Γ. Προβόπουλος: "Η κρίση ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις"

Τρίτη, 23-Φεβ-2010 14:15

«Η κρίση που περνάμε σήμερα είναι συνολική και αγγίζει όλες τις πτυχές την ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Συνεπώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε αποσπασματική, ούτε βραχυπρόθεσμη», ανέφερε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Προβόπουλος, στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου «Ανταγωνιστικότητα και Τεχνολογία στην Ελλάδα» των Τάσου Γιαννίτση, Σταύρου Ζωγραφάκη, Ιωάννας Καστέλλη και Δέσποινας Μαυρή.

«Απαιτείται ριζικός αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής», ανέφερε ο κ. Προβόπουλος, «με δίδυμους μεσοπρόθεσμους στόχους, όπως δίδυμες είναι και οι αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: Αφενός, διατηρήσιμη και συνεχής δημοσιονομική προσαρμογή και, παράλληλα, μια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών που θα βελτιώνουν σταθερά την ανταγωνιστικότητα».

Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στον «εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα των αλλαγών που απαιτούνται». «Τα μεγάλα προβλήματα που διστάσαμε να αντιμετωπίσουμε στο παρελθόν είναι τώρα μπροστά μας και το κόστος της αδράνειας όχι μόνο πολλαπλασιάζεται, αλλά και διαχέεται σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία και την κοινωνία», σημείωσε χαρακτηριατικά.

Ο κ. Προβόπουλος έκανε επίσης λόγο για «ιστορικές ευθύνες που πρέπει να αναλάβουμε όλοι μπροστά στη μεγάλη πρόκληση». «Η πορεία των επόμενων χρόνων θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το στόχο που θα επιλέξουμε. Θέλουμε μια Ελλάδα εγκλωβισμένη σε μια ισορροπία χαμηλών δυνατοτήτων ή μια Ελλάδα σύγχρονη και δυναμική; Σίγουρα δεν μπορούμε πλέον να πορευθούμε με τις συνταγές του παρελθόντος, με προκατασκευασμένες απαντήσεις σε προβλήματα που είτε τίθενται με νέο τρόπο είτε είναι εντελώς καινούργια, με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας, με αγώνα για την προάσπιση των κεκτημένων, με επιδίωξη του μέγιστου κέρδους στο βραχύτερο χρονικό διάστημα, με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή θεσμών και νόμων, με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης», είπε ο διοικητής της ΤτΕ και προσέθεσε:

«Η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και όχι απλώς για συζήτηση σχετικά με αυτές, δεδομένου ότι το κόστος ευκαιρίας που θα είχε η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είναι τεράστιο. Υπάρχουν παραδείγματα επιτυχούς προσαρμογής οικονομιών μετά από βαθιά κρίση, όπως π.χ. εκείνο της Φινλανδίας, που κατάφερε να "μεταλλαχθεί" σε μια οικονομία που στηρίζεται σε κλάδους υψηλής τεχνολογικής έντασης. Στην Ελλάδα, πάντως, η σημερινή κρίση δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στη μεταπολεμική μας ιστορία. Και βέβαια δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογικές άλλων εποχών. Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε, τόσο πιο εύκολο θα είναι να βρούμε και να ακολουθήσουμε το νήμα που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση».

Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και το τεράστιο δημόσιο χρέος στη χώρα μας μόνο μερικώς οφείλονται στην οικονομική ύφεση, υποστήριξε ακόμη ο κ. Προβόπουλος και τα χαρακτήρισε ως «το σωρευτικό αποτέλεσμα χρόνιων μακροοικονομικών ανισορροπιών, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν όταν υπήρχαν σχετικώς άνετα περιθώρια, αλλά αντίθετα διευρύνθηκαν εξαιτίας των άτολμων και ακατάλληλων πολιτικών που ακολουθήθηκαν».

«Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξ ορισμού αντανακλά την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, ενώ άμεσα οφείλεται στις μεγάλες συσσωρευμένες απώλειες διεθνούς ανταγωνιστικότητας», ανέφερε μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ.

«Η υστέρηση της αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων την τελευταία δεκαετία οφείλεται στην ταυτόχρονη ταχεία αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, που ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων λόγω της ένταξης στην ΟΝΕ, της σχετικά υψηλής πιστωτικής επέκτασης, της ενίσχυσης των προσδοκιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και, βεβαίως, των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας οφείλονται κυρίως στις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, όπως είναι τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές προϊόντων και εργασίας, η δημοσιονομική χαλαρότητα σε μια περίοδο που η ταχεία ανάπτυξη επέβαλλε και επέτρεπε θαρραλέα δημοσιονομική προσαρμογή και -τέλος- ένας μεγάλος, αναποτελεσματικός και συνεχώς διευρυνόμενος δημόσιος τομέας. Τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνέβαλαν στη διατήρηση ρυθμών ανόδου αμοιβών και τιμών που ήταν σταθερά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Στο διάστημα 2000-2008 ο μέσος ετήσιος δομικός πληθωρισμός ήταν 1,3 ποσοστιαία μονάδα περίπου υψηλότερος στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Έτσι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μεταξύ 20% και 28% (ανάλογα με το δείκτη που χρησιμοποιείται) έναντι 28 εμπορικών εταίρων μας. Αυτές οι σοβαρές απώλειες στην ανταγωνιστικότητα τιμών επέτειναν τα προβλήματα που οφείλονται στις δομικές αδυναμίες της παραγωγής και συνέβαλαν καθοριστικά στο να παραμείνει χαμηλό το επίπεδο της "διαρθρωτικής" ανταγωνιστικότητας και αντίστοιχα περιορισμένη η δυνατότητα της εγχώριας παραγωγής να ανταποκρίνεται με επάρκεια και ευελιξία στη σύνθεση και στις μεταβολές της εξωτερικής αλλά και της εγχώριας ζήτησης», είπε ο κ. Προβόπουλος.

Μεταξύ άλλων, ο κ. Προβόπουλος έκανε λόγο για μελέτες που έγιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος και που θα δημοσιευθούν σύντομα, οι οποίες οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικής συμπεριφοράς (διαφθορά, αναποτελεσματική γραφειοκρατία, ποιότητα του νομοθετικού πλαισίου κ.ά.), οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και η ανεπάρκεια των υποδομών επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η υστέρηση της παραγωγικής δυναμικότητας είναι εμφανής τόσο σε κλάδους της μεταποίησης -τους οποίους εξετάζει και το παρουσιαζόμενο βιβλίο- όσο και σε κλάδους όπου η Ελλάδα έχει παραδοσιακό πλεονέκτημα, όπως στον τουρισμό.

«Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών δεν είναι διατηρήσιμο. Για την αποκατάσταση της διατηρησιμότητάς του απαιτείται ένα μίγμα πολιτικής που θα επαναφέρει τη μακροοικονομική και μικροοικονομική ισορροπία και θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας», είπε ο κ. Προβόπουλος.