Goldman Sachs: Οι τρεις "δυνάμεις" που στηρίζουν το ισχυρό story της Ελλάδας και τα τρία "αγκάθια": Ακίνητα, αγορά εργασίας, δικαστικό σύστημα
Δευτέρα, 08-Δεκ-2025 10:32
Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας παραμένει ισχυρή, με την επικρατούσα εμπιστοσύνη και τους βασικούς δείκτες να σηματοδοτούν συνέχιση της ανάπτυξη, σημειώνει η Goldman Sachs. Από το 2019, η παραγωγικότητα έχει ανακάμψει σταθερά και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχε καταγράψει την υψηλότερη ανάπτυξη στη Νότια Ευρώπη, ξεπερνώντας επίσης τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, το μέσο πραγματικό εισόδημα εξακολουθεί να είναι 10% χαμηλότερο από την κορύφωση του 2007-08, υποδεικνύοντας περιθώρια συνεχιζόμενης ανάκαμψης.
Η δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι αξιοσημείωτα συνετή, επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα. Το πρωτογενές ισοζύγιο της χώρας παραμένει μεταξύ των υψηλότερων μεταξύ των μικρών κρατών-μελών της ΕΕ και είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Με τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί κάτω από αυτόν της Ιταλίας έως το 2028. Η πρόοδος στη φορολογική συμμόρφωση και η συνετή δημοσιονομική διαχείριση έχουν καταστήσει τη δημοσιονομική πολιτική θετικό παράγοντα στις προοπτικές της χώρας, ακόμη και καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης πλησιάζει στο τέλος του.
Παρά τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρεις κύριες προκλήσεις προκειμένου να επεκτείνει τη δυναμική της ανάπτυξη, τονίζει η Goldman. Πρώτον, η αγορά ακινήτων και η υπερθέρμανση των τιμών, δεύτερον, η αγορά εργασίας όπου ένα δυσανάλογο ποσοστό μορφωμένων εργαζομένων παραμένει υποαπασχολούμενο και τρίτον, το αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα το οποίο αποτελεί εμπόδιο για τις ελληνικές επενδύσεις.
Οι τρεις λόγοι για μία πολλά υποσχόμενη προοπτική
Πιο αναλυτικά, όπως τονίζει η Goldman Sachs, επενδύσεις ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικές, με εξαίρεση τις επενδύσεις σε κατοικίες. Πάνω από 15 χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, εξαιρουμένων των κατοικιών, έχουν επιστρέψει στο επίπεδο του 2009. Κάθε μεμονωμένο στοιχείο του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου έχει αυξηθεί από το 2019, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνίας, κάτι το οποίο συνήθως συνδέεται με θετική αύξηση της παραγωγικότητας.
Από το 2019, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα έχει ανακάμψει σταθερά, με μόνο την Πορτογαλία να επιτυγχάνει καλύτερο αποτέλεσμα, παρατηρεί η αμερικάνικη τράπεζα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει καταγράψει την υψηλότερη ανάπτυξη στη Νότια Ευρώπη, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, το μέσο πραγματικό εισόδημα εξακολουθεί να είναι 10% χαμηλότερο από την κορύφωσή του το 2007-08, και για να διασφαλιστεί η διατήρηση της ανάκαμψης, η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει την ευρείας βάσης ανάπτυξη των επενδύσεων.
Στο πλαίσιο αυτών των ισχυρών μακροοικονομικών προοπτικών και χάρη στη συνεχιζόμενη υποστήριξη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σχεδιάζει να επιτύχει το υψηλότερο πρωτογενές ισοζύγιο στην ευρωζώνη στο 3% του ΑΕΠ το 2026, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της περιοχής που είναι -1,5% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα επωφελείται επίσης από το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού στην Ευρωζώνη, επειδή περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι εξασφαλισμένο σε μερικά ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας πολύ μεγάλης διάρκειας, περιορίζοντας επίσης το μερίδιο του δημόσιου χρέους στην αγορά και τον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στο κόστος του κρατικού χρέους.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman, αυτές οι συνθήκες υποστηρίζουν μια σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ. Στο βασικό της σενάριο, όπου η μεσοπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο (σε % του ΑΕΠ) συγκλίνουν σε 1,5% και 2% αντίστοιχα, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται.
Ακόμη και σε ένα σενάριο χαμηλής αναπτυξιακής τάσης, όπου η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μειώνεται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα και μειώνεται στο 0,5% μεσοπρόθεσμα, ο δείκτης χρέους θα μειωθεί κάτω από το επίπεδο του 2023 με πιθανότητα μεγαλύτερη από 90%. Με τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί κάτω από αυτόν της Ιταλίας έως το 2028. Η πρόοδος και η συνετή δημοσιονομική διαχείριση έχουν καταστήσει τη δημοσιονομική πολιτική θετικό παράγοντα στις ελληνικές προοπτικές, ακόμη και καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης πλησιάζει στο τέλος του, σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Και οι τρεις ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη
Παρά τις βελτιώσεις στο μακροοικονομικό τοπίο, η δυναμική της ανάπτυξης θα μπορούσε να σταματήσει χωρίς πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, επισημαίνει η Goldman. Πιστεύει έτσι, ότι οι επενδυτές θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τρεις κύριους τομείς: τον τομέα των ακινήτων, την αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας και το δικαστικό σύστημα.
Μετά από χρόνια υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό τομέα μετά την κρίση δημόσιου χρέους —όταν οι επενδύσεις σε κατασκευές και κατοικίες μειώθηκαν κατακόρυφα κατά σχεδόν 80%— ο τομέας ακινήτων στην Ελλάδα τελικά σημείωσε άνοδο το 2022. Οι τιμές των ακινήτων, τόσο για οικιστικές μονάδες όσο και για χώρους γραφείων στις μεγάλες πόλεις, άρχισαν να αυξάνονται απότομα ως απάντηση σε ένα σημαντικό έλλειμμα σε κατοικίες και χώρους γραφείων. Λίγο αργότερα, η κατασκευή κτιρίων ξεκίνησε ξανά. Αυτή η ανάκαμψη είναι πολλά υποσχόμενη, ωστόσο η προσεκτική διαχείριση είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί μια σταδιακή και σταθερή βελτίωση χωρίς να υπερθερμανθεί ο τομέας όπως στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και για να διασφαλιστεί ότι οι ανανεωμένες επενδύσεις μεταφράζονται σε διαρκή, ευρείας βάσης οφέλη για την οικονομία, προειδοποιεί η Goldman.
Παράλληλα, η αγορά εργασίας της Ελλάδας έχει επίσης ξεπεράσει την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, ειδικά από το 2019, με το ποσοστό απασχόλησης να ανεβαίνει σε επίπεδα ρεκόρ, επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα. Παρ' όλα αυτά, πολλοί εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης παραμένουν άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, μια σημαντική διαρθρωτική πρόκληση που δεν έχει δει καμία βελτίωση. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος απαιτεί στοχευμένες πρωτοβουλίες επανεκπαίδευσης και αναβάθμισης δεξιοτήτων, βοηθώντας το εργατικό δυναμικό να προσαρμοστεί στις εξελισσόμενες οικονομικές απαιτήσεις για την υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης.
Τέλος, όσον αφορά την τρίτη μεγάλη πρόκληση της Ελλάδας, η Goldman σημειώνει ότι παρόλο που έχουν σημειωθεί σταδιακές βελτιώσεις, το ελληνικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα αναποτελεσματικότητας, ιδίως στην επίλυση εμπορικών διαφορών.
Από τις δύο βασικές μετρήσεις για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των δικαστικών συστημάτων, η αμερικάνικη τράπεζα επικεντρώνεται στον μέσο χρόνο που απαιτείται για την επίλυση μιας εκκρεμούς υπόθεσης (Χρόνος Διευθέτησης–DT).
Ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών και διοικητικών υποθέσεων παραμένει από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη, θέτοντας ένα επίμονο εμπόδιο στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τον οικονομικό δυναμισμό. Ενώ έχουν σημειωθεί ορισμένες βελτιώσεις σε διοικητικές υποθέσεις, οι αστικές και εμπορικές υποθέσεις χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να επιλυθούν το 2022 απ' ό,τι το 2018. Απαιτείται συνεπώς, συνεχής εστίαση πολιτικής στον τομέα για την προώθηση ενός πιο αξιόπιστου και έγκαιρου συστήματος που υποστηρίζει τις επενδύσεις, όπως τονίζει χαρακτηριστικά.