εκδόσεις…" θα σχολιάσει κάποιος μπασμένος στον χώρο. Δεν θα έχει εντελώς άδικο. Διάφοροι συμπολίτες μας -επίδοξοι ή κατά φαντασίαν ή και γνήσιοι, ταλαντούχοι λογοτέχνες- λαχταρούν να δουν την πνευματική εργασία τους τυπωμένη. Περ μάρε, περ τέρα! Στέλνουν χειρόγραφά τους στους εκδότες. Και εάν κανείς δεν τους προτείνει ένα κανονικό συμβόλαιο συνεργασίας, σίγουρα θα βρεθούν αρκετοί που θα τους υποδείξουν τον πλάγιο δρόμο. "Μού καταβάλλεις χίλια ή δυο χιλιάδες ευρώ κι εγώ βγάζω τη συλλογή ή τη νουβέλα σου. Η σφραγίδα του οίκου μου θα σου προσφέρει κύρος." Στον χώρο ειδικά της ποίησης ανθεί η παραπάνω πρακτική, που δεν σκοπεύω εγώ, εδώ, να την κρίνω.  

Καλά κρατούν, πράγματι, οι αυτοεκδόσεις. Πόρρω απέχουν ωστόσο από το να καταλήξουν κανόνας. Η συντριπτική πλειονότητα των εκδοτών, μικρών και μεγάλων, δεν ψωμίζεται από τους ρομαντικούς δημιουργούς. Μα από τους αναγνώστες.  

Δεν με πιστεύετε; Έπρεπε να έχετε περάσει μια βόλτα, τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, από το Πεδίο του Άρεως. Από την Έκθεση Βιβλίου. Όσο απαισιόδοξος κι αν ήσασταν, θα είχατε αναθαρρήσει. Θα είχατε πειστεί πως το βιβλίο στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά πνέει τα λοίσθια.

Χιλιάδες -κυριολεκτώ-, χιλιάδες άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν την αλέα που ξεκινάει από το Θέατρο Άλσος και καταλήγει στον αδριάντα του Κωνσταντίνου. Τις καθημερινές, νωρίς το απόγευμα, κάποια εκδοτικά περίπτερα ήταν ίσως κάπως ασύχναστα. Μα όσο περνούσε η ώρα -και ιδίως από τις Παρασκευές μέχρι τις Κυριακές-, επικρατούσε το αδιαχώρητο. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν εμπρός στους πάγκους με τα βιβλία.

Τι άνθρωποι; Κάθε καρυδιάς καρύδι με την πιο θετική σημασία της έκφρασης. Από κυρίες και κυρίους μιας ηλικίας, που περιεργάζονταν με έμπειρο μάτι τις νέες κυκλοφορίες και μοιράζονταν αναμνήσεις – "θυμάσαι που σού είχα χαρίσει το "Αστείο” του Κούντερα, μόλις είχε βγει, το 1981, από τις εκδόσεις Κάλβος;"… Μέχρι παρέες εφήβων. Συγκινήθηκα όταν είδα δυο κοπελίτσες, μαθήτριες λυκείου, να μετράνε κέρματα για να αγοράσουν τη "Δίκη". Συνέβαλα αυθόρμητα ώστε αμ να διαβάσουν Κάφκα, αμ να μη στερηθούν το σουβλάκι τους. Το λέω όχι για καυχηθώ μα για να σας προτρέψω να φερθείτε ανάλογα. Νέοι μυημένοι στη λογοτεχνία είναι κοινωνικά πολύτιμοι!

Τι βιβλία; Ό,τι χωράει ο νους σου. Βεβαίως και εγχειρίδια αυτοβελτίωσης και αισθηματογραφήματα – αυτά που αποκαλούνται αφ’υψηλού "βίπερ νόρα". Αλλά και κλασικά αριστουργήματα. Και η τελευταία λέξη της λογοτεχνίας διεθνώς. Είναι αξιέπαινοι οι εκδότες που εντοπίζουν, μεταφράζουν και προσφέρουν στο ημεδαπό κοινό πάρα πολλά από όσα ξεχωρίζουν στο εξωτερικό. Οι αναγνώστες μας αποδεικνύονται συχνά εξαιρετικοί δέκτες. "Η Πατρίδα" του Φερνάντο Αραμπούρου γνώρισε και στην Ελλάδα μεγάλες πιένες. Όπως και "Η Υπέροχη Φίλη μου" της Έλενα Φεράντε, σε τέσσερις μάλιστα τόμους. Προτού κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ με τους καυστικούς του "Νετανιάχου", ο Αμερικανοεβραίος Τζόσουα Κόεν κυκλοφορούσε ήδη στα ελληνικά. Το μυθιστόρημα του "Οι Μεταφορές του Βασιλιά" συγκεκριμένα, που στην Αμερική κάθε άλλο παρά έγινε ευπώλητο. Ποιος χαρακτήρισε τη χώρα μας πνευματική επαρχία;

Η Έκθεση Βιβλίου το φθινόπωρο στο Πεδίο του Άρεως, όπως και η ανοιξιάτικη της Θεσσαλονίκης, αποτελούν μείζονα πολιτιστικά γεγονότα. Ασύγκριτα σημαντικότερα από κάποιες επιχορηγούμενες παραστάσεις, οι οποίες απευθύνονται σε "μυημένους" και "προχωρημένους", υπερδιαφημίζονται ως πρωτοποριακές και -με το που κατεβαίνουν- έχουν κιόλας ξεχαστεί.
Γιατί λοιπόν οι περί τον πολιτισμό επαΐοντες δεν τις γιορτάζουν όπως τους αξίζει; 

Θα θυμηθώ τα σχόλια του Ντίνου Χριστιανόπουλου για το πνευματικό ιερατείο της εποχής του: "… Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και στην πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα… Και παλαιότερα, θυμάμαι, όταν λέγαμε "οι διανοούμενοι” ή "οι άνθρωποι των γραμμάτων”, νοιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης… Σε τελική ανάλυση, κουλτουριάρηδες είναι οι ψευτομορφωμένοι…"  

Τέτοιοι κουλτουριάρηδες ενδημούν και σήμερα. Στραβώνουν όποτε ένα βιβλίο, ένα θεατρικό έργο, μια ταινία έχει απήχηση. Μιλάνε εν ονόματι του λαού μα επί της ουσίας τον σνομπάρουν. Παρηγοριούνται να πιστεύουν πως η καλλιτεχνική επιτυχία κατασκευάζεται από κυκλώματα κι από κατεστημένα, οι ίδιοι συνεπώς, ως ρηξικέλευθοι και ασυμβίβαστοι, μένουν μονίμως στην απέξω. Αλληλολιβανίζονται διαδικτυακά, από τις δυσανάγνωστες -με λεξιλόγιο ναρκισσιστικά εξεζητημένο- στήλες τους σε ιστότοπους και σε εφημερίδες. Και αλληλοθάβονται προφορικά, ώστε να μην υπάρχουν γραπτές αποδείξεις των λυκοφιλιών τους.

Βλάπτουν; Μονάχα, ουσιαστικά, τους εαυτούς τους. Στους τάφους τέτοιων κουλτουριάρηδων θα άρμοζε να χαραχθεί το επίγραμμα του Καβάφη. "Είναι η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός, εκτός αυτής γίνεται η ζωή της. Και περιμένει την απίθανον ηώ. Και περιμένω, φθείρομαι και ανιώ κι εγώ εντός της ή μαζί της."-

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας