Τι απέγιναν τελικά τα CDS;

Σάββατο, 15-Φεβ-2014 00:02



Απόδοση Αναστασία Κυριανίδη - Νικολαΐδη



Πέντε χρόνια μετά από όταν κόντεψε να ανατινάξει την παγκόσμια οικονομία και οκτώ χρόνια μετά από όταν χάρισε περιουσίες σε traders της Wall Street, η αγορά των CDS, των περίφημων συμβολαίων που χρησιμοποιούνται ως «ασφάλιστρα» έναντι ομολόγων που εκδίδουν είτε κράτη είτε επιχειρήσεις, μοιάζει να αργοπεθαίνει. Οι κανόνες που θέσπισαν οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές ρυθμιστικές Αρχές στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης ώθησαν τις επενδυτικές τράπεζες να αποσυρθούν από την αγορά και κατέστησαν ακριβότερες τις συναλλαγές των CDS ή άλλων παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Και, με τη Federal Reserve να διατηρεί τα επιτόκια κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι χρεοκοπίες δανειοληπτών έχουν μειωθεί, που σημαίνει λιγότερη ζήτηση για ασφάλιση έναντι κινδύνου αθέτησης πληρωμής.

Ως αποτέλεσμα, η αξία των CDS των επιχειρήσεων έχει συρρικνωθεί περίπου κατά το ήμισυ, στα 13,2 τρισ. δολάρια, από το 2007 έως τον Ιούνιο του 2013, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Κάποτε οι dealers διαχειρίζονταν συναλλαγές αξίας 5 δισ. δολαρίων. Σήμερα, το ποσό των 500 εκατ. δολαρίων είναι πιο συνηθισμένο.

Οι επιχειρήσεις που απέκτησαν φήμη από τις συναλλαγές τους στα CDS, όπως η BlueMountain Capital Management και η Saba Capital Management, αγωνίζονται να βρουν επικερδείς τρόπους για να επενδύσουν χρήματα στην αγορά των συμβολαίων. Traders επενδυτικών τραπεζών και hedge funds εγκαταλείπουν το «πεδίο» σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών. «Η κατάσταση έμοιαζε κάπως να οδηγεί σε αδιέξοδο», λέει ο Dmitry Selemir, ο οποίος άφησε τη δουλειά του στη μονάδα συναλλαγών πιστωτικών παραγώγων της Blue Mountain τον Ιούνιο για να επικεντρωθεί στη Scriggler. com, μια ιστοσελίδα που ίδρυσε για να φιλοξενεί δοκίμια και συζητήσεις πάνω σε ιδέες. «Γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να παραμένω ενθουσιασμένος για αυτό που έκανα», ομολογεί.

Ένα πάρτι που αγρίεψε
Τραπεζίτες της J.P. Morgan Chase εφηύραν τα Credit Default Swaps τη δεκαετία του 1990 ως έναν τρόπο με τον οποίο οι επενδυτές θα μπορούσαν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από δάνεια που γίνονταν τοξικά: Ο αγοραστής του συμβολαίου της πραγματοποιεί μια σειρά πληρωμών προς τον αντισυμβαλλόμενο πωλητή και, σε αντάλλαγμα, δέχεται εφάπαξ πληρωμή σε περίπτωση που ο εκδότης του χρέους χρεοκοπήσει. Η αγορά επεκτάθηκε δραματικά από το 2003.

Αυτό που ξεκίνησε ως ένα απλό εργαλείο αντιστάθμισης κινδύνου εξελίχθηκε σε πάρτι κερδοσκοπίας για τα hedge funds και τα γραφεία συναλλαγών των τραπεζών πάνω σε χρέος - από εταιρικά ομόλογα έως στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου.

Οι τράπεζες «συσκεύαζαν» και έθεταν προς διαπραγμάτευση δείκτες των swaps, στη συνέχεια έκοβαν σε κομμάτια τούς δείκτες και έθεταν προς διαπραγμάτευση τα κομμάτια. Οι επενδυτές κέρδιζαν και έχαναν χρήματα όσο η αξία των συμβολαίων ανεβοκατέβαινε, ανεξάρτητα από το αν υπήρχε πραγματική αθέτηση πληρωμής.

Η αγορά των συμβάσεων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον των επενδυτών/διαχειριστών έπειτα από μια σειρά συμβάντων μεγάλης κλίμακας το 2008, αρχής γενομένης από την κατάρρευση της Bear Stearns.

Τα παράγωγα ήταν στο κέντρο της καταιγίδας» που οδήγησε στο κυβερνητικό «πακέτο» διάσωσης των 182,5 δισ. δολαρίων του ασφαλιστικού ομίλου American International Group (AIG) τον Σεπτέμβριο του 2008, ενός από τους μεγαλύτερους χρήστες CDS εκείνη την εποχή, έγραφε στην τελική της έκθεση το 2011 η εξεταστική επιτροπή για τους λόγους που οδήγησαν στην χρηματοπιστωτική κρίση. Έναν χρόνο μετά, οι συναλλαγές CDS που έκανε ο Bruno Iksil της J.P. Morgan -γνωστός και με το παρατσούκλι London Whale-κόστισαν στην τράπεζα 6,2 δισ. δολάρια.

Αλλά και μετά τη μεγαλύτερη πτώχευση στην ιστορία των ΗΠΑ, αυτήν της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, οι πληρωμές προς τους αγοραστές της προστασίας των CDS υπολογίστηκαν στα 400 δισ. δολάρια. Μετά τον συμψηφισμό, το καθαρό ποσό που καταβλήθηκε ήταν περίπου 7,2 δισ. δολάρια.

Αναζητούν κέρδη αλλού
Οι επενδυτή που κάποτε επικεντρώνονταν στα CDS διαφοροποιούνται, πλέον, σε αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων. Ο Boaz Weinstein, ο οποίοι ίδρυσε τη Saba το 2009, είδε το χρήμα να ρέει όταν είχε υπεραποδώσει των ανταγωνιστών του στην αγορά των CDS, το 201 1, εν μέσω της κρίσης δημόσιου χρέους που έπληττε την Ευρώπη. Αργότερα, επωφελήθηκε από συναλλαγές κόντρα στον Iksil. Από το 201 1 έχει αυξήσει τις συμμετοχές του σε ενυπόθηκα εμπορικά ομόλογα και σε αμοιβαία κεφάλαια κλειστού τύπου.

O συνιδρυτής της Blue Mountain, Andrew Feldstein, ο οποίος βοήθησε στη δημιουργία της αγοράς των CDS στην J.P. Morgan, αποκόμισε επίσης κέρδη από συναλλαγές κόντρα στον Iksil. Μεγάλες, κερδοφόρες ευκαιρίες όπως εκείνη σπανίζουν, λέει.

Η Blue Mountain έχει προσλάβει traders μετοχών και επενδύει περισσότερα χρήματα σε μετοχές. Η εταιρεία έχει επενδυμένο περίπου το 60% των παγίων της σε πιστωτικά προϊόντα, από 80% το 2006, σύμφωνα με τον Feldstein. Οι συναλλαγές μετοχών δεν είναι τόσο σέξι όσο οι μεγάλες συναλλαγές σε CDS, λέει, αλλά θα είναι μαζί μας για αρκετό καιρό.

Ενώ η αγορά των CDS που εκδίδονται για εταιρικό χρέος έχει συρρικνωθεί, η χρήση των δεικτών CDS έχει αυξηθεί. Εταιρείες όπως η Blue Mountain βρήκαν επίσης δουλειές από τράπεζες που έψαχναν να πουλήσουν ή να μειώσουν τα χαρτοφυλάκια των CDS. Τα περισσότερα από τα swaps που διακρα-τούν οι τράπεζες λήγουν μέχρι το 2017.

Η εξαφάνιση των CDS θα έχει μόνο ελάχιστες επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα των hedge funds, σύμφωνα με τον David Kelly, πρώην διαχειριστή κινδύνου της J.P. Morgan, ο οποίος είναι σήμερα διευθυντής financial engineering στην Calypso Technology. «Κανείς δεν πρόκειται να κλάψει για αυτό», λέει. «Κανείς δεν θα τους λυπηθεί που δεν έχουν παιχνίδια να παίξουν. Ποιος νοιάζεται;».

*Αναδημοσίευση από το Κεφάλαιο της 8ης Φεβρουαρίου