Οι σταθερές που θα κρατήσουν εντός στόχων τον προϋπολογισμό του 2026
Τρίτη, 18-Νοε-2025 20:00
Του Τάσου Δασόπουλου
Δημόσια έσοδα, επενδύσεις και χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης του -μεγάλου ακόμη- δημόσιου χρέους, είναι οι τρείς σταθερές που εγγυόνται ότι ο προϋπολογισμός του 2026, που θα κατατεθεί στη Βουλή την Πέμπτη έχει την δυνατότητα να φτάσει ή και να ξεπεράσει τους στόχους του.
Στον τομέα των εσόδων, την "καλή είδηση" για τον επόμενο χρόνο, έδωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Bloomberg. Αναφερόμενος στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που παράγει τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία, τόνισε ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2026 είναι 3,2% του ΑΕΠ. Τούτο, την στιγμή που το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε ένα μήνα νωρίτερα, προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ. Από που θα προέλθουν τα επιπλέον χρήματα: Καταρχάς από την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία αναμένεται να φτάσει το 2,4% μέσω της αύξησης της ιδιωτικής ζήτησης κατά 1,7%, της αύξησης των επενδύσεων κατά 10,6% και των εξαγωγών κατά 4,5%.
Το κρυφό χαρτί εδώ, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, θα είναι τα έσοδα από την φοροδιαφυγή, τα οποία αναμένεται φέτος τα προσεγγίσουν τα 3 δισ. ευρώ. Τον επόμενο χρόνο, η προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, θα επεκταθεί στη διακίνηση καυσίμων και καπνικών προϊόντων.
Οι επενδύσεις
Το δεύτερο μεγάλο ατού της επόμενης χρονιάς, αφορά τις δημόσιες επενδύσεις. Η ολοκλήρωση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα φέρει επενδύσεις στην οικονομίας ύψους 7,2 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίσει κανείς και τα δάνεια από το ΤΑΑ που θα διατεθούν για ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα ολοκληρωθούν τα επόμενα χρόνια.
Μαζί, θα πρέπει να υλοποιηθεί και το "κλασικό" Πρόγραμμα Δημοσίων επενδύσεων, ύψους 9,25 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 6,2 δισ. ευρώ θα καλυφθούν με κοινοτικούς πόρους μέσω του ΕΣΠΑ 2021-2027. Η απορρόφηση και κυρίως η σωστή αξιοποίηση του μεγάλου αυτού όγκου επενδύσεων, είναι μια ευκαιρία να προωθήσει η Ελλάδα την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου, αλλά συνάμα μια πολύ σοβαρή πρόκληση για την ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία δεν έχει διαχειριστεί ποτέ τόσο μεγάλα ποσά κοινοτικών πόρων, σε ένα χρόνο. Βέβαιο είναι ότι η επιτυχία της επόμενης χρονιάς στις δημόσιες επενδύσεις, θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την ανάπτυξη μέχρι και το 2030.
Το δημόσιο χρέος
Η τρίτη σταθερά για τον επόμενο χρόνο, θα είναι η άνετη διαχείριση του δημόσιου χρέους, το οποίο θα έχει χρηματοδοτικές ανάγκες που δεν θα ξεπερνούν τα 8 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή, θα κάνει τους ελληνικούς τίτλους χρέους δυσεύρετους, μειώνοντας τις αποδόσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι αποτέλεσμα του εξαιρετικά θετικού "προφίλ" του ελληνικού χρέους το οποίο χτίστηκε από τον ΟΔΔΗΧ με πολύ υπομονή από το 2017 και φυσικά των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία είναι σε θέση να παράγει η ελληνική οικονομία. Το πολύ μικρό δανειακό πρόγραμμα, δίνει την δυνατότητα στην Ελλάδα να επιλέγει, τον χρόνο και το ποσό που θα δανειστεί από την αγορά διαλέγοντας ιδανικές συνθήκες χρηματοδότησης.
Τούτο, την στιγμή που η γειτονική Ιταλία θα πρέπει τον επόμενο χρόνο να αναχρηματοδοτήσει λήξεις χρέους ύψους 400 δισ. ευρώ, από μια αγορά χρήματος κάθε άλλο παρά ευνοϊκή. Μια ακόμη "ασπίδα" για το χρέος, θα αποτελέσουν άλλη μια χρονιά τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου, τα οποία στο τέλος του χρόνου, δεν αναμένεται να είναι κάτω από 35 δισ. ευρώ. Ένα ποσό που μπορεί να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας, για τουλάχιστον τρία χρόνια.