Γράμμα από την Μπογκοτά

Δευτέρα, 21-Ιουλ-2025 00:05

Του Χρήστου Χωμενίδη

"Θα πας στην Κολομβία; Σου’στριψε; Στη χώρα των καρτέλ; Θα σε ληστέψουν εκεί πέρα μέχρι σώβρακο! Κι ο κίνδυνος δεν είναι οι πρώτοι που θα σε ξαφρίσουν. Αλλά οι δεύτεροι, που δεν θα βρουν πάνω σου τίποτα και όσο να’ναι θα εκνευριστούν!

Ξέρεις πόσοι τουρίστες έχουν πάει σαν τα σκυλιά στο αμπέλι; Η Μπογκοτά έπειτα βρίσκεται στις Άνδεις, σε υψόμετρο τριών χιλιάδων μέτρων. Με τόσο αραιό οξυγόνο εκεί πάνω θα δυσκολεύεσαι και να αναπνεύσεις." "Δώδεκα εκατομμύρια κάτοικοι πώς αναπνέουν;" "Έχουν συνηθίσει. Εσύ ώσπου να προσαρμοστείς θα φύγεις." "Θα με φιλοξενήσουν και στην Καρταχένα." "Πού πέφτει πάλι αυτή;" "Στην Καραϊβική." "Φέξε μου και γλύστρησα… Γιατί δεν προτιμάς την Κούβα, όπως τόσοι Έλληνες κάθε χρόνο;" "Στην Κολομβία με κάλεσαν." "Αυτή η μανία σου να διαφέρεις!"

Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στο κέντρο της Μπογκοτά, χαράματα, κάποια στιγμή όντως αλαφιάζομαι. Το ταξί βγαίνει εκτός πόλης. Σκαρφαλώνει σε έναν δασωμένο λόφο. Μας προσπερνούν έφηβοι καβάλα σε σκουτεράκια με κομμένες εξατμίσεις. Στην απέναντι πλαγιά μυριάδες τσίγκινα, ξύλινα παραπήγματα. Κι ο ταξιτζής να μη μιλάει γρι αγγλικά. Έχει γούστο να την πάτησα με το καλημέρα σας! 

Συνειδητοποιώ λίγο αργότερα πως η Μπογκοτά απλώς διακόπτεται και ξαναρχίζει αρκετές φορές. Κι ότι οι φαβέλες συνορεύουν με τις γειτονιές των εύπορων.

Μετά από τέσσερις ώρες κακού ύπνου -ας όψεται το τζετ λανγκ- θα βγω βόλτα στο κέντρο για να πειστώ ότι εκ των αντιθέσεων η αρμονία. 

Ο καιρός φθινοπωρινός μα με έναν τρόπο πρωτόγνωρο σε εμένα. Ο ήλιος, στο χρώμα του λεμονιού, βγαίνει για λίγο και ευθύς ξανακρύβεται. Πέφτουν πεντάλεπτες βροχές, πιότερο αναζωογονητικές παρά ενοχλητικές. Σου δροσίζουν το πρόσωπο, δεν σε αναγκάζουν να ανοίξεις ομπρέλα. Ο αέρας είναι βουνίσιος, φρέσκος, παίρνεις βαθιές αναζωογονητικές ανάσες.    

Στην πλατεία Μπολιβάρ, γίνεται, Κυριακάτικα, χαμός. Πάγκοι μικροπωλητών που πουλάνε εξωτικά φρούτα και χυμούς, χάντρινα κοσμήματα, ξύλινα αγαλματάκια, μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια. Αρκετοί είναι ιθαγενείς. Βραχύσωμοι, με ινδιάνικα χαρακτηριστικά, πόντσο και καπέλα-καβουράκια. Στους δρόμους βλέπεις λάμα. Προβατοκάμηλους από το Περού, αλλόκοτα, συμπαθέστατα ζώα που περπατούν σαν κουνιστές και λυγιστές κυρίες. Φωτογραφίζεσαι αν θες μαζί τους δίνοντας ένα κέρμα στους βοσκούς τους. Στην κεντρική λεωφόρο, την Έβδομη, παρελαύνουν οι φιλαρμονικές των σχολείων. Παιδάκια με εντυπωσιακές στολές κι ακόμα εντυπωσιακότερες επιδόσεις στα χάλκινα και στα πνευστά. Στην Ελλάδα θα είχαν μαζευτεί όλοι οι γονείς τους να τους καμαρώσουν. Εδώ όχι. 

Εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο "Florida”, πάνω στην Έβδομη. Λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1936. Διόροφο, έχει πάνω από πενήντα τραπέζια. Κι όμως, για να μπεις μέσα, πρέπει να περιμένεις αρκετή ώρα στην ουρά, προτού ο πορτιέρης, ο "βιτζιλάντε", σε παραδώσει στον σερβιτόρο σου. Στο μεταξύ έχεις φιλοδωρήσει έναν παράξενο -πανέμορφο για την ακρίβεια- τύπο για να χαϊδέψεις την εξίσου πανέμορφη γάτα που είναι σκαρφαλωμένη στο κεφάλι του. Το "Florida” δικαιώνει απολύτως τη φήμη του. Τα πάντα εκεί μέσα, έπιπλα, κάδρα, σερβίτσια, αποπνέουν μια αριστοκρατική ατμόσφαιρα περασμένων εποχών. Φαντάζεσαι άνετα στο διπλανό τραπέζι τον Μπόρχες ή τον Καβάφη. Όσο για το μενού, εντελώς λατινοαμερικάνικο.

Σούπες, φίλοι μου, σε βαθιά πιάτα. Δυό οι δημοφιλέστερες. Η τσάνγκουα, που προσφέρεται για πρωινό, έχει γάλα, αβγά και κόλιανδρο. Η αχιάκο αποτελεί το αντίστοιχο της πίτσας, με την έννοια ότι οι βιοπαλαιστές που την επινόησαν έριχναν μέσα ό,τι τους βρισκόταν. Πατάτες, κοτόπουλο, μια κούκλα καλαμπόκι, μαντζουράνα. Τη συνοδεύουν με κρέμα γάλακτος, κάπαρη και αβοκάντο. Στυλωτική όσο δεν γίνεται. Η άλλη τους εθνική σπεσαλιτέ καλείται ταμάλ και έχει τη λογική του ντολμά. Αντί όμως για αμπελόφυλλο ή λάχανο, χρησιμοποιούν μη φαγώσιμο φύλλο μπανανιάς, μες στο οποίο τυλίγουν κρέας, λαχανικά και μυρωδικά. 

Τρώγοντας τσάνγκουο και ταμάλες (οι Κολομβιανοί φίλοι μου πίνουν και ζεστή σοκολάτα μες στην οποία πετάνε ψωμάκια και τυράκια), ρωτάω και μαθαίνω τα βασικά. Ότι η πατρίδα τους -όπως πολλές χώρες του πάλαι ποτέ "τρίτου κόσμου"- διαθέτει εντυπωσιακό φυσικό πλούτο: από πετρέλαιο και χρυσό μέχρι καφέ και λουλούδια. Πως, παραταύτα, το 40% των ανθρώπων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Την υγεία και την παιδεία, για να έχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο, πρέπει να τις πληρώνεις. Οι εργαζόμενοι στην Μπογκοτά σηκώνονται αξημέρωτα για να πάνε στις δουλειές τους με το ξεχαρβαλωμένο σύστημα των λεωφορείων – μετρό δεν υπάρχει, ούτε τραμ. Κι όσοι ακόμα έχουν ιδιωτικά αυτοκίνητα επιτρέπεται να τα κινούν δύο ή τρεις μέρες την εβδομάδα, ο δακτύλιος εφαρμόζεται αυστηρά εκτός κι αν πληρώσεις είκοσι δολάρια για να εξαιρεθείς.

"Τουλάχιστον δεν έχουμε πια εμφύλιο…" "Καρτέλ;" "Το 10% του ΑΕΠ προέρχεται από εμπόριο ναρκωτικών…" "Εγκληματικότητα;" "Εντάξει, με έχουν ληστέψει μερικές φορές…" λέει ο Ρόμπερτ, με ένα μάλλον ανέμελο χαμόγελο. "Άμα δεν είσαι πάρα πολύ άτυχος ή αφελής, δεν κινδυνεύει η ζωή σου."

Με γοητεύουν τα χρώματα, στα σπίτια, στα ρούχα. Και η αλλεγρία των ανθρώπων. Από ένα παράθυρο ακούγεται μουσική. Μια παρέα πιτσιρικάδες που περνούν από κάτω ακαριαία αρχίζουν να χορεύουν. Η αρχαιότερη περιοχή, εκεί όπου ιδρύθηκε το 1538 η Μπογκοτά, θυμίζει Ύδρα της δεκαετίας του 1970. Εκεί συχνάζουν οι εναλλακτικοί, φυσιογνωμίες ενδιαφέρουσες ως επί το πλείστον, ζωγράφοι και μουσικοί του δρόμου. Μυρίζει βέβαια μπάφο, η χασισοποτεία κι εδώ -όπως και στη Νέα Υόρκη- έχει απολύτως νομιμοποιηθεί. Το τσιγάρο αντιθέτως τείνει να γίνει μια σχεδόν περιθωριακή συνήθεια, απαγορεύεται και στους ανοιχτούς ακόμα χώρους των εστιατορίων και των μπαρ.

Ποιες προσωπικότητες σημάδεψαν την Κολομβία; Ο Πάμπλο Εσκοσμπάρ βεβαίως, που τριανταδύο χρόνια μετά την εξόντωσή του, παραμένει η ενσάρκωση του απόλυτου κακού. Ο Φερνάντο Μποτερό, που αποδεικνύει ότι η υψηλή τέχνη μπορεί να πηγαίνει αντάμα με το ξεκαρδιστικό χιούμορ. Η σούπερ σταρ Σακίρα – της έχουν στήσει χρυσαφένιο άγαλμα εν ζωή στη γενέτειρά της Μπαρανκίγια. Και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, "ο σημαντικότερος Κολομβιανός που γεννήθηκε ποτέ", όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την αναγγελία του θανάτου του, εκφράζοντας την παλλαϊκή συντριβή.

Για να συναντήσω τον μύθο του Γκάμπο, ταξίδεψα στην Καρταχένα. Την επομένη Κυριακή, θα σας στείλω γράμμα από την ωραιότερη πόλη που έχω δει ποτέ μου.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας