Ζώντας στο ανάμεσα

Δευτέρα, 14-Ιουλ-2025 00:05

Του Χρήστου Χωμενίδη

"Στη μαμά σου πήρα μια ποδιά και κάτι γάντια κουζίνας σε ινδιάνικο στυλ, κεντημένα με χάντρες! Έχουν πολύ γούστο, είναι εντελώς εξωτικά! Να, δες! Θα της τα πάω εννοείται εγώ…"
"Πάλι τα ίδια, μωρέ Ελενίτσα μου;" 
"Ως πότε, Αλέξανδρε, θα με κρύβεις από τη μάνα σου;"
"Είναι εβδομήντα χρονών και θρησκόληπτη. Θες να της έρθει κόλπος;"
"Επειδή ο κανακάρης της έχει γκόμενα;"
"Χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή σου…"
"Θα φωνάζω όσο θέλω! Σάμπως μας καταλαβαίνει κανείς; Εδώ που με κουβάλησες ούτε αγγλικά σκαμπάζουν!"

Δεν μιλούν πράγματι αγγλικά στην Μπογκοτά. Ίσως και από άποψη. Τα ισπανικά κυριαρχούν στη Λατινική Αμερική, επελαύνουν στη Βόρεια, γιατί να μπουν στον κόπο οι Κολομβιάνοι να μάθουν τη γλώσσα των γκρίνγκος; Εμείς, από την άλλη, όποτε βρισκόμαστε στο εξωτερικό, απολαμβάνουμε ιδιαίτερα να σχολιάζουμε τους γύρω μας. Να ξεφουρνίζουμε απίστευτες χοντράδες οχυρωμένοι πίσω από το ακατάληπτο των ελληνικών.

Δεν πρόκειται όμως τώρα για κάτι τέτοιο. Για καβγά ζευγαριού πρόκειται, που μόλις ξεκινάει, στις επτάμισι το πρωί, στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Ο άντρας παλίκαρος. Ψηλός, γεροδεμένος, με πυκνό μαύρο μαλλί, πλατύ μέτωπο, τα μάγουλά του μόνο ίσως να παραείναι στρογγυλά, για αυτό τα κρύβει κάτω από το τριμαρισμένο του μούσι. Η γυναίκα μοιάζει κάπως μεγαλύτερή του. Γύρω στα σαρανταπέντε. Ωραιότατη κι εκείνη. Χυμώδης, καστανόξανθη, πράσινα μάτια, σαρκώδη χείλη. Στυλ Σμαράγδα Καρύδη στο πιο λαϊκό. Πηγαίνει στον μπουφέ, επιστρέφει με ένα χυμό παπάγιας κι ένα φλυτζάνι καφέ. Τραβάει μια γερή τζούρα από το ηλεκτρικό τσιγάρο της και ξαναρχίζει. Εγώ έχω στήσει αυτί.
"Εσύ δηλαδή δεν είσαι θρησκόληπτος;"
"Πάσχουν οι μάγειρες από λαιμαργία;"
"Δεν το’πιασα!"
"Σε ικετεύω, μωρό μου, ας αλλάξουμε θέμα…"
"Εδώ με λες μωρό σου! Στην Ελλάδα, σε δημόσιο χώρο, με το ζόρι με χαιρετάς!"
"Έτσι πρέπει να κάνω. Το ήξερες από την πρώτη μέρα…"
"Έχουν περάσει δύο χρόνια! Και δεν έχει αλλάξει τίποτα!"
"Σαν τι να αλλάξει δηλαδή;"
"Παντρεμένος να ήσουν, με παιδιά, θα είχες χωρίσει…"
"Και θα σε είχα στεφανωθεί. Ο κλήρος ωστόσο δεν επιτρέπεται να έχει ερωτικές σχέσεις. Φανερές εννοώ…"
"Παπαδιές τότε πώς υπάρχουν;"
"Πόσες φορές θα σου το πω; Αν παντρευτείς πριν χειροτονηθείς, κανένα πρόβλημα. Μετά απαγορεύεται."
Η Ελενίτσα τον κοιτάει δύσπιστα. Εγώ έχω μείνει άναυδος.
"Πότε αποφασίστηκε αυτό;"
"Στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Στην Κωνσταντινούπολη, το 692. Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο;"
"Μπορείς να πετάξεις τα ράσσα; Έτσι κι αλλιώς, δεν σου πάνε καθόλου. Άσε που ζεις μες στην υποκρισία!"
"Ακολουθώ την κλήση μου. Σέβομαι τα προσχήματα. Άλλοι, δεσποτάδες και δεν συμμαζεύεται, κάνουν σόδομα και γόμορα. Εγώ απλώς σε ερωτεύτηκα…"
"Στα λόγια. Απόδειξέ το με πράξεις!"  
Ο Αλέξανδρος, ο παπά-Αλέξανδρος, την κοιτάει με στωικότητα. Τον φαντάζομαι να λειτουργεί. Με την μπάσα φωνή του, με την αρρενωπότατη θωριά του θα γοητεύει το ποίμνιο.
"Τρελαίνεσαι όμως να ψέλνεις κι έπειτα να βγάζεις κήρυγμα. Να κρέμονται τα γκομενάκια από το στόμα σου!" με επιβεβαιώνει η Ελενίτσα.
"Ποια γκομενάκια; Πότε έρχονται στην εκκλησία κι εγώ δεν τα βλέπω;"
"Αλλού αυτά…" Ρουφάει με τρεις γουλιές την παπάγια της, δαγκώνει νευρικά το καλαμάκι. Ρίχνει σε εμένα ένα φευγαλέο βλέμμα – ελπίζω να μην με αναγνώρισε ως συμπατριώτη της.
"Και ο άγιος φοβέρα θέλει, Αλέκο. Σου βάζω διορία. Δύο μήνες."
"Για τι πράγμα;"
 "Για να αφήσεις το παπαδίλικι και να ξαναπιάσεις την οδοντιατρική. Αλλιώς με έχασες."
Δεν έγινε έξαλλος. Χαμογελάσε πατρικά.
"Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν… Πολύ σωστά. Υπάρχει ωστόσο κι ένας άλλος μύθος. Άκου τον.

Κάποτε ένας άνθρωπος πνιγόταν στο χωριό του. Ασφυκτιούσε. Μια και δυό, κίνησε για την πόλη. Έφτασε στον μεγάλο ποταμό. Πλήρωσε στον βαρκάρη για να τον περάσει. Στη μέση όμως της κοίτης, ένιωσε αβάσταχτη νοσταλγία για τον τόπο του. "Γύρνα με πίσω!” Με το που πάτησε το πόδι του στη γνώριμη όχθη, το μετάνοιωσε. "Αναθεμά με, δεν έχω τα κότσια;” Ξαναμπήκε στη βάρκα, έσφιξε τα δόντια, βρέθηκε επιτέλους απέναντι. Μα αντί να συνεχίσει τον δρόμο του, κοκκάλωσε. "Μού λείπουν κιόλας οι δικοί μου” βούρκωσε. "Εκεί ανήκω.” "Και η πόλη;” "Τη λαχταρώ…” "Τι να σε κάνω;” σήκωσε τους ώμους ο βαρκάρης. 

Τον έκανε βοηθό του. Και κληρονόμο του. Για χρόνια, για δεκαετίες ολόκληρες, ο άνθρωπός μας πήγαινε πέρα-δώθε, μεταφέροντας άλλους. Ο ίδιος δεν έφτασε ποτέ στην πόλη. Ούτε κι επέστρεψε στο χωριό του.
Πώς σου φαίνεται, Ελένη, η ιστορία;"
"Θλιβερή!"

"Και όμως. Ζώντας στο ανάμεσα, ο άνθρωπος μας κέρδισε διπλά. Και εξιδανίκευσε την αφετηρία. Και δεν απομυθοποίησε τον προορισμό."
"Ζώντας στο ανάμεσα" πετάγομαι εγώ επιτέλους "ο ήρωάς σας κορόιδευε απλώς τον εαυτό του."

"Ενώ αν είχε μείνει, από δειλία, στο χωριό… Ή εάν είχε πάει στην πόλη κι είχε τόσο απογοητευτεί που να ντρεπόταν καν να το παραδεχθεί… Τότε δεν θα κορόιδευε και τον εαυτό του και τους άλλους;"

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας