Αγώνας για την περιστολή εξόδων στις τράπεζες

Δευτέρα, 21-Ιουν-2010 10:20

Της Νένας Μαλλιάρα

Συστάσεις προς τις τράπεζες για περιορισμό των λειτουργικών τους εξόδων έχει απευθύνει, εδώ και καιρό, η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνει για τις τράπεζες η κρίση. 

Δεδομένης της ύφεσης που θα πλήξει περαιτέρω τα έσοδα των τραπεζών τα προσεχή τρίμηνα, η στρατηγική μείωσης των λειτουργικών εξόδων αποτελεί προτεραιότητα για τον κλάδο κατά την τρέχουσα χρήση.

Η στρατηγική περαιτέρω συρρίκνωσης του κόστους των τραπεζών περνάει μέσα από κεντροποίηση εργασιών και προμηθειών, επικέντρωση σε αποκλειστικά τραπεζικές δραστηριότητες, μείωση των δαπανών προβολής, αναδιάρθρωση δικτύου με επαναδιαπραγμάτευση των μισθωμάτων για τα καταστήματα ή ακόμη και μετεγκαταστάσεις και βεβαίως «πάγωμα» της επέκτασης του δικτύου τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Προσπάθειες ελέγχου του κόστους γίνονται ακόμη και στο «ανελαστικό» κομμάτι των μισθών, αφού υπάρχουν περικοπές τόσο σε επίπεδο αμοιβών διοικητικών στελεχών, όσο και περικοπές θέσεων όπου αυτό είναι εφικτό.

Αν και οι τράπεζες δεν έχουν μπει στη λογική των απολύσεων, εντούτοις συμβάσεις που λήγουν δεν ανανεώνονται, όπως επίσης και εξωτερικές συνεργασίες (π.χ. κλείσιμο των μονάδων Open 24 της Eurobank), ενώ όπου συγχωνεύονται θυγατρικές υπάρχουν κατά περίπτωση άτυπες εθελούσιες έξοδοι.  

Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν νέες προσλήψεις, παρά μόνο κατ΄ εξαίρεση (π.χ. πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα προσέλαβε μέσω ΑΣΕΠ 260 άτομα για την κάλυψη αναγκών του δικτύου, ενώ η Εμπορική δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε νέες προσλήψεις επενδύοντας στο ανθρώπινο δυναμικό της).

Η κατάσταση με το προσωπικό διαφέρει ανά τράπεζα, καθώς π.χ. τράπεζες όπως η Αγροτική εμφανίζουν «ανελαστικά» κόστη της τάξεως του 75%  στο σύνολο των εξόδων τους και άλλες, παρά τον μεγάλο αριθμό υπαλλήλων τους, διαπιστώνουν ότι δεν περισσεύει κανείς. Ο λόγος, όπως αναφέρουν στελέχη τραπεζών, είναι η πληθώρα αναχρηματοδοτήσεων δανείων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι τράπεζες, η οποία ως εργασία είναι πολύπλοκη και με μεγάλο όγκο δουλειάς.

Σημειώνεται ότι στο τέλος Μαρτίου 2010 το σύνολο των εργαζομένων στις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες ανερχόταν σε 37.051 άτομα στην Ελλάδα (λιγότερα κατά 1,5% από το α΄ τρίμηνο του 2009) και 51.439 άτομα στο εξωτερικό (αντίστοιχη μείωση κατά 2%).

Η εικόνα των λειτουργικών εξόδων στις 4 μεγαλύτερες τράπεζες έχει ως εξής:

Στον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας τα λειτουργικά κόστη είναι αυξημένα κατά 7% σε ετήσια βάση, μειωμένα ωστόσο κατά 13% από τρίμηνο σε τρίμηνο. Στόχος της διοίκησης της τράπεζας για φέτος είναι η αύξηση του κόστους να μην ξεπεράσει το 3%. Επί του παρόντος, ο δείκτης κόστος προς έσοδα της Εθνικής Τράπεζας διαμορφώνεται στο 43%.

Στην Alpha Bank, τα λειτουργικά κόστη είναι αυξημένα κατά 2,9% σε ετήσια βάση, μειωμένα ωστόσο από τρίμηνο σε τρίμηνο κατά 13,7%. Επιδίωξη της τράπεζας είναι να αποφευχθεί φέτος οποιαδήποτε αύξηση του λειτουργικού κόστους. Σημειώνεται ότι ο δείκτης κόστος προς έσοδα για την Alpha Bank κινείται στο 51,9%.

Μείωση του λειτουργικού της κόστους κατά 2% σε ετήσια βάση και 8% σε τριμηνιαία, έχει  επιτύχει η Eurobank, της οποίας οι λειτουργικές δαπάνες ανέρχονται σε 354 εκατ. ευρώ . Για τον όμιλο, ο δείκτης κόστος προς έσοδα διαμορφώνεται στο 46,2% από 50% ένα χρόνο πριν, ενώ σημαντική είναι η βελτίωση του δείκτη στην Ελλάδα (υποχώρησε στο 39,9% από 43,1% πέρυσι). Οι συνολικές δαπάνες του ομίλου για τις δραστηριότητες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ανέρχονται σε 150 εκατ. ευρώ.

Λειτουργικά έξοδα αυξημένα κατά 3% σε τριμηνιαία βάση, έχει ο όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς. Το κόστος λειτουργίας στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 2%, ενώ στο εξωτερικό ο ρυθμός αύξησης του κόστους ανήλθε σε 4%.

Προς την κατεύθυνση της συγκράτησης του κόστους, οι αποδοχές των αμειβομένων μελών του δ.σ. και του εκτελεστικού συμβουλίου της τράπεζας θα είναι μειωμένες φέτος κατά 23,5% από πέρυσι. Οσον αφορά στις δαπάνες προσωπικού, αυτές κινούνται στα 104 εκατ. ευρώ, αμετάβλητες από πέρυσι. Τα γενικά διοικητικά έξοδα ανέρχονται σε 76 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3% σε ετήσια βάση, τα οποία για το σύνολο του τρέχοντος έτους έχουν προϋπολογισθεί να διαμορφωθούν σε χαμηλότερο έναντι του 2009 επίπεδο.