Προτάσεις Ν. Καραμούζη για τράπεζες και οικονομία

Δευτέρα, 11-Φεβ-2013 09:09

Τις απαραίτητες ενέργειες και πρωτοβουλίες για να βγει η ελληνική οικονομία το συντομότερο δυνατό από την κρίση ανέλυσε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Νικόλαος Καραμούζης.

Παράλληλα έθεσε μία σειρά προτάσεων για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και αναφέρθηκε στο μίγμα πολιτικής με το οποίο η χώρα μας μπορεί να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Ο κ. Καραμούζης ζητά τον τερματισμό των αλλεπάλληλων αυξήσεων φόρων και τάσσεται υπέρ μίας τολμηρής μείωσης των φορολογικών συντελεστών, εκτιμώντας ότι έτσι θα αυξηθούν τα έσοδα για το κράτος. Ο ίδιος θέτει στόχο την επιστροφή των δημοσίων επενδύσεων εντός διετίας, κοντά στο 8% του ΑΕΠ,ενώ ταυτόχρονα, χαρακτηρίζει την αντιστροφή της κατάρρευσης των ιδιωτικών επενδύσεων ως τη μεγαλύτερη πρόκληση.

Επίσης, ο κ. Καραμούζης τονίζει ότι η Τρόικα πρέπει να αντιληφθεί πως η βασική απάντηση στο δημοσιονομικό πρόβλημα είναι η αποκατάσταση της ανάπτυξης και ζητά την ολοκλήρωση του κύκλου βίαιης μείωσης μισθών και συντάξεων.

Για τις τράπεζες, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, ζητά να υπάρξουν πρωτοβουλίες για να χαμηλώσουν τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων και να αποκατασταθεί η πιστωτική επέκταση.

Αναφορικά με τα προβληματικά δάνεια, ο κ. Καραμούζης... βάζει στο τραπέζι τη δημιουργία ενός κοινού οργανισμού διαχείρισης προβληματικών δανείων, εκτιμώντας ότι έτσι θα διευκολυνθεί η λήψη ουσιαστικών αποφάσεων.

Προτείνει επίσης, τη δημιουργία ενός ιδιωτικά διαχειριζόμενου fund, που θα προσελκύσει κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, από ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές του εξωτερικού και με τη συμβολή των ελληνικών τραπεζών, θα αναλάβει τη μακροχρόνια χρηματοδότηση των εξωστρεφών και τεχνολογικά προηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων.
Τέλος, ο κ. Καραμούζης επαναλαμβάνει την ανάγκη βελτίωσης των όρων της ανακεφαλαιοποίησης, υποστηρίζοντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα προσέλκυε πραγματικά ξένα κεφάλαια και επενδύσεις, διαμορφώνοντας μια πολύ θετική εικόνα για τη χώρα στο εξωτερικό. 

Αναλυτικά, ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Καραμούζη στο «Βήμα» έχει ως εξής:

Η κυβέρνηση μιλάει για επιστροφή στην ανάπτυξη και την ίδια στιγμή συνεχίζει να αυξάνει τη φορολογία. Μπορούμε να βγούμε από την ύφεση με την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται;

Δεν υπάρχει σενάριο ανάκαμψης μόνο μέσα από τη λιτότητα. Ο δρόμος της ανόρθωσης της οικονομίας, αν θέλουμε να είναι βιώσιμη και να μην οδηγηθούμε σε οδυνηρή υποτροπή, τόσο οικονομικά, όσο και από κοινωνική και πολιτική άποψη, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την επιστροφή σε θετικούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν απαραίτητη, αλλά έχει εξαντλήσει τα όριά της, κυρίως με αύξηση φόρων.

Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις φόρων, που καταστρέφουν καθημερινά την οικονομία θα πρέπει να τερματιστούν και να εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα φορολογικών μεταρρυθμίσεων με στόχο, κυρίως, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, την ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης, τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι περισσότερο από απαραίτητο να μειωθούν αντί να αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές και κυρίως των προσόδων από πραγωγικές δραστηριότητες, γιατί εκτιμώ ότι στο σημερινό περιβάλλον έτσι θα αυξηθούν τα έσοδα. Θα πρέπει να τολμήσουμε σ’ αυτόν το τομέα. Όμως, η ανάπτυξη δεν θα έρθει αυτόματα, ακόμη κι αν η χωρίς προηγούμενο συρρίκνωση της οικονομίας συγκρατηθεί κάποια στιγμή, ακριβώς λόγω της βιαιότητας της προσαρμογής που προηγήθηκε και συνεχίζεται.

Τι πρέπει να γίνει; 

Πρέπει να διαμορφώσουμε το συντομότερο δυνατό ένα ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης με στόχους, προτεραιότητες, χρονοδιάγραμμα, υπεύθυνους υλοποίησης. Η επιστροφή στην ανάπτυξη συνιστά, εκτός από οικονομική αναγκαιότητα, και κοινωνικό πρόσταγμα, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα στους νέους, και για την ανάσχεση της πνευματικής αιμορραγίας, με τη μαζική φυγή του πιο δυναμικού και καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Το σχέδιο αυτό πρέπει να επικεντρώνεται στην υλοποίηση ενός μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Δηλαδή, πώς θα μεταφέρουμε χρηματοοικονομικούς και παραγωγικούς πόρους από την κατανάλωση και το Δημόσιο Τομέα, στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, τις οικονομικά εξωστρεφείς δραστηριότητες, από τα μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά στα διεθνώς εμπορεύσιμα. 

Ο τραπεζικός τομέας στο παρελθόν χρηματοδότησε κυρίως, τον δημόσιο τομέα, το εγχώριο εμπόριο, τις υπηρεσίες και την ιδιωτική κατανάλωση και όχι τις παραγωγικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, οι χρηματοδοτήσεις του αγροτικού τομέα είναι μόλις 1,5 δις ευρώ, ενώ του τουριστικού κλάδου 7 δις ευρώ, σε συνολικό υπόλοιπο χρηματοδότησεων στη χώρα 230 δις ευρώ. Αυτό το μίγμα λοιπόν, πρέπει να αλλάξει ριζικά προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης των παραγωγικών αναπτυξιακών δραστηριοτήτων μέσω των εξωστρεφών επιχειρήσεων. Διότι είμαστε ακόμα, με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μια «κλειστή» σχετικά οικονομία. Το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών ως προς το ΑΕΠ κυμαίνεται γύρω στο 10%, το χαμηλότερο στην Ευρώπη των 27. Αυτό πρέπει να αντιστραφεί.

Όμως οι δημόσιες επενδύσεις, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής και του περιορισμού των δαπανών, έχουν μηδενιστεί...

Η πολιτική μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσα από τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, που έχουν πολύ υψηλό πολλαπλασιαστή εισοδήματος και οικονομικής ωφέλειας για την οικονομία, είναι μία απόλυτα λανθασμένη πολιτική και πρέπει να αντιστραφεί. Είναι προτιμότερο και προς όφελος της κοινωνίας, να συρρικνώσει άλλες δημόσιες δαπάνες παρά τις δημόσιες επενδύσεις, διότι η συρρίκνωση του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει σημαντικά στην ύφεση.

Που θα βρεθούν κεφάλαια για δημόσιες επενδύσεις;

Από τη συρρίκνωση του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, για παράδειγμα, οι παθογένειες του οποίου παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες. Σήμερα η χώρα με το ΑΕΠ της να έχει συρρικνωθεί στα 185 δισ. ευρώ εξακολουθεί και διαθέτει σε εύρος τον ίδιο Δημόσιο Τομέα που είχε όταν το ΑΕΠ ήταν στα 250 δισ. ευρώ. Μπορεί να έχουν μειωθεί οι μισθοί και να έχουν περιοριστεί ορκισμένες δαπάνες, όμως το μέγεθος του κράτους παραμένει το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να στοχεύσουμε στην επιστροφή των δημοσίων επενδύσεων εντός διετίας, σε επίπεδα κοντά στο 8% του ΑΕΠ, ώστε, σε συνδυασμό με την περαιτέρω ενεργοποίηση του ΕΣΠΑ, να συμβάλουν καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιστραφεί η κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση μπροστά μας. Η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να έχουν καταρρεύσει περισσότερο από 50% τα τελευταία χρόνια. Είναι πρωτοφανής αυτή η εξέλιξη. Απαξιώνουμε τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τις υποδομές της χώρας και υπονομεύουμε έτσι την ανάπτυξη και τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας.

Παρά τη μείωση των μισθών, επενδύσεις δεν γίνονται. Μπορεί η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης να μας οδηγήσει στην ανάκαμψη;

Όλοι, συμπεριλαμβανομένης της τρόικας, πρέπει να αντιληφθούν ότι η βασική απάντηση στο πρόβλημα του χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι η αποκατάσταση της ανάπτυξης στην οικονομία. Η απάντηση δεν είναι νέες μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις που πλήττουν τη συνολική ζήτηση. Γι’ αυτό απαιτείται να ολοκληρωθεί ο κύκλος της βίαιης μείωσης μισθών και συντάξεων και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην οικονομία και τις προοπτικές της. Χωρίς τη σταθεροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που αποτελεί το 75% του ΑΕΠ, θα είναι πολύ δύσκολο, κάτω από τη σημερινή οικονομική δομή, να ξαναδούμε θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με μέτρα βελτίωσης της συνολικής προσφοράς και της ανταγωνιστικότητας που έχουν, κυρίως, μακροχρόνια θετικά οφέλη. Βραχυχρόνια, πρέπει να ενισχύσουμε τη συνολική ζήτηση, γιατί υπάρχει μεγάλο παραγωγικό πλεόνασμα. Να ενισχύσουμε, όχι την κατανάλωση όπως κάναμε στο παρελθόν αλλά κυρίως, τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, τις εξαγωγές, και την εγχώρια παραγωγή όπου συμβάλλει στην υποκατάσταση των εισαγωγών.

Αρκεί η μείωση των μισθών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας;

Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι ζήτημα μόνο του εργατικού κόστους, που αποτελεί μόλις το 22% του συνολικού κόστους των βιομηχανικών επιχειρήσεων, αλλά και του περιορισμού των άλλων συντελεστών κόστους, όπως είναι η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, το κόστος κεφαλαίου και χρήματος, οι πιστώσεις και η γραφειοκρατία, ο χαμηλός βαθμός επένδυσης στην έρευνα και τεχνολογία που έχουν κινηθεί ανοδικά εξαλείφοντας εν μέρει τα οφέλη από τη μείωση του εργατικού κόστους.

Μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη με τα επιτόκια χορηγήσεων στο 8%-9% και μηδενική ρευστότητα;

Το μίγμα πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ισορροπημένο, διότι η υποχρεωτική και αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή και η μείωση των μισθών δεν συνδυάσθηκε με επεκτατική νομισματική πολιτική και χαμηλά επιτόκια ώστε να μετριασθεί το μέγεθος της ύφεσης.

Σίγουρα οικονομική ανάκαμψη δεν θα σημειωθεί όσο η πιστωτική επέκταση παραμείνει αρνητική και τα επιτόκια χορηγήσεων κυμαίνονται κοντά στ’ απαγορευτικά επίπεδα του 8%-9%. Οι τράπεζες οφείλουν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην χρηματοδότηση της οικονομίας και της ανάπτυξης. Πρέπει να αναλάβουμε αμέσως ηγετικές πρωτοβουλίες σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές για να χαμηλώσουμε τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, χωρίς βέβαια να υπονομευθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και να αποκαταστήσουμε την πιστωτική επέκταση. 

Τα σημερινά υψηλά επιτόκια καταστρέφουν μέρα με τη μέρα ακόμη και τις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις καθώς οι βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν να ανταγωνίζονται με τις μη βιώσιμες, πληρώνοντας υπερβολικά υψηλά επιτόκια για να καλύψουν την αδυναμία των μη βιώσιμων επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτή η στρατηγική είναι αδιέξοδη.

Δηλαδή τι πρέπει να γίνει;

Οι βιώσιμες και δυναμικές επιχειρήσεις πρέπει να υποστηριχθούν από το τραπεζικό σύστημα γιατί είναι οι μόνες που μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στην έξοδο από την κρίση. 

Οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις πρέπει να αναδιαρθρωθούν ή ακόμα και να κλείσουν, γιατί υπονομεύουν καθημερινά την προοπτική του κλάδου τους και τις υγιείς επιχειρήσεις με αποτέλεμα, τελικά, να αυξάνεται η ανεργία, οι επιχειρήσεις να γίνονται προβληματικές, οι τράπεζες να φορτώνονται επισφάλειες και στο τέλος να επιβαρρύνονται οι φορολογούμενοι. Ελάχιστες προβληματικές επιχειρήσεις έχουν εξυγιανθεί με αποτέλεσμα να έχουμε μια παθογενή κατάσταση. Χρειαζόμαστε να στηρίξουμε με γενναίες πρωτοβουλίες, μεταρρυθμίσεις και διευκολύνσεις όλες εκείνες τις επιχειρήσεις που οι ιδιοκτήτες τους συνεισφέρουν κεφάλαια, εξασφαλίσεις, δέχονται να συγχωνευθούν, προσελκύουν στρατηγικούς επενδυτές μειώνουν το κόστος λειτουργία και υλοποιούν αξιόπιστα σχέδια αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουμε να αναλάβουμε ουσιαστικές πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία ενός κοινού οργανισμού διαχείρισης προβληματικών δανείων. Με τον τρόπο αυτό, θα διευκολυνθεί η λήψη ουσιαστικών αποφάσεων και πρωτοβουλιών, θα ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων. Πρέπει να προστατεύσουμε τις υγιείς επιχειρήσεις που πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, διότι διαφορετικά ενισχύουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τελικά καταστρέφουμε και υπονομεύουμε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Με τις τράπεζες αποκλεισμένες από τις αγορές όσο εκκρεμεί η ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος, πως μπορεί να ενισχυθεί η ρευστότητα;

Είναι απαραίτητο να επταχυνθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, να υλοπιηθούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, να ενισχυθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών με ιδιωτικά κεφάλαια και ανάληψη κινδύνων από τους ιδιώτες. Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με τη βλετίωση του μακροοικονομικού κλίματος, θα επιτρέψουν την επιστροφή καταθέσεων, την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη διεθνή αποταμίευση και σε επιχειρηματικά κεφάλαια που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας. 

Το μεγάλο έλλειμμα σήμερα εντοπίζεται στην απουσία κεφαλαίων για μακροχρόνιες χρηματοδοτήσεις επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Θα είχε ενδιαφέρον να εξετασθεί η δημιουργία ενός ιδιωτικά διαχειριζόμενου φορέα, ενός fund, που θα προσελκύσει κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, από ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές του εξωτερικού και με τη συμβολή των ελληνικών τραπεζών, το fund αυτό θα μπορούσε να αναλάβει τη μακροχρόνια χρηματοδότηση, με απόλυτη διαφάνεια και με κριτήρια χρηματοπιστωτικά διεθνώς αποδεκτά, των δυναμικών εξωστρεφών και τεχνολογικά προηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων. 

Όμως, τα προηγούμενα χρόνια, χάσαμε μια μεγάλη μάχη επικοινωνίας, ενημέρωσης και επιρροής των διεθνών κέντρων εξουσίας που θα μπορούσαννα συμβάλλουν στη βελτίωση του κλίματος. 

Είναι θετικό το ότι η σημερινή κυβέρνηση κατάφερε να αρχίσει να αντιστρέφεται το αρνητικό κλίμα και θα ήταν χρήσιμο να διαπραγματευτεί με τους εταίρους μας ένα μεγάλο πρόγραμμα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Προγράμματος Global Loans ύψους 3-4 δισ. ευρώ. Είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, παρότι είναι ευρωπαϊκός θεσμός, επί της ουσίας πάγωσε τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της κρίσης, συμπεριφερόμενη ως αυστηρή εμπορική τράπεζα. Σήμερα, η κυβέρνηση κατόρθωσε να αλλάξει αυτή την απαράδεκτη κατάσταση αλλά τα ποσά χρηματοδότησης εξακολουθούν να είναι σχετικά μικρά, κάτω από 500 εκατ. ευρώ. Επίσης, η ανάληψη πρωτοβουλιών από τις τράπεζες, όπως έκανε επιτυχώς ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος, για την προβολή των δυνατοτήτων της χώρας στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης στο εξωτερικό και τους διεθνείς επενδυτές, είναι κρίσιμη παράμετρος για τη βελτίωση της αξιοπιστίας μας και την προσέλκυση κεφαλαίων. Το κλίμα στο εξωτερικό για την Ελλάδα έχει βελτιωθεί. Ας κτίσουμε την εικόνα μας με ουσιαστικές πρωτοβουλίες και με προβολή των οικονομικών επιτευγμάτων της χώρας. Επίσης, η βελτίωση των όρων ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα προσέλκυε πραγματικά ξένα κεφάλαια και επενδύσεις, διαμορφώνοντας μια πολύ θετική εικόνα για τη χώρα στο εξωτερικό".