Ελλάδα - Τουρκία: Καλό κλίμα στα εύκολα - Aμετακίνητες οι τουρκικές διεκδικήσεις
Τρίτη, 14-Μαϊ-2024 08:00
Του Κώστα Ράπτη
Οι εναρκτήριες δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν κατά την κοινή συνέντευξη Tύπου με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, μετά τις συνομιλίες των δύο ηγετών χθες στην Άγκυρα, χαρακτηρίζονταν από ένα διπλό (και αποκαλυπτικό) παράδοξο: αφενός αποσιώπησαν εντελώς τα ζητήματα του Αιγαίου με τα οποία έχει ταυτιστεί η δύσκολη ελληνοτουρκική σχέση και αφετέρου αφιέρωσαν στο ζήτημα της σύγκρουσης στη Γάζα σχεδόν ίσο χρόνο με τα διμερή ζητήματα.
Το παράδοξο δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί: Ο Ερντογάν μιλά ως ηγέτης μιας περιφερειακής δύναμης που γνωρίζει ότι όλες οι ισορροπίες της περιοχής επανακαθορίζονται αυτή τη στιγμή και όχι ως κάποιος που είναι εγκλωβισμένος στην πεπατημένη των ελληνοτουρκικών τριβών. Αλλά και τα ελληνοτουρκικά τα προσεγγίζει σε αυτή τη συγκυρία ως ευκαιρία να εκπέμψει "θετική εικόνα”, δίχως αυτό να επηρεάζει σε κάτι τις πάγιες (και μάλιστα διευρυνόμενες, όπως δείχνει το τελευταίο επεισόδιο του θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο) διεκδικήσεις της δικής του πλευράς.
Έτσι, το πρώτο πράγμα που είχε να πει αφορούσε τον όγκο των διμερών συναλλαγών, την ελληνική συνδρομή σε φυσικές καταστροφές στην Τουρκία ή την αμοιβαία επιστημονική συνεργασία, ενώ οι "αιχμές” ή οι "απαιτήσεις” του, πολύ διακριτικά διατυπωμένες, αφορούσαν την ευθυγράμμιση των δύο πλευρών στο ζήτημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, που για αυτόν ταυτίζεται με την καταδίωξη του ΡΚΚ και του δικτύου Γκιουλέν. Επιπλέον, προκατέλαβε τα όσα θα είχε να πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, υποστηρίζοντας ότι η χώρα του πρωτοπορεί στην προστασία των μνημείων, με το συγκεκριμένο να παραμένει ανοικτό σε όλους τους επισκέπτες.
Με αντίστοιχο τρόπο κινήθηκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνοντας λόγο για "παραγωγική κανονικότητα που δεν αναιρεί τις γνωστές διαφορές στις θέσεις μας”, σε ό,τι αφορά το νέο κλίμα διαλόγου, αλλά και για "χειροπιαστά αποτελέσματα με αμοιβαίο όφελος”, όπως ίδρυση Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, η ταχεία απόδοση βίζας σε Τούρκους τουρίστες για δέκα ελληνικά νησιά, η προώθηση της συνεργασίας στους τομείς της υγείας και της πολιτικής προστασίας κ.ο.κ.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός επανέλαβε τον στόχο διπλασιασμού των διμερών συναλλαγών σε βάθος πενταετίας, τόνισε ότι η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος (για την οποία, όπως είπε, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου δίνει θετικό έδαφος) αλλά και την συνέχιση της κοινοτικής χρηματοδότησης της Τουρκίας για την αντιμετώπιση του προσφυγικού.
Η δική του αιχμή, επίσης διακριτικά διατυπωμένη, είχε να κάνει με την συρρίκνωση της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, σε αντιπαραβολή προς την ισονομία και ενίοτε ειδική προστασία που απολαμβάνει η μουσουλμανική, όπως την προσδιορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης, μειονότητα της Δυτικής Θράκης εντός της ελληνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Εν ολίγοις, από τα ζητήματα "σκληρής πολιτικής” οι δύο ηγέτες φρόντισαν να κρατηθούν μακριά. Κάτι τέτοιο είναι λογικό, αφενός γιατί το αντίθετο θα διατάρασσε την "αρμονία” της εικόνας που επιθυμούν να καλλιεργήσουν, αφετέρου διότι η ατζέντα του Αιγαίου και των συνδεόμενων θεμάτων απασχολεί τον πολιτικό διάλογο που συστηματικά και εμπιστευτικά διεξάγεται σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών. Κατά τα λοιπά, το ότι ο Ερντογάν αποκάλεσε τη μειονότητα της Θράκης "τουρκική” δεν είναι κάτι το πρωτότυπο, ενώ από τις λακωνικές αναφορές και των δύο ηγετών στο Κυπριακό αξίζει να απομονωθεί (διότι παραπέμπει σε ενδεχόμενες μελλοντικές πιέσεις "επισπευδόντων”) η επισήμανση Μητσοτάκη ότι στη νέα ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ πρέπει "να δοθεί χρόνος”.
Κοινώς, τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα αρκούνται προς το παρόν στα όποια οφέλη μπορούν να αποσπασθούν σε ένα επίπεδο παράλληλο προς αυτό της "σκληρής πολιτικής”, όπου οι αποκλίσεις παραμένουν.
Έχει, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον ότι το σημείο στο οποίο οι δύο ηγέτες αισθάνθηκαν την ανάγκη να φέρουν στο προσκήνιο τις διαφωνίες τους αφορούσε όχι τις διμερείς σχέσεις, αλλά τις μεγάλες διεθνείς κρίσεις των ημερών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος σε Ουκρανία και Γάζα, έθεσε ως προϋπόθεση τη "καταδίκη της δεσποτικής επιθετικότητας και της ωμής τρομοκρατίας", ενώπιον ενός συνομιλητή ο οποίος έχει σχέση συνεργασίας με τη Μόσχα και εμφανίζεται ως πάτρωνας της Χαμάς.
Εξ ου και ο Ταγίπ Ερντογάν δευτερολόγησε ακριβώς για αυτό – και μόνο. Μολονότι δήλωσε ότι εκτιμά την θετική ψήφο της Ελλάδας στον ΟΗΕ για την αναβάθμιση της παλαιστινιακής εκπροσώπησης, χαρακτήρισε "βάναυση αδίστακτη προσέγγιση” τον χαρακτηρισμό της ισλαμιστικής οργάνωσης, που ο ίδιος την αποκάλεσε "αντιστασιακή”, ως τρομοκρατικής. Έφθασε μάλιστα εν τη ρύμη του λόγου να την ταυτίζει με τον παλαιστινιακό λαό, κάνοντας λόγο για "40.000 νεκρούς της Χαμάς” και "1.000 μέλη της Χαμάς [;] που νοσηλεύονται στην Τουρκία”.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος είχε υποστηρίξει το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλ. η Χαμάς δεν αντιπροσωπεύει τον παλαιστινιακό λαό, έκλεισε την συζήτηση παραδεχόμενος ότι οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι διαφωνούν σε αυτό, αλλά συμφωνούν ότι συμφωνούν στην ανάγκη άμεσης κατάπαυσης του πυρός, μη πραγματοποίησης της ισραηλινής επιχείρησης στη Ράφα, αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας, απελευθέρωσης των ομήρων και επανέναρξης της πολιτικής διαδικασίας για το παλαιστινιακό στην κατεύθυνση μιας λύσης δύο κρατών.