Elizabeth McCaul (ΕΚΤ) στο Capital.gr: Διατηρήσιμη η ισχυρή κερδοφορία στις τράπεζες - Εντός του 2024 η απόφαση για τα μερίσματα

Πέμπτη, 28-Δεκ-2023 09:00

Elizabeth McCaul (ΕΚΤ) στο Capital.gr: Διατηρήσιμη η ισχυρή κερδοφορία στις τράπεζες - Εντός του 2024 η απόφαση για τα μερίσματα

Της Βάσως Αγγελέτου

Αισιοδοξία για διατήρηση της ισχυρής κερδοφορίας στον τραπεζικό κλάδο και το 2024, χάρη στα αυξημένα επιτοκιακά έσοδα, διατυπώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Capital.gr η Elizabeth McCaul, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Η ίδια κρούει, ωστόσο, τον "κώδωνα του κινδύνου" για ενδεχόμενη επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών στη βάση ενδείξεων για μεταβολές στην ταξινόμηση των δανείων -γεγονός που συντηρεί τις εκτιμήσεις του Επόπτη για αυξημένες εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2023.

Για το 2024, η κα McCaul "βλέπει" πέντε βασικές προκλήσεις οι οποίες άπτονται, πέραν της ποιότητας ενεργητικού, της κεφαλαιακής ευρωστίας, της κερδοφορίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού και της ενσωμάτωσης των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. 

"Είναι κρίσιμης σημασίας για τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν ισχυρά πρότυπα διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων, να εξακολουθήσουν να δείχνουν σύνεση σε ό,τι αφορά τα πιστοδοτικά κριτήρια και να είναι προσεκτικές ως προς την αποτίμηση επιχειρηματικών σχεδίων και επενδύσεων", υπογραμμίζει.

Όσον αφορά στη διεύρυνση της χρηματοδότησης μέσα από μη τραπεζικούς φορείς χρηματοδότησης, το κορυφαίο στέλεχος της ΕΚΤ παραδέχεται ότι η μεγέθυνση του τομέα των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την τελευταία δεκαετία "αποτελεί πηγή ανησυχίας" καθώς θα μπορούσαν να εκδηλωθούν κίνδυνοι που δεν βρίσκονται στο οπτικό πεδίο των αρχών τραπεζικής εποπτείας. 

Για την προοπτική της επανένταξης των θεραπευμένων δανείων στο τραπεζικό σύστημα -από τους servicers που τα διαχειρίζονται σήμερα η ίδια εκτιμά ότι αυτό είναι εφικτό εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη

- Πώς αξιολογείτε την πρόοδο του ελληνικού τραπεζικού τομέα την τελευταία δεκαετία;

Η πρόοδος των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία μας ήταν αξιοσημείωτη και αυτό δεν θα πρέπει να το δει κανείς ξεχωριστά από τις θετικές οικονομικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Εφέτος, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας αναβαθμίστηκε στην επενδυτική βαθμίδα από τρεις σημαντικούς οίκους αξιολόγησης. Αυτό αποτελεί θετική εξέλιξη και για την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών. 

Ταυτόχρονα, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών βελτιώνεται, όπως αποδεικνύεται από τη δραστική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Παρομοίως, οι τράπεζες διαθέτουν εύρωστες θέσεις ρευστότητας καθώς, λόγω των παραδοσιακών επιχειρηματικών μοντέλων τους, χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από καταθέσεις. Η κερδοφορία επίσης βελτιώνεται χάρη στο υποστηρικτικό επιτοκιακό περιβάλλον και στη σημαντική περικοπή δαπανών που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια. 

Θα ήθελα όμως να επισημάνω ότι οι δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού προς το παρόν μπορεί να μην αποτυπώνουν πλήρως την επίδραση των πρόσφατων μεταβολών στις συνθήκες τραπεζικών χορηγήσεων. Έχουμε παρατηρήσει κάποιες ενδείξεις επιδείνωσης των συνθηκών, μεταξύ άλλων και μέσω μεταβολών στην ταξινόμηση δανείων, και αυτό συνάδει με τις προσδοκίες για ενδεχόμενη αύξηση των εισροών ΜΕΔ το 2023.

- Η ΕΚΤ ανακοίνωσε πρόσφατα τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2023. Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα για τις ελληνικές τράπεζες; Έχουν επαρκές "κεφαλαιακό περιθώριο" για να διανείμουν μέρος των κερδών τους σε μετόχους μετά από 16 χρόνια μηδενικών μερισμάτων; Και αν ναι, πόσο περιθώριο έχουν στη διάθεσή τους;

Η ΕΚΤ αναγνωρίζει την πρόοδο που σημείωσαν οι εποπτευόμενες ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά το προφίλ κινδύνων και τα επίπεδα φερεγγυότητάς τους. Αυτή η πρόοδος αποτυπώνεται και στη βελτίωση που παρουσίασε η ετήσια βαθμολογία τους στο πλαίσιο της SREP. Επιπροσθέτως, οι θετικές εξελίξεις που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2023 λήφθηκαν υπόψη στην αξιολόγηση της κεφαλαιακής θέσης τους. Σε ό,τι αφορά τη διανομή μερίσματος, η όποια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί μόνο όταν θα υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για τις επιδόσεις του 2023. Θα ληφθούν επίσης υπόψη ο σχετικός τριετής κεφαλαιακός προγραμματισμός και η αξιολόγηση των επικαιροποιημένων σεναρίων και των διαθέσιμων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.

- Στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση σχετικά με το επίπεδο του ανταγωνισμού σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του τραπεζικού. Οι ελληνικές τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ είναι μόνο τέσσερις αλλά υπάρχουν σχέδια για τη δημιουργία ενός στιβαρού, μη συστημικού τραπεζικού πυλώνα το 2024. Πιστεύετε ότι ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη θα πρέπει να κινηθεί προς μια αύξηση του αριθμού των τραπεζών για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός; Ή θα πρέπει να έχει λιγότερες αλλά ισχυρότερες τράπεζες; Σας θέτω αυτήν την ερώτηση και λόγω αυτού που συνέβη πέρυσι με την Credit Suisse.

Ο ανταγωνισμός είναι αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών και η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε κάποιες ανακοινώσεις για αυτό το θέμα την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν έχω λοιπόν να πω κάτι περισσότερο για αυτό. Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, η τραπεζική αγορά της Ελλάδας χαρακτηρίζεται μάλλον από συγκέντρωση. Όμως, έχουμε παρατηρήσει ότι ο ανταγωνισμός σταδιακά αυξάνεται λόγω της παρουσίας επιχειρήσεων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech), μη τραπεζικών ιδρυμάτων και τραπεζών από άλλες χώρες. Σε επίπεδο λιανικής, Έλληνες συνάδελφοί μου αξιοποιούν τις διαθέσιμες επιλογές για να μειώσουν το κόστος των συναλλαγών τους, όταν ταξιδεύουν, για παράδειγμα. Και σε εταιρικό επίπεδο, οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν χρηματοδότηση απευθείας από τις κεφαλαιαγορές. 

Σε ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, κατά την άποψή μου η Ευρώπη έχει πάρα πολλές τράπεζες σε σχέση, για παράδειγμα, με τις ΗΠΑ και επομένως είναι απαραίτητο ένα ορισμένο επίπεδο συγκέντρωσης. Φυσικά, αυτή είναι μια διαδικασία που καθοδηγείται από την αγορά, είτε σε εγχώριο είτε σε διασυνοριακό επίπεδο, την οποία δεν μπορούν να επηρεάσουν οι εποπτικές αρχές. Ωστόσο, από την πλευρά μας βλέπουμε την αύξηση της δραστηριότητας εξαγορών και συγχωνεύσεων σε διασυνοριακό επίπεδο ως έναν τρόπο που θα βοηθήσει τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ να ενισχύσουν την κερδοφορία τους και την ικανότητά τους να επενδύσουν στην τεχνολογία, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο για αυτές προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε μια αγορά με αρκετά νέα μέλη η οποία μετασχηματίζεται ολοένα περισσότερο ψηφιακά.

- Κατά τη γνώμη σας, ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες το 2024; Ποιες θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητές τους; Είναι βιώσιμη η δυναμική εύρωστης κερδοφορίας δεδομένου ότι η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει τα επιτόκια τους προσεχείς μήνες;

Η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να συνεχίσει να επωφελείται από την αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους καθώς οι μεταβολές στα επιτόκια μεταδίδονται με χρονική υστέρηση. Οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εκμεταλλευτούν τη βελτίωση της κερδοφορίας για να ενισχύσουν τη θέση τους. 

Πρώτον, θα πρέπει να μειώσουν περαιτέρω τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία εξακολουθούν να αναλογούν σε πολύ μεγάλο μέρος των δανειακών χαρτοφυλακίων τους σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ. 

Δεύτερον, θα πρέπει να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους, τα οποία είναι απαραίτητα για την απορρόφηση δυνητικών μελλοντικών ζημιών εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων και για τη βελτίωση της δανειοδοτικής τους ικανότητας.

Τρίτον, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η κερδοφορία βασίζεται σε βιώσιμες πηγές. 

Τέταρτον, θα πρέπει να επενδύσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. 

Πέμπτον, θα πρέπει να ενσωματώσουν τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στην επιχειρηματική στρατηγική τους. Προκειμένου να περιορίσουν και να δημοσιοποιήσουν αυτούς τους κινδύνους, είναι σημαντικό οι πρακτικές των ελληνικών τραπεζών να ευθυγραμμιστούν με τις τρέχουσες κανονιστικές απαιτήσεις και εποπτικές προσδοκίες. Με λίγα λόγια, θα ήθελα να τονίσω ότι είναι κρίσιμης σημασίας για τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν ισχυρά πρότυπα διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων, να εξακολουθήσουν να δείχνουν σύνεση σε ό,τι αφορά τα πιστοδοτικά κριτήρια και να είναι προσεκτικές ως προς την αποτίμηση επιχειρηματικών σχεδίων και επενδύσεων. Από την άποψη αυτή, η ύπαρξη ισχυρών και απαιτητικών διοικητικών οργάνων είναι απαραίτητη.

- Υπάρχει μια νέα νομοθεσία στην Ελλάδα που επιτρέπει σε μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θεωρούνται μη επιλέξιμα από τις τράπεζες σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ). Ανησυχείτε μήπως αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δανεισμό υψηλού κινδύνου λόγω πιο "χαλαρών" εποπτικών κανόνων σε σχέση με αυτούς που ισχύουν για τις συστημικές τράπεζες;

Η μεγέθυνση του τομέα των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την τελευταία δεκαετία παγκοσμίως, αλλά και στην Ευρώπη, αποτελεί μια πηγή ανησυχίας. Αυτό οφείλεται στο ότι γενικά ο τομέας είναι αδιαφανής, δηλαδή θα μπορούσαν να εκδηλωθούν κίνδυνοι που δεν βρίσκονται στο οπτικό πεδίο των αρχών τραπεζικής εποπτείας. Αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να αφορούν τη συσσώρευση συνθετικής και χρηματοοικονομικής μόχλευσης, τους κινδύνους ρευστότητας ή τον κίνδυνο συσχετισμού που απορρέει από κοινά ανοίγματα τραπεζικών και μη τραπεζικών ιδρυμάτων.

- Η Ελλάδα έχει σήμερα απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων συνολικού ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τίθεται το ερώτημα κατά πόσον, και πώς, τα δάνεια που έχουν καταστεί εκ νέου εξυπηρετούμενα θα μπορούσαν τελικά να επιστρέψουν στον τραπεζικό τομέα. Αυτό θα μπορούσε να δώσει κάποια ώθηση στην υποτονική πιστωτική επέκταση των τραπεζών αλλά, πρώτα από όλα, θα ωφελούσε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν εξυγιανθεί αλλά παραμένουν εκτός του τραπεζικού συστήματος. Θα μπορούσε να επιτραπεί κάτι τέτοιο από τη σκοπιά της εποπτείας;

Σίγουρα, δάνεια που καθίστανται εκ νέου εξυπηρετούμενα μπορεί τελικά να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχουν ορισμένες ελάχιστες προσδοκίες που ορίζονται στον κανονισμό και τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί ένα δάνειο για να θεωρείται εκ νέου εξυπηρετούμενο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίσει συμμόρφωση με αυτές τις εποπτικές προσδοκίες.