59

Δευτέρα, 18-Αυγ-2025 00:05

Του Χρήστου Χωμενίδη

Όταν έγινα πενήντα χρονών, ένιωσα θριαμβευτής. Σαν να’χα κατακτήσει μία ψηλή βουνοκορφή, που δεν ήταν καν χιονισμένη. "Ο πενηντάρης" θα υπερθεματίσετε "είναι ο νέος της εποχής. Το έχει τραγουδήσει ο Ζαμπέτας εδώ και δεκαετίες. Ζαμάνια πριν να εφευρεθεί το βιάγκρα και το όζεμπικ και οι εμφυτεύσεις τριχωτού στην κεφαλή…" Έλα που εμένα με βάραινε το οικογενειακό μου παρελθόν! Ο πατέρας μου είχε πεθάνει στα σαρανταοκτώ. Ο εκ πατρός παππούς μου στα σαραντατρία, από βίαιο -σύμφωνοι- θάνατο, στα χέρια δολοφόνων ταγματασφαλιτών. Γιατί να μην τρίτωνε, στο πρόσωπό μου, το κακό; Μικρή έχουν σχέση οι φοβίες μας με τον ορθολογισμό. Αγγίζοντας πάντως τον μισό αιώνα, στις 3 Αυγούστου 2016, ένιωσα να’χει ακυρωθεί μια κατάρα. Μία βάσκανος μοίρα.

Πριν από δυό εβδομάδες, έκλεισα τα πενηνταεννιά. Ήταν τα πρώτα γενέθλια της ζωής μου που η χαρά πήγαινε αντάμα με μια δυσφορία. Με μια αίσθηση, ακριβέστερα, αποπροσανατολισμού. Ανησυχίας -για να μην πω πανικού- για το μέλλον. Οι φίλοι μου έδωσαν στην ημέρα τον γιορταστικότερο τόνο. Μου άνοιξαν φίνα κρασιά, μου παρήγγειλαν τα πιο νόστιμα κοψίδια. Έφτιαξαν ένα βίντεο από στιγμές-σταθμούς και το επένδυσαν με τα αγαπημένα μου τραγούδια. Η στοργή τους με τύλιγε σαν μαγική κουβέρτα. Τα πόδια μου όμως περίσσευαν. Και κρύωναν.

Σε δέκα χρόνια, αν δεν τα’χω κακαρώσει, θα είμαι εξηνταεννιά! Σε δεκαπέντε, εβδομήντα τεσσάρων! Πόσο γρήγορα κυλάνε δεκαπέντε χρόνια; Το 2010 μοιάζει προχθές - θυμάμαι ακριβώς τι με απασχολούσε. Πώς περνούσα… Όσα από τότε μου έχουν συμβεί με έχουν πλουτίσει, με έχουν διδάξει. Με έχουν κάνει πιο ψύχραιμο, πιο συμπονετικό απέναντι στους άλλους. Μα και στον εαυτό μου. Κόβεις, μεγαλώνοντας, ταχύτητα. Μαθαίνεις να κοιτάς όχι μονάχα εμπρός αλλά και γύρω σου. Και μέσα σου. Ωριμότητα σημαίνει να δέχεσαι τις στιγμές όπως έρχονται. Να αρμέγεις τον γλυκό -ή τον πικρό- χυμό τους. Να χαίρεσαι και την πλήξη σου ακόμα ως αντίστιξη της έντασης. Ό,τι ζεις οξύνει και τρυφερεύει συνάμα το βλέμμα σου. Άμα τα πας καλά, θα γίνεις κάποτε ένα γέρικο δέντρο με παχιά, δροσιστική σκιά…

Κουραφέξαλα! Το γήρας -έλεγε η γιαγιά μου- είναι η εσχάτη των ποινών. Οι περιπετειώδεις απολαύσεις που έδιναν νόημα στην κάθε νύχτα σου σταδιακά είτε απομυθοποιούνται είτε απαγορεύονται για λόγους υγείας. Γλένταγες κάποτε, πάρταρες μέχρι το ξημέρωμα. Κάθε κορίτσι που σού άρεσε ήταν μια επιταγή ευτυχίας, που τη διεκδικούσες με πάθος. Κάθε άνθρωπο που σού φαινόταν ξεχωριστός λαχταρούσες να τον συναντήσεις, να τον κουβεντιάσεις, να τον αποφλοιώσεις. Ενθουσιαζόσουν με μουσικές, με ταινίες, με βιβλία. Ξεκαρδιζόσουν με το τίποτα. Γίνεσαι συν τω χρόνω πιο εκλεκτικός; Ή βαδίζεις απλώς στο μονοπάτι της ανηδονίας;

Το σώμα σου ακόμα καλοστέκει, υπακούει στις επιθυμίες σου, δεν χρειάζεται κανενός είδους φαρμακευτική υποστήριξη. Για πόσο ακόμα; Λαμβάνεις μέτρα πρόληψης, προσέχεις για να έχεις. Από το 2008, έχω κόψει τα σκληρά ποτά. Από το 2016, το κάπνισμα. Από τον Φεβρουάριο έχω χάσει δεκατρία κιλά – κοιτάω πλέον τις φραντζόλες, τα τυριά, τα τηγανητά και φρίττω – πώς τα χλαπάκιαζα όλα αυτά; Έχω βρεθεί σε παρέες πρεσβυτέρων μου που κουβεντιάζουν με τις ώρες για αρρώστιες και γιατρούς. Βγάζουν από τις τσέπες τους αποτελέσματα εξετάσεων και τα συγκρίνουν - χοληστερίνες, τριγλυκερίδια- ο έχων χαμηλότερες τιμές συγκεντρώνει βλέμματα θαυμασμού. Και γιατί όχι; Αυτό είναι πλέον το γήπεδο όπου παίζουν μπάλα.

Απείρως θλιβερότεροι μού φαίνονται όσοι ζουν μέσα από τα παιδιά τους. Είτε απομυζώντας τα συναισθηματικά είτε αντιμετωπίζοντάς τα ως επενδύσεις που οφείλουν να τους φέρνουν κέρδη, να τους τονώνουν δηλαδή τον εγωισμό. Εγώ πιστεύω ότι η κόρη μου δεν μού χρωστάει απολύτως τίποτα. Θα ήμουν κατάπτυστος εάν την είχα φορτώσει με την ελάχιστη δική μου ανεκπλήρωτη φιλοδοξία. Ή με το χρέος να μου σταθεί στα γεράματα. 

Δύο πολυαγαπημένοι φίλοι μου έχουν κιόλας πεθάνει. Τέσσερις έχουν πάθει καρκίνο -τον παλεύουν περίφημα ή τον έχουν αφήσει πίσω τους- η "επάρατος" όπως κάποτε την έλεγαν, τείνει να εξελιχθεί σε ιάσιμο, σε χρόνιο έστω νόσημα.

Ποιος είναι ο χειρότερος μου εφιάλτης που δεν σχετίζεται με αρρώστια ή με θάνατο, δικό μου ή των αγαπημένων μου; Μην χάσω επαφή με το σήμερα και καταλήξω να αναπολώ τα περασμένα, εξιδανικεύοντάς τα. Μην καταντήσω ένα χαιρέκακο χούφταλο που θα κουνάει το δάκτυλο στους νέους ενώ κατά βάθος θα τους κοιτάει και θα του τρέχουν τα σάλια. Υπάρχουν τέτοιοι θλιβεροί ογδοντάρηδες, και εβδομηντάρηδες ακόμα. Από την έτερη αξιοθρήνητη κατάσταση, εκείνων που πασχίζουν με τζιριτζάντουλες να ξεγελάσουν τον χρόνο, δεν νομίζω ότι κινδυνεύω. Παραείμαι χύμα για να γίνω ξαφνικά βαψομαλλιάς, να κάνω μπότοξ, να το ρίξω στη σκληρή γυμναστική. 

Δεν κακίζω, θαυμάζω αντιθέτως όσες και όσους επιχειρούν αισθηματικά ξεκινήματα στα -ήντα τους - ο έρωτας είναι ελιξήριο που αποδεδειγμένα χρόνια δεν κοιτά. Θα το τολμούσα; Άσε να σιτέψω λίγο ακόμα… Δεν θα ίδρωνε πάντως το αυτί μου για το δηλητήριο των συνομηλίκων μου που σήπονται σε κακοφορμισμένους γάμους. 

Τι θα ευχόμουν στον εαυτό μου για το 2046, που θα κλείσω τα ογδόντα; 

Να ξυπνάω και να στρώνομαι στη δουλειά. Να γράφω και να σβήνω και να γράφω με την ίδια λύσσα που έχω από τα δεκάξι μου, να σχεδιάζω το επόμενο βιβλίο μου, να ελπίζω στο αριστούργημα. Να εξακολουθώ να περπατάω έξι χιλιόμετρα καθημερινά στη μαμά-Αθήνα. Να κάθομαι σε καφενεία και ταβέρνες. Να τσουγκρίζω ποτήρια. Να έχω ακόμα ανθρώπους να με βρίζουν - αλοίμονο στους καλλιτέχνες που γίνονται εν ζωή κοινής αποδοχής, όπερ σημαίνει προβλέψιμοι κι ανώδυνοι. Να παραμένω, το σημαντικότερο, μικρόχαρος. Ένα καινούργιο ρούχο, μια βόλτα, μια γνωριμία να μού φτιάχνουν το κέφι.

Τα αυτά επιθυμώ και δι υμάς.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας