Προσωπαγνωσία

Δευτέρα, 03-Φεβ-2025 00:05

Του Χρήστου Χωμενίδη

Ένα ζηλεύω στους πολιτικούς. 

Όχι την ικανότητα -εάν την διαθέτουν- να κουμαντάρουν τις δημόσιες, τις κομματικές έστω υποθέσεις. Να σπρώχνουν την κοινωνία προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Όχι την ευκολία με την οποία, άπαξ και τους τύχει στραβή, βγάζουν την ουρά τους απέξω, ρίχνουν την ευθύνη σε άλλους, που ενίοτε έχουν επιλεγεί εκ των προτέρων ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, "αυτοφωράκηδες". Ούτε βεβαίως την εξουσία που απολαμβάνουν και τα παρελκόμενά της: κολαούζους, τιμές, πολυτέλειες, κρεββατώματα ακόμα-ακόμα με ερωμένες και εραστές που σε άλλες συνθήκες δεν θα γυρνούσαν καν να τους κοιτάξουν.  

Αν πεις για την καθημερινότητά τους, αυτή για λύπηση είναι μάλλον παρά για ζήλεια. Να περιφέρεσαι από όρθρου βαθέος αλλάζοντας κοστούμια, ανανεώνοντας το μακιγιάζ σου. Να τσακώνεσαι σε τηλεοπτικά πλατώ. Να ρητορεύεις στη Βουλή – τα μισά τουλάχιστον από όσα ξεστομίζεις να είναι ανενδοίαστα ψέματα. Να πλήττεις σε συσκέψεις με "φορείς", όπου ο καθένας φλυαρεί ατέρμονα διατρανώνοντας το κοντό του και το μακρύ του. Να "κοινωνικοποιείσαι" σε δείπνα και συνεστιάσεις, παριστάνοντας τον σοβαρό συνάμα δε και τον εγκάρδιο, τον ταπεινό υπηρέτη του λαϊκού συμφέροντος ου μην αλλά και τον ωραίο τύπο… Και να πλαγιάζεις κάθε νύχτα ξεθεωμένος και να προσεύχεσαι να μην χτυπήσει το τηλέφωνο και σε πετάξει από τον ρημάδη τον ύπνο σου, επειδή συνέβη κάποια καταστροφή. 

Αστειεύομαστε; Για να έχεις επιλέξει -επιδιώξει για την ακρίβεια, με όλο σου το είναι- μια τέτοια ζωή, τρεις πιθανότητες υπάρχουν. Ή είσαι αρρωστημένο ψώνιο, απέλπιδα ερωτευμένος με την πάρτη σου, έχεις ανάγκη διαρκώς να αντανακλάσαι στα μάτια των άλλων, τρέφεσαι με το χειροκρότημα, χωνεύεις με το γιούχα. Ή αντιμετωπίζεις το πολιτεύεσθαι ως μέσο πλουτισμού – ντιπ διεφθαρμένος, λαδιάρης που λένε, κρυφός συνέταιρος όταν ανέβεις πίστα σε επιχειρήσεις, σε μεγάλα κόλπα. Ή -το πιο σπάνιο- έχεις ένα όραμα για την πατρίδα. Και πολεμάς με νύχια και με δόντια να το υλοποιήσεις, εις βάρος του ίδιου του εαυτού σου. Στην τελευταία περίπτωση σού πρέπει θαυμασμός. Και αρκετή συνάμα συμπάθεια, όπως σε όλους όσους διάγουν ρομαντικά σε έναν βαθιά κυνικό κόσμο.  

Εγώ άλλο ζηλεύω στους πολιτικούς. Τη μνήμη ελέφαντα.  
Αποθηκεύουν μέσα στο κεφάλι τους αναρίθμητες περιπτώσεις και υποθέσεις. Κατέχουν τι συμβαίνει στον τομέα ευθύνη τους, συν στην εκλογική τους περιφέρεια. Ιστορίες, κουτσομπολιά, συγκρούσεις συμφερόντων, περίπλοκα ζητήματα που χρονίζουν και οι ίδιοι καλούνται να δώσουν λύση. Να υποσχεθούν τουλάχιστον ότι θα δώσουν λύση. Το πιο αξιοθαύμαστο; Συγκρατούν χιλιάδες φάτσες. 

Έχετε δει βουλευτή επαρχίας στην επικοινωνία του με τους ψηφοφόρους του; Δεν είναι ότι τους αγκαλιάζει, τους φιλάει, συμπεριφέρεται σαν να έσμιξε επιτέλους με τα χαμένα του αδέλφια. Μα ότι τους θυμάται όλους και τον καθέναν χωριστά. "Ταλαιπωρείται ακόμα από την ποδάγρα η μαμά σου, Γρηγόρη μου;" ρωτάει και πείθεσαι ότι ειλικρινά συμπάσχει. "Πανελλαδικές δίνει φέτος ο γιός σου, Ρένα μου – πώς περνάνε τα άτιμα τα χρόνια!"

Υπάρχουν, υποτίθεται, κόλπα. Παρατρεχάμενοι που ψιθυρίζουν στο αυτί του βουλευτή το όνομα του τάδε και του δείνα. Σιγά! Άμα δεν ξέρει ο ίδιος ποιόν έχει κάθε στιγμή ενώπιόν του, σίγουρα θα τα μπλέξει, θα ρεζιλευτεί. Και ποιος τον ξεπλένει… Ένα δεν συγχωρούμε στον απέναντί μας. Να μην του έχουμε κάνει αρκετή εντύπωση ώστε να χαραχτούμε ανεξίτηλα στους αύλακες του εγκεφάλου του, στα φύλλα της καρδιάς του.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήξερε, λέει, απέξω κι ανακατωτά, άπαντες τους Χανιώτες σε βάθος τριών γενεών. Ο Αντώνης Σαμαράς με εξέπληξε κάποτε: θυμόταν άριστα μια οικογένεια στον κάμπο της Μεσσηνίας, ξαδέλφια της γιαγιάς μου, που ουδέποτε μάλιστα είχαν ψηφίσει δεξιά. Ο Χαρίλαος Φλωράκης είχε αναγνωρίσει με το "καλημέρα σας" το 1977 έναν παλιό αντάρτη που πολεμούσε υπό τις διαταγές του στον Εμφύλιο. "Εσένα είχα δώσει διαταγή να σε εκτελέσουν επειδή τα’χες σκατώσει στο Καρπενήσι! Γιατί ζεις ακόμα;" τον ρώτησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.  

Πρόκειται για χάρισμα; Για τέχνη που διδάσκεται; Βελτιώνεσαι με προπόνηση, κολλώντας ίσως εκατοντάδες φωτογραφίες στον τοίχο σου, βάζοντας στον εαυτό σου απροειδοποίητα διαγωνίσματα;

Γιατί, θα μού πείτε, να σε νοιάζει κάτι τέτοιο άμα δεν είσαι -ούτε σκοπεύεις να γίνεις- πολιτικός;

Διότι εμένα, φίλες μου, η μνήμη μου φυλλοροεί. Από μικρός ξεχνούσα φάτσες, ιδίως εάν τις έβλεπα έξω από το συνηθισμένο περιβάλλον τους. Μια νοσοκόμα που φρόντιζε τη μαμά μου να περπατάει στον δρόμο; έναν αρχικελευστή που μας γκάριζε διαταγές να αράζει σε καφετέρια; Χλωμό να τους αναγνωρίσω. Μεγαλώνοντας, η κατάστασή μου επιδεινώνεται. Προσωπαγνωσία ονομάζεται, με πληροφόρησε ένας φίλος νευρολόγος. Και προξενεί μεγάλη κοινωνική αμηχανία. 

Αντιχαιρετώ ανθρώπους με προσποιητή εγκαρδιότητα -είμαι και άθλιος ηθοποιός-, με βλακώδες χαμόγελο. Μηχανεύομαι κόλπα ώστε να μου αποκαλύψουν την ταυτότητά τους, ρίχνω με αγωνία άδεια μπας και πιάσω γεμάτα. Κάνω γελοίες γκάφες. Συνάντησα τις προάλλες τον πατέρα μιας φίλης της κόρης μου -που τον έχω συναναστραφεί επανειλημμένα σε παιδικά πάρτυ- και ήμουν απολύτως βέβαιος ότι επρόκειτο για έναν εξαιρετικό διευθυντή ορχήστρας. Άρχισα να τον ρωτάω για τη θέση της συμφωνικής μουσικής στην Ελλάδα σήμερα - πηγαίνει νέος κόσμος στις συναυλίες; ανταγωνίζεται δημιουργικά το Μέγαρο τη Λυρική Σκηνή; Ο τύπος δεν είχε ιδέα, "κι εγώ πού θες να ξέρω;" μού είπε στο τέλος. Τότε κατάλαβα το πάθημά μου και πάσχισα όπως-όπως να το σώσω. Σωζόταν; Μπα… 

Ονειρεύομαι έναν κόσμο σαν τις γελοιογραφίες του αειθαλούς Κώστα Μητρόπουλου. Ο καθένας που σχεδιάζει κρατάει έναν χαρτοφύλακα με το όνομά του.

Το τραγικό είναι ότι δεν αδιαφορώ για τους ανθρώπους. Δεν μού περνούν στο ντούκου. Το εντελώς αντίθετο. Με νοιάζουν, με παθιάζουν, τους παρατηρώ, ρουφάω τις διηγήσεις τους, με γοητεύουν ή μού προξενούν αποστροφή. Ζω αναπνέοντας τα χνώτα των άλλων. Πώς μού συμβαίνει να ξεχνάω τις φυσιογνωμίες τους;  

Μην στέκομαι στις λεπτομέρειες και αδυνατώ να συλλάβω το σύνολο; Μήπως όταν ακούω δεν βλέπω; Όταν με συγκινεί το μικρό ψεύδισμα μιάς κυρίας, που θα μπορούσα μέχρι και να το ερωτευτώ, ό,τι άλλο πάνω της καταντάει για μένα άνευ σημασίας; Μήπως σε αντίθεση με τους πολιτικούς που βλέπουν την πραγματικότητα ακριβέστατα σαν φωτογραφικό στιγμιότυπο, εγώ τη συλλαμβάνω ως πίνακα σουρρεαλιστή ζωγράφου, με εκτυφλωτικά χρώματα και ψυχεδελικά σχήματα;

Έχω ένα φόβο. Ότι ένα πρωί -αύριο ή σε δέκα χρόνια- θα ξυπνήσω και θα πάω στο μπάνιο. "Πώς βρέθηκες εδώ χοντρόχειλε μελιτζανομύτη; Πώς χώθηκες με τις γελοίες μπούκλες σου στο σπίτι μου;" θα ουρλιάξω. Στον καθρέφτη.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας