Γιατί παραμένει το χάσμα στις συντάξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα - Πώς επηρεάζονται από το πάγωμα του δείκτη μισθών
Δευτέρα, 08-Δεκ-2025 14:53
Του Κώστα Κατίκου
Μεγάλη παραμένει η ψαλίδα στις συντάξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, παρά το γεγονός ότι 4 στις 10 νέες συντάξεις είναι πάνω από τα 1.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έκθεσης "Ηλιος", οι νέες συντάξεις γήρατος που απονεμήθηκαν τον Οκτώβριο του 2025 σε συνταξιούχους του δημοσίου διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα 1.361 ευρώ μικτά ενώ οι νέες συντάξεις του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα 809,18 ευρώ μικτά. Από τη σύγκριση των δυο ποσών προκύπτει ότι οι νέες συντάξεις του ιδιωτικού τομέα υπολείπονται κατά 552 ευρώ ή κατά 68% από αυτές του δημοσίου.
Η ψαλίδα είναι μικρότερη αλλά σημαντική αλλά και στο σύνολο των συνταξιούχων. Σύμφωνα με την έκθεση "Ηλιος" και με βάση τις πληρωμές συντάξεων του Οκτωβρίου, η μέση σύνταξη γήρατος για τους 1,6 εκατ. συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα ήταν 886 ευρώ και για 362.659 συνταξιούχους από το Δημόσιο, ήταν 1.236 ευρώ. Οι συνταξιούχοι του δημοσίου δηλαδή (παλαιοί και νέοι) παίρνουν κατά μέσο όρο 350 ευρώ μεγαλύτερη σύνταξη από τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα.
Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου έχουν καλύτερο μέσο όρο αποδοχών, σταθερή και σίγουρη απασχόληση καθ' όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου και λόγω αυτής της σταθερότητας στην εργασία, μπορούν και συνταξιοδοτούνται με πλήρη σύνταξη και με περισσότερο χρόνια από όσα έχουν οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα, λαμβάνοντας έτσι και υψηλότερη σύνταξη. Σε αυτούς τους παράγοντες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η διαφορά στις συντάξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Στον γενικό κανόνα πάντως και παρά το χάσμα δημοσίου και ιδιωτικού τομέα η εικόνα των συντάξεων βελτιώνεται αλλά με αργούς ρυθμούς. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι 4 στις 10 κύριες συντάξεις γήρατος (το 41,28% του συνόλου των συντάξεων) ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ μικτά. Τον Οκτώβριο του 2024 το ποσοστό των νέων συντάξεων που ξεπερνούσαν τα 1.000 ευρώ ήταν 39,9%.
Η πλειοψηφία των κυρίων συντάξεων ωστόσο (6 στις 10) βρίσκεται στο εύρος 500-1000 ευρώ.
Τον Οκτώβριο του 2025, το μέσο εισόδημα από συντάξεις γήρατος (κύριες και επικουρικές) διαμορφώθηκε στα 1.119,46 ευρώ. Στις συντάξεις θανάτου το μέσο μηνιαίο ποσό ανήλθε στα 712,74 ευρώ, στις συντάξεις αναπηρίας στα 689 ευρώ ενώ για τους δικαιούχους της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα από τον ΟΠΕΚΑ, το μέσο ποσό του Οκτωβρίου ήταν 390 ευρώ.
Ο δείκτης μισθών στις συντάξεις
Η εφαρμογή του δείκτη μισθών στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών θα μπορούσε να βελτιώσει αισθητά το επίπεδο των νέων συντάξεων και να αυξηθούν οι συνταξιούχοι που περνούν τον πήχυ των 1.000 ευρώ. Ο νέος μηχανισμός θα έπρεπε να εφαρμοστεί σε όλες τις νέες συντάξεις που εκδίδονται από 1/1/2025 και μετά. Κάτι τέτοιο δεν έγινε με το πρόσχημα ότι δεν ήταν έτοιμο το πόρισμα της ΕΛΣΤΑΤ. Το ίδιο, δηλαδή πάγωμα του δείκτη μισθών για δεύτερη χρονιά θα γίνει και το 2026 με τη δικαιολογία ότι δεν είναι έτοιμος ο δείκτης μισθών όσον αφορά τις αποδοχές διαφόρων δημοσίων οργανισμών (ΝΠΔΔ) και ΟΤΑ.
Αν εφαρμοζόταν σε αυτά τα δυο χρόνια ο δείκτης μισθών τότε οι νέες συντάξεις του 2025 αλλά και του 2026 θα έπαιρναν αυτόματες αυξήσεις της τάξης των 20 με 25 ευρώ καθώς οι συντάξιμες αποδοχές θα αναπροσαρμόζονταν με τον δείκτη μισθών που είναι μεταξύ 5% και 6% αντί με τον πληθωρισμό που είναι μικρότερος (στο 2,6%). Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών με τον δείκτη μεταβολής μισθών θα ανέβαζε και την ανταποδοτική σύνταξη.
Λόγω της αναβολής του δείκτη όμως οι συντάξιμες αποδοχές θα αναπροσαρμοστούν με τον πληθωρισμό και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να βγουν μικρότερες οι ανταποδοτικές συντάξεις για όσους αποχωρούν το 2026, ενώ το ίδιο έγινε και με όσους συνταξιοδοτήθηκαν το 2025.
Για παράδειγμα, ασφαλισμένος με 40 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμο μισθό 1.800 ευρώ το 2025, με δείκτη μισθών 5,5% θα είχε συντάξιμες αποδοχές 1.900 ευρώ και η ανταποδοτική σύνταξη για το 2026 θα έβγαινε στα 950 ευρώ. Λόγω αναβολής του δείκτη οι συντάξιμες αποδοχές του θα αυξηθούν με τον πληθωρισμό (2,6%) και θα ανέλθουν στα 1.847 ευρώ, με την ανταποδοτική σύνταξη να διαμορφώνεται στα 924 ευρώ, δηλαδή σχεδόν 25 ευρώ λιγότερα.