Τα παράδοξα της οδηγίας "Bolkestein"
Τρίτη, 29-Ιαν-2008 08:58
Της Ρούλας Σαλούρου
Στην πράξη, η πολυσυζητημένη κοινοτική Οδηγία “Bolkestein” δίνει σάρκα και οστά στους χειρότερους φόβους όσων είχαν εξ’ αρχής ταχθεί κατά της ψήφισής της, αφού δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιβάλουν την αρχή της χώρας καταγωγής ενώ θέτουν σε αμφισβήτηση το θεμελιώδες δικαίωμα στην απεργία.
Το 2004, και πριν από την ψήφιση της οδηγίας, η λετονική εταιρεία Laval απέσπασε εργαζομένους από την Λετονία, ώστε μέσω μιας θυγατρικής της, να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες στη Σουηδία. Αφού η λετονική εταιρεία δεν κατάφερε να συμφωνήσει με τη σουηδική συνδικαλιστική οργάνωση των οικοδόμων τους μισθούς των αποσπασμένων εργατών, υπέγραψε συλλογική σύμβαση με τη λετονική συνδικαλιστική οργάνωση. Οι Σουηδοί συνδικαλιστές προχώρησαν σε αποκλεισμό των εργοταξίων της Laval στη χώρα τους, ενώ διέκοψαν την παροχή υπηρεσιών προς την εταιρεία και οι Σουηδοί ηλεκτρολόγοι. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κηρύξει πτώχευση η θυγατρική της Laval.
Η Viking Line, φινλανδική εταιρεία θαλάσσιων μεταφορών, είναι κύριος του υπό φινλανδική σημαία πλοίου Rosella, το οποίο πραγματοποιεί το δρομολόγιο Ταλίν-Ελσίνκι. Τα μέλη του πληρώματός του ανήκουν στη φινλανδική συνδικαλιστική οργάνωση FSU, μέλος της διεθνούς ομοσπονδίας ITF. Σύμφωνα με την πολιτική της ITF μόνο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στη χώρα που βρίσκεται η πραγματική κυριότητα ενός πλοίου δικαιούνται να συνάπτουν συλλογικές συμφωνίες. Τον Οκτώβριο του 2003 η Viking Line γνωστοποίησε την πρόθεσή της να μετανηολογήσει το Rosella στην Εσθονία, μέσω θυγατρικής, προκειμένου να απασχολήσει εσθονικό πλήρωμα με μισθούς κατώτερους από αυτούς που καταβάλλονται στη Φινλανδία. Στην προσπάθεια αυτή αντέδρασαν οι Φιλανδοί συνδικαλιστές, εμποδίζοντας τις εσθονικές συνδικαλιστικές οργανώσεις να διαπραγματευτούν και απειλώντας με απεργία για τη σύναψη σύμβασης με βάση το φινλανδικό εργατικό δίκαιο.
Και οι δύο υποθέσεις κατέληξαν στο ΔΕΚ, το οποίο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα επανεισάγει την αρχή της χώρας καταγωγής και τη συζήτηση γύρω από την οδηγία Bolkestein, αφού αναγκάζει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αποδέχονται συλλογικές συμβάσεις που υπεγράφησαν στη χώρα καταγωγής και επιτρέπει στις επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζόμενους σε ένα κράτος μέλος να αγνοούν τις συλλογικές συμβάσεις που ισχύουν στο κράτος υποδοχής. Παράλληλα, και ενώ αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης (απεργία) συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, θεωρεί ότι μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μόνο αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και εφόσον έχουν εξαντληθεί άλλα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας εγκατάστασης μέσα.
Μιλώντας στο Capital.gr η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μαίρη Ματσούκα τονίζει ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν σοβαρό πλήγμα στο εργατικό κεκτημένο αφού επιτυγχάνεται η εξασφάλιση των χαμηλότερων μισθών και των χειρότερων όρων και συνθηκών απασχόλησης, επιβεβαιώνοντας τους φόβους χιλιάδων εργαζομένων και συνδικάτων που επιστρατεύονταν πριν από δύο χρόνια κατά της περίφημης Οδηγίας, η οποία δια της πλαγίας οδού ξαναπαίρνει σάρκα και οστά.
Στην πράξη, η πολυσυζητημένη κοινοτική Οδηγία “Bolkestein” δίνει σάρκα και οστά στους χειρότερους φόβους όσων είχαν εξ’ αρχής ταχθεί κατά της ψήφισής της, αφού δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιβάλουν την αρχή της χώρας καταγωγής ενώ θέτουν σε αμφισβήτηση το θεμελιώδες δικαίωμα στην απεργία.
Το 2004, και πριν από την ψήφιση της οδηγίας, η λετονική εταιρεία Laval απέσπασε εργαζομένους από την Λετονία, ώστε μέσω μιας θυγατρικής της, να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες στη Σουηδία. Αφού η λετονική εταιρεία δεν κατάφερε να συμφωνήσει με τη σουηδική συνδικαλιστική οργάνωση των οικοδόμων τους μισθούς των αποσπασμένων εργατών, υπέγραψε συλλογική σύμβαση με τη λετονική συνδικαλιστική οργάνωση. Οι Σουηδοί συνδικαλιστές προχώρησαν σε αποκλεισμό των εργοταξίων της Laval στη χώρα τους, ενώ διέκοψαν την παροχή υπηρεσιών προς την εταιρεία και οι Σουηδοί ηλεκτρολόγοι. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κηρύξει πτώχευση η θυγατρική της Laval.
Η Viking Line, φινλανδική εταιρεία θαλάσσιων μεταφορών, είναι κύριος του υπό φινλανδική σημαία πλοίου Rosella, το οποίο πραγματοποιεί το δρομολόγιο Ταλίν-Ελσίνκι. Τα μέλη του πληρώματός του ανήκουν στη φινλανδική συνδικαλιστική οργάνωση FSU, μέλος της διεθνούς ομοσπονδίας ITF. Σύμφωνα με την πολιτική της ITF μόνο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στη χώρα που βρίσκεται η πραγματική κυριότητα ενός πλοίου δικαιούνται να συνάπτουν συλλογικές συμφωνίες. Τον Οκτώβριο του 2003 η Viking Line γνωστοποίησε την πρόθεσή της να μετανηολογήσει το Rosella στην Εσθονία, μέσω θυγατρικής, προκειμένου να απασχολήσει εσθονικό πλήρωμα με μισθούς κατώτερους από αυτούς που καταβάλλονται στη Φινλανδία. Στην προσπάθεια αυτή αντέδρασαν οι Φιλανδοί συνδικαλιστές, εμποδίζοντας τις εσθονικές συνδικαλιστικές οργανώσεις να διαπραγματευτούν και απειλώντας με απεργία για τη σύναψη σύμβασης με βάση το φινλανδικό εργατικό δίκαιο.
Και οι δύο υποθέσεις κατέληξαν στο ΔΕΚ, το οποίο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα επανεισάγει την αρχή της χώρας καταγωγής και τη συζήτηση γύρω από την οδηγία Bolkestein, αφού αναγκάζει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αποδέχονται συλλογικές συμβάσεις που υπεγράφησαν στη χώρα καταγωγής και επιτρέπει στις επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζόμενους σε ένα κράτος μέλος να αγνοούν τις συλλογικές συμβάσεις που ισχύουν στο κράτος υποδοχής. Παράλληλα, και ενώ αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης (απεργία) συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, θεωρεί ότι μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μόνο αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και εφόσον έχουν εξαντληθεί άλλα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας εγκατάστασης μέσα.
Μιλώντας στο Capital.gr η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μαίρη Ματσούκα τονίζει ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν σοβαρό πλήγμα στο εργατικό κεκτημένο αφού επιτυγχάνεται η εξασφάλιση των χαμηλότερων μισθών και των χειρότερων όρων και συνθηκών απασχόλησης, επιβεβαιώνοντας τους φόβους χιλιάδων εργαζομένων και συνδικάτων που επιστρατεύονταν πριν από δύο χρόνια κατά της περίφημης Οδηγίας, η οποία δια της πλαγίας οδού ξαναπαίρνει σάρκα και οστά.